By Professor_Severus_Snape on Wednesday, 11 May 2016
Category: GameWorld

Επιστροφή στο μέλλον με μια DeLorean DMC-12!

Στο χώρο της έβδομης τέχνης έχουν υπάρξει εμβληματικές ταινίες στη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι οποίες έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους, θεωρούμενες μέχρι και σήμερα εκ των κορυφαίων όλων των εποχών και σε κάθε περίπτωση πρωτοπόρες για τα νέα στοιχεία που εισήγαγαν. Είτε για τη σκηνοθεσία τους, είτε για το σενάριο, τα οπτικά ή ηχητικά εφέ που προσέθεσαν και αξιοποίησαν, είτε βεβαίως για μνημειώδεις ρόλους ηθοποιών, πολλές εξ αυτών έχουν μείνει και θα παραμείνουν εις το διηνεκές χαραγμένες στη μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως. Καλώς ή κακώς, μια τέτοια εισαγωγή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αναφέρεται στο Hollywood, παραμερίζοντας κολοσσούς του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως είναι ο ιαπωνικός, ο ινδικός, της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και όχι μόνο. Δε θα ισχυριστώ ότι αποτελώ εξαίρεση, καθώς οι γνώσεις μου σε οτιδήποτε άλλο, πέραν του πρώτου, περιορίζονται σε κάποιες… ενδεικτικές εμπειρικές εικόνες και τίποτα περισσότερο.

Ακόμη κι έτσι, όμως, ποιος σινεφίλ δεν αναγνωρίζει τον Charlie Chaplin από τις ταινίες μικρού μήκους του βωβού κινηματογράφου. Αργότερα, τον John Wayne ως τον all time classic cowboy και σύμβολο των Η.Π.Α., με τον Clint Eastwood να παίρνει τη σκυτάλη στη μεγάλη οθόνη μένοντας στην ιστορία με τα Spaghetti Western του Sergio Leone, να ξεχωρίζει ως Dirty Harry και να διαπρέπει αργότερα ως σκηνοθέτης. Clark Gable, Kirk Douglas, Henry Fonda, Marlon Brando, Robert Mitchum, James Stewart, Cary Grant, Gregory Peck, Peter Selers και ουκ ολίγα άλλα «ιερά τέρατα» της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, η οποία επικράτησε στον πλανήτη όπως και οτιδήποτε προέρχεται από την Αστερόεσσα. Και βεβαίως έχουν αναδειχθεί κορυφαίοι σκηνοθέτες, κάποιοι πιο αναγνωρίσιμοι από τους υπόλοιπους, με ταινίες που όλοι έχουμε αγαπήσει. Ο κλασικός, John Ford, με ιστορικές ταινίες όπως The Grapes of Wrath, The Man Who Shot Liberty Valance, The Searchers, The Quiet Man αλλά και το Stagecoach του 1939, το film με πρωταγωνιστή τον John Wayne, το οποίο και τον ανέδειξε σε ηλικία μόλις 22 ετών!

Ο ασυναγώνιστος Alfred Hitchcock, ο πατέρας του thriller, με κλασικές δημιουργίες στο παλμαρέ του, όπως τα Psycho, Vertigo, Rear Window, The Birds και North by Northwest. Ο Francis Ford Coppola με την απίστευτη τριλογία The Godfather και τις δύο πρώτες ταινίες αυτής να είναι από τις καλύτερες της ιστορίας του κινηματογράφου, εξαντλώντας τις υποκριτικές ικανότητες του Marlon Brando, αναδεικνύοντας δε και απογειώνοντας μέσα σε τρία χρόνια τον ανεπανάληπτο, Al Pacino. Ο Sidney Lumet, που έφτασε επανειλημμένως κοντά στο χρυσό αγαλματίδιο, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ, έχοντας εν τούτοις να παρουσιάσει μεταξύ άλλων το 12 Angry Men του 1958, νούμερο 6 όλων των εποχών με βάση τις βαθμολογίες στο IMDb. Ο Stanley Kubrick, ο οποίος έκανε 13 ταινίες και οι μισές θεωρούνται κλασικές, όπως τα Paths of Glory, Spartacus, Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, A Clockwork Orange καθώς επίσης το πρωτοπόρο 2001: A Space Odyssey.

