Ένα genre games το οποίο καταφέρνει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια αυτού που αποκαλούμε «ανελέητο πιστολίδι» είναι αυτό που περιλαμβάνει το στοιχείο της τακτικής, είτε σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο. Ως φίλος της δεύτερης κατηγορίας, πιστεύω ότι τα third person tactical shooter παιχνίδια, με την κλασσική έννοια του όρου, κάθε άλλο παρά αφθονούν και δεν είναι λίγες οι φορές που ο gamer «υποχρεώνεται» να ασχοληθεί με τίτλους που συμπεριλαμβάνουν και αυτά τα στοιχεία. Μια από τις εξαιρέσεις, λοιπόν, αποτελεί η σειρά Sniper Elite, η οποία παραμένει πιστή στο ύφος της όλα αυτά τα χρόνια, προσφέροντας μια εναλλακτική επιλογή και αξιοπρεπείς δημιουργίες, ικανές να κρατήσουν το ενδιαφέρον ψηλά, κυμαινόμενες σταθερά σε βαθμολογίες άνω του 7.
Εξυπακούεται, βεβαίως, πως οτιδήποτε tactical σε ένα shooter game εσωκλείει αυτονοήτως και ως προϋπόθεση το stealth στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο για να καταφέρεις να βγεις ζωντανός από την περιοχή που βρίσκεσαι. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι μια εμπόλεμη ζώνη ή, έτι περισσότερο, κέντρο επιχειρήσεων του εχθρού στο οποίο πρέπει να διεισδύσεις και να ολοκληρώσεις με επιτυχία αποστολές που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε σένα. Εκεί που δε μπορείς να περιμένεις βοήθεια από κανέναν και ο μόνος σύμμαχος αλλά και καλύτερός σου φίλος είναι το sniper που αποτελεί προέκταση του χεριού σου και εγγύηση για… «θέρισμα» και εκκαθάριση του πεδίου έμπροσθεν.
Το Sniper Elite III μας μεταφέρει στην καρδιά του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, καθώς βρισκόμαστε στο 1942, τρία χρόνια πριν από το γεγονότα που συνέβησαν στον προκάτοχό του, Sniper Elite V2. Πρωταγωνιστής είναι για μία ακόμη φορά ο Karl Fairburne, ένας αξιωματικός στρατηγικών υπηρεσιών (O.S.S.), όμως τώρα το σκηνικό αλλάζει. Αντί για το κέντρο της Ευρώπης, ο ήρωας βρίσκεται στην αφιλόξενη βόρεια Αφρική όπου καίρια, στρατηγικά σημεία κατά μήκος και το πλάτος της βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Από το βομβαρδισμένο Βερολίνο και τη Γερμανία στο τέλος του πολέμου, η δράση μεταφέρεται στις χώρες της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Τυνησίας όπου τα πάντα είναι ακόμη ρευστά, σε περιοχές γνωστές από τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα και τις δυνάμεις που τις ήλεγξαν.
Αρχικός στόχος του Fairburne, να βοηθήσει τους Βρεττανούς να κρατήσουν το Tobruk της Λιβύης, που δέχεται επίθεση από τον πανίσχυρο Γερμανό Στρατηγό Erwin Rommel (Africa Corps), ο οποίος δύο χρόνια αργότερα θα συνδεόταν με τη συνομωσία δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ. Σύντομα, όμως, ο πρωταγωνιστής στρέφεται εναντίον ενός άλλου στρατηγού, του Franz Vahlen, εποπτεύοντος τις επιχειρήσεις στη βόρειο Αφρική για τη ναζιστική σβάστικα, και στην πορεία θα ανακαλύψει ότι ο συγκεκριμένος σχεδιάζει ένα μυστικό, πανίσχυρο όπλο με το οποίο θα μπορέσει να κατακτήσει όχι μόνο την ευρύτερη περιοχή, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, τουλάχιστον στην αρχή! Το παιχνίδι καταφέρνει να μεταφέρει άψογα το πολεμικό κλίμα, την ένταση και την αγωνία για τον ήρωα, μόνο ανάμεσα σε πολλές δεκάδες εχθρών. Το σενάριο, αναμφίβολα, δε διεκδικεί ιδιαίτερες δάφνες ποιότητας ή πρωτοτυπίας, ενώ όσοι περιμένουν εμβάθυνση στο χαρακτήρα του ήρωα μάλλον θα απογοητευτούν. Τα cutscenes είναι απειροελάχιστα σε αριθμό και διάρκεια, με αποτέλεσμα ο Fairburne να εμφανίζεται ως μια ανθρώπινη μηχανή προορισμένη να σπείρει το θάνατο και τον όλεθρο… θερίζοντας!