Και βεβαίως αμέτρητοι άλλοι κορυφαίοι στην κατηγορία τους, ηθοποιοί και σκηνοθέτες που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας και είναι αδύνατο να «χωρέσουν» μέσα σε λίγες γραμμές. Ο James Cameron με το εμβληματικό Aliens, τα δύο πρώτα Terminator, το Titanic και το Avatar, αξιοποιώντας ή και εισάγοντας για πρώτη φορά νέες τεχνολογίες. Ο Steven Spielberg, σχεδόν καμία ταινία του οποίου δε μπορεί να παραβλεφθεί, αλλά και πάλι πώς να μην ξεχωρίσεις το θρυλικό Jaws, το απίστευτο Schindler's List και το επικό Saving Private Ryan! Ο Tim Burton με το λατρεμένο, ξεχωριστό σκοτεινό του ύφος, τη διαχρονική συνεργασία του με τον τρομερό Johnny Depp και ταινίες όπως τα πρώτα δύο Batman, Edward Scissorhands και Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street.

Ο Martin Scorsese, που έχει κάνει σπουδαίες δουλειές στο παρελθόν με τον κορυφαίο, Robert De Niro, όπως στα Raging Bull και Goodfellas, συνεχίζοντας στη νεότερη εποχή με τον μοναδικό, Leonardo DiCaprio, στα Gangs of New York, The Aviator, Shutter Island και The Wolf of Wall Street. Ο Quentin Tarantino, για τον οποίο τα λόγια ωχριούν, με το κορυφαίο Pulp Fiction και -μεταξύ όλων των άλλων- το Inglourious Basterds, και ο Peter Jackson με την επική τριλογία The Lord of the Rings. Στα μεγάλα κινηματογραφικά franchises ξεχωρίζουν φυσικά τα Star Wars και Star Trek, που έχουν τεράστιο και πολύ φανατικό κοινό.

Η λίστα δεν έχει τελειωμό και είναι αλήθεια ότι το κείμενο αυτό για αλλού ξεκίνησε και διαφορετικά πορεύτηκε. Δίπλα σε όλους τους προαναφερθέντες, ωστόσο, δε μπορεί παρά να βρίσκεται ακόμη ένας σκηνοθέτης, ο οποίος από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και εξής δημιούργησε ορισμένες ταινίες οι οποίες έγραψαν τη δική τους ιστορία στο χώρο. Ο λόγος για τον Robert Zemeckis, ο οποίος το 1994, στο απόγειο της δόξας του, «έχτισε» το υπέροχο Forrest Gump, χαρίζοντας στον εαυτό του το μοναδικό Όσκαρ της καριέρας του και προσφέροντας στον Tom Hanks -με το πηγαίο ταλέντο και το αστείρευτο χιούμορ- τη δυνατότητα να κατακτήσει το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά! Η ταινία όμως που τον έκανε γνωστό και τον καταξίωσε στο Hollywood δεν ήταν άλλη από το Back to the Future του 1985, η οποία τελικά συνοδεύτηκε από δύο sequels το 1989 και 1990. Μια τριλογία η οποία αγαπήθηκε όσο λίγες για το έντονο κωμικό της στοιχείο -χωρίς να γίνεται γελοία- και την επιστημονική της φαντασία, καθώς επίσης τα εξαιρετικά -για την εποχή τους- οπτικά εφέ, όλα αποδιδόμενα μέσα από ένα ευφάνταστο σενάριο, φροντίζοντας να εξαλειφθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο σεναριακού κενού.

Η ιστορία είναι πασίγνωστη βεβαίως, τουλάχιστον για όσους έχουν «πατήσει» ή πλησιάζουν τα 30, και ίσως μόνο κάποιοι νεαρότεροι αγνοούν περί τίνος πρόκειται. Η χρονομηχανή την οποία έχει εφεύρει ο δαιμόνιος Dr. Emmett Brown, γνωστότερος απλώς ως «Doc», καθιστά εφικτό το ταξίδι στο χρόνο σε οποιαδήποτε στιγμή στο παρελθόν ή το μέλλον. Ένας πυκνωτής ροής (flux capacitor) τοποθετημένος στην καμπίνα μιας εντυπωσιακής, τροποποιημένης DeLorean DMC-12 είναι αυτός που επιτρέπει την τηλεμεταφορά, με τη μόνη προϋπόθεση ότι, ειδικά όσον αφορά το παρελθόν, ο παρατηρητής δε θα διαταράξει τη πορεία της ιστορίας, κάτι το οποίο θα μπορούσε να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες στο μέλλον, δημιουργώντας ένα νέο χωροχρονικό συνεχές, υπό διαφορετικές συνθήκες και κατεύθυνση. Βεβαίως ο «Doc» δε δρα μόνος του, αλλά σε συνεργασία με τον έφηβο, Marty McFly, ο οποίος είναι αυτός που καλείται κάθε φορά να βγάζει τα… κάστανα απ’ τη φωτιά, αξιοποιώντας την τεχνολογία, τις γνώσεις και ακριβείς συμβουλές του φίλου του. Πρόκειται μάλλον για ένα από τα πλέον παράταιρα κινηματογραφικά δίδυμα, με εντελώς διαφορετικό παρουσιαστικό, σημαντική διαφορά ηλικίας, αλλά κοινό πάθος για περιπέτειες… επιστημονικού υποβάθρου και χαρακτήρα!

Κι επειδή το έχω ήδη… τερματίσει όσον αφορά τα των ταινιών και δη του Hollywood, συνεχίζω πλέον εστιάζοντας αποκλειστικά στο εξαιρετικό, ομώνυμο παιχνίδι το οποίο κυκλοφόρησε η Telltale Games το 2011 σε πέντε επεισόδια (το πρώτο, το Δεκέμβριο 2010). Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου σε episodic adventure της συγκεκριμένης εταιρίας, μετά από το Game of Thrones, κι αυτή τη φορά ήταν εντελώς διαφορετική. Το Back to the Future: The Game περιήλθε στην κατοχή μου πριν από περίπου τρεις εβδομάδες μέσω μιας συμφέρουσας ανταλλαγής. Εν τούτοις, και παρότι γνώριζα το franchise, δεν είχε τύχει να δω τις ταινίες ποτέ, κάτι που απετέλεσε μονόδρομο από εκείνο το σημείο κι έπειτα, με αποτέλεσμα να γίνω άμεσα φανατικός της σειράς. Το παιχνίδι ξεκινά έξι μήνες μετά τα γεγονότα της τρίτης ταινίας. Ο Marty έχει επιστρέψει στην καθημερινότητα του 1986 πλέον, ενώ ο «Doc» συνεχίζει να ταξιδεύει στο χρόνο μαζί με τη γυναίκα του, Clara Clayton, και τα δύο τους παιδιά, ονόματι… Jules και Verne!

Ακριβώς λόγω της πολύμηνης απουσίας του «Doc» από το 1986, η τράπεζα μπαίνει σε διαδικασία εκποίησης των περιουσιακών του στοιχείων. Όπως είναι λογικό, ο Marty -που είναι κι ο μόνος playable χαρακτήρας- προσπαθεί να σώσει… ό,τι προλαβαίνει, και ιδιαίτερα το προσωπικό ημερολόγιο του «Doc», στο οποίο συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων ολόκληρη η σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή του πυκνωτή ροής, ο οποίος θα επιτρέψει τα ταξίδια στο χωροχρόνο. Ξαφνικά, έξω από το εργαστήριο του φίλου του εμφανίζεται μια πανομοιότυπη DeLorean μ’ αυτήν η οποία είχε διαλυθεί σε χίλια κομμάτια από ένα διερχόμενο τρένο, στο φινάλε της τρίτης ταινίας, κατά την τελευταία επιστροφή του Marty στο… μέλλον, το 1985. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά και πασχίζει να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ με τα λιγοστά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, ούτως ώστε να καταφέρει να βοηθήσει τον «Doc», ο οποίος φαίνεται πως έχει μπλέξει σε ιδιαίτερα δύσκολες καταστάσεις. Τα ταξίδια εμπρός και πίσω στο χρόνο θα είναι και πάλι ασταμάτητα, για την ακρίβεια ακόμη περισσότερα αυτή τη φορά, αλλ’ εκ νέου με μια εντυπωσιακή συνοχή που δεν αφήνει κενά στο σενάριο.

Το Back to the Future: The Game, δεν είναι απλώς ένας τίτλος που βγήκε «για να υπάρχει», επειδή κάποτε κυκλοφόρησαν οι ταινίες αυτές. Δεν είναι ακόμη ένα παιχνίδι που σχετίζεται απλώς με κινηματογραφικές παραγωγές. Είναι μια συμπαγής δημιουργία, η οποία δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα σε σχέση με το franchise που σάρωσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Προσωπικά, επειδή είδα μαζί τις τρεις ταινίες και κατευθείαν ξεκίνησα να παίζω το παιχνίδι, δεν ένιωσα σε καμία στιγμή ότι «εδώ σταματούν οι πρώτες και εδώ ξεκινά το δεύτερο». Για την ακρίβεια, και καθώς τα ταξίδια στο χρόνο συνεχίζονταν, χρειάστηκε αρκετές φορές να προσπαθήσω να θυμηθώ που ολοκληρώθηκε το film του 1990, τι ανήκει στο cinema και τι στο videogame. Διότι δεν αποδείχθηκε μόνο το σενάριο εξαιρετικό, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερες προεκτάσεις στην ιστορία των ταινιών. Το voice acting είναι καταπληκτικό, απόλυτα πιστό στο κλίμα τους, με τον Christopher Lloyd να επιστρέφει στον -εικονικό, πλέον- ρόλο του «Doc» μετά από 20 ολόκληρα χρόνια!