Η δημιουργία της Rebellion χωρίζεται σε οκτώ μέρη, οκτώ κεντρικές αποστολές, ορισμένες ακόμη προαιρετικές εντός της καθεμίας, καθώς και αρκετά collectables, ως επί το πλείστον έγγραφα με γενικές πληροφορίες για τον πόλεμο που μαίνεται κατά βάση στην περιοχή, και γράμματα από και προς τους στρατιώτες. Το παιχνίδι έχει τέσσερα επίπεδα δυσκολίας (Cadet, Marksman, Sniper Elite, Authentic) κατάλληλα για όλα τα γούστα, με το τελευταίο, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφεται, να ενδείκνυται μόνο για purists και μαζοχιστές. Προσωπικά ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία και ομολογώ ότι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη δυσκολία σ’ αυτό το level δεν είναι ούτε η απουσία mini-map, ούτε η έλλειψη markers για τους εχθρούς ή οτιδήποτε άλλο από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν checkpoints και δεν επιτρέπεται save, με αποτέλεσμα αν σκοτωθείς να πρέπει να επιστρέψεις στην αρχή. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο, ειδικά όταν το γνωρίζεις και πηγαίνεις εξ αρχής πιο αργά και προσεκτικά από ποτέ.
Το συγκεκριμένο είναι κάτι που θα μπορούσε να το αντιπαρέλθει κάποιος αν έπαιζε Hitman όπου οι αποστολές είναι μικρότερες, ενώ στο Absolution χωρίζονται και σε υποκεφάλαια. Στο Sniper Elite III, όμως, η καθεμία είναι τεράστια, τουλάχιστον μ’ αυτό το στυλ παιχνιδιού, και συνήθως υπάρχουν τέσσερα-πέντε κεντρικά objectives που προκύπτουν το ένα μετά την ολοκλήρωση του άλλου. Στο Authentic το παιχνίδι παίζει με τα νεύρα του gamer καθώς στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κι ενώ μπορεί να έχεις εξοντώσει τους πάντες, πάντοτε προκύπτει κάτι σαν… boss που εμφανίζεται ξαφνικά, επί παραδείγματι ένα όχημα με πολυβόλο ή ακόμη και τανκς, που είναι ικανό να σε καταρρακώσει ψυχολογικά, αν έχεις προσπαθήσει για μιάμιση – δύο ώρες να μείνεις ζωντανός. Είναι προφανές ότι σε χαμηλότερα difficulty levels η πρόκληση και κυρίως η διάρκεια του παιχνιδιού μειώνονται σημαντικά.
Το gameplay είναι ιδιαίτερα στιβαρό, πάντοτε μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, ενώ η ευχάριστη έκπληξη σε σχέση με τον προκάτοχό του έρχεται από το γεγονός ότι αυτή τη φορά ο κόσμος είναι open-ended. Κάθε περιοχή στην οποία διαδραματίζεται η εκάστοτε αποστολή μπορεί να χαρακτηριστεί κάλλιστα «τεράστια», προσφέροντας πλείστους όσους τρόπους για την ολοκλήρωσή της, κάτι που αυξάνει κατακόρυφα το replayability και προσφέρει πάντοτε εναλλακτικές αν έχεις αποτύχει μέχρι τότε. Ο Fairburne θα βρεθεί να μάχεται σε τοποθεσίες από επικίνδυνα φαράγγια μέχρι… θανατηφόρες κοιλάδες, ερειπωμένες πόλεις, οχυρά, χαρακώματα και όχι μόνο, στις οποίες κυριαρχούν τα χρώματα και όλες οι αποχρώσεις του πράσινου και του καφέ. Τα τοπία είναι πανέμορφα, αν και κάθε σώφρων άνθρωπος θα ήθελε απλώς να μη βρίσκεται εκεί υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Το σήμα κατατεθέν της σειράς δεν είναι άλλο, βεβαίως, από την x-ray kill cam, την κάμερα η οποία δείχνει τη σφαίρα να εκτοξεύεται από την κάνη, να κινείται σε αργή κίνηση και να βυθίζεται με τρόπο σαδιστικό στο σώμα του εχθρού, διαπερνώντας κρανίο, καρδιά, πνεύμονες, συκώτι, νεφρά, τσακίζοντας την σπονδυλική στήλη και άλλα κόκαλα, χαρίζοντας απλόχερα την ηδονή στον gamer και ένα γρήγορο θάνατο στον Γερμανό ή Ιταλό στρατιώτη. Το παιχνίδι προσφέρει εντατικά μαθήματα ανθρώπινης ανατομίας κάθε φορά που ένας εχθρός εγκαταλείπει την κόλαση του πολέμου για την επόμενη. Ανάλογη λεπτομέρεια χαρακτηρίζει και τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής ανατινάζει με τον ίδιο τρόπο ολόκληρα οχήματα, σημαδεύοντας τη μηχανή ή το ντεπόζιτό τους, παρακολουθώντας τότε τα δικά τους… ζωτικά όργανα (κινητήρας, διαφορικά, σωλήνες κ.λπ.) να διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο Authentic τα bullets ballistics είναι πιο ρεαλιστικά από ποτέ και απαιτούν τη μέγιστη ακρίβεια κατά τη στόχευση.
Εκτός από το sniper, το οποίο επιδέχεται αλλαγής ή/και βελτιώσεων, ο Fairburne έχει για μία ακόμη φορά πρόσβαση σε αυτόματα, πιστόλια, μπαζούκας και διαφόρου τύπου χειροβομβίδες, παρά ταύτα σχεδόν όλα εξ αυτών, τουλάχιστον όσον αφορά την αρχική έκδοση, υπήρχαν και στο Sniper Elite V2. Τα γραφικά είναι ιδιαίτερα όμορφα, ακόμη κι αν δε μπορούν να χαρακτηριστούν κορυφαία. Δε θα υπεισέλθω σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες, παρά μόνο ότι παρατήρησα έντονο clipping σε κάποια σημεία και glitches που έφτασαν να μου κοστίσουν ακόμη και τη ζωή στην αρχή -ευτυχώς- της τελευταίας αποστολής. Επιπλέον, ο ήχος του παιχνιδιού είναι εξαιρετικός ως προς αυτόν των όπλων -ίσως όχι τόσο των εκρήξεων, ενώ στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι -τουλάχιστον- το main theme του soundtrack είναι ακριβώς το ίδιο με του προκατόχου του. Η μεγαλύτερη αστοχία, πάντως, έχει να κάνει με τις στιγμές που μιλούν οι εχθροί όταν σε αναζητούν, καθώς μπορεί να βρίσκονται στα 20-30 μέτρα απόσταση και ακούγονται σα να βρίσκονται στα πέντε, κάτι που μπερδεύει πολύ και δεν ξέρεις αν πρέπει να τρέξεις ή να βγεις από τη γωνία και να ανοίξεις πυρ πριν ακόμη σημαδέψεις.
Εν κατακλείδι, το Sniper Elite III είναι ένα ιδιαίτερα καλό third person tactical shooter, το οποίο συστήνεται ανεπιφύλακτα στους λάτρεις του είδους, πολλώ δε μάλλον της σειράς. Το open-ended στοιχείο του περιβάλλοντος προσφέρει ισχυρή πνοή ανανέωσης στο παιχνίδι, σε σχέση με το γραμμικό του παρελθόντος, και υπόσχεται αυθεντική sniper εμπειρία ενός ιδιότυπου κλεφτοπολέμου. Δεν είναι ένας τέλειος τίτλος ο οποίος θα αφήσει εποχή, κυμαίνεται όμως με χειρουργική ακρίβεια στα καθιερωμένα στάνταρ της σειράς και κάτι παραπάνω. Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει game που επιτυγχάνει στο gameplay προκαλώντας εθισμό και να δύναται να χαρακτηριστεί μέτριο ελέω των υπολοίπων τομέων. Και το συγκεκριμένο είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.