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι διαφορετικοί και το ίδιο ισχύει για τον πρωταγωνιστή του παιχνιδιού, Marty, στον οποίο δανείζει τη φωνή του ο A.J. LoCascio αντί του Michael J. Fox. Πραγματικά, όμως, είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει κάποιος τη διαφορά! Ακόμη και οι δευτερεύοντες -πλην απαραίτητοι- χαρακτήρες των ταινιών που επιστρέφουν… με νέες φωνές, όπως οι γονείς του Marty και ο Biff, βρίσκονται πλήρως στο «πετσί του ρόλου», με τους ηθοποιούς να έχουν πιάσει σε απόλυτο βαθμό το «feeling» των ηρώων που υποδύονται, χωρίς να ξεχωρίζουν από τους… πρωτότυπους! Το ίδιο ισχύει και για νέους χαρακτήρες που προστίθενται, ακόμη και τους προγόνους ή… εναλλακτικούς εαυτούς των ίδιων(!), ενώ η Claudia Wells επιστρέφει επίσης στο ρόλο της Jennifer Parker, κοπέλας του Marty.

Το πιο σημαντικό είναι ότι το σενάριο του παιχνιδιού «πατάει» και αξιοποιεί ιδανικά την «κληρονομιά» των ταινιών, ξεδιπλώνοντας άψογα τις πολυδιάστατες προσωπικότητες όλων των χαρακτήρων, και όχι μόνο του Marty και του Doc. Με πτυχές οι οποίες αλλοιώνονται, τροποποιούνται και διακλαδίζονται αναλόγως των περιστατικών που λαμβάνουν χώρα κάθε φορά στο παρελθόν. Είναι το βασικό χαρακτηριστικό που πηγαίνει τη σειρά ένα βήμα παραπέρα, αξιοποιώντας οτιδήποτε έχει προβληθεί στη μεγάλη οθόνη και προσθέτοντας αμέτρητα νέα στοιχεία. Η Hill Valley αλλάζει εντυπωσιακά όψη από περίοδο σε περίοδο, ακόμη και στην ίδια εφόσον έχουν προηγηθεί συμβάντα που διαφοροποιούν τον ρου των γεγονότων, ενώ εμβληματικό μνημείο της περιοχής παραμένει πάντοτε το Δικαστήριο που δεσπόζει στην πλατεία, με το κλασικό ρολόι στην πρόσοψή του. Ξεχωρίζει και αξίζει να τονιστεί για μία ακόμη φορά η εξαιρετική συνοχή του σεναρίου, το οποίο λόγω θεματολογίας θα μπορούσε πολύ εύκολα να υποπέσει σε σφάλματα, αλλά στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Αναφέρθηκα στους ήρωες, την προσωπικότητα και το ύφος τους, την ιστορία, την ατμόσφαιρα και το πνεύμα του παιχνιδιού, τα οποία έρχονται όπως ακριβώς τα γνωρίσαμε από τις ταινίες. Η συνεκτικότητά τους είναι, πραγματικά, παροιμιώδης, σε συνδυασμό με αυθεντικές χιουμοριστικές ατάκες που προκαλούν αίσθηση και σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις και να παραδεχτείς για μία ακόμη φορά ότι «ναι, αυτοί είναι οι ήρωες που γνώρισα και αγάπησα στις ταινίες» ή ότι «σίγουρα, αν αυτοί οι χαρακτήρες υπήρχαν στα έργα του Robert Zemeckis, θα ήταν ακριβώς έτσι»! Υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος που συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, κι ακούει στο όνομα του Bob Gale. Πρόκειται βεβαίως για τον άνθρωπο που μηχανεύτηκε όλους αυτούς τους χαρακτήρες που απολαύσαμε στη μεγάλη οθόνη και έγραψε αυτό το ιδιαίτερο και άκρως ευρηματικό «επιστημονικό-φανταστικό» σενάριο! Στο παιχνίδι της Telltale Games συμμετείχε ως Story Consultant και ήταν επίσης αυτός που εισήγαγε τους νέους ήρωες, συνεπώς η πιστότητα και συνέχεια του τίτλου σε όλα τα επίπεδα ήταν εγγυημένη πριν ακόμη ξεκινήσει η ανάπτυξή του!

Έχοντας παίξει το Game of Thrones της ίδιας εταιρίας, το οποίο ήταν ουσιαστικά ένας τίτλος που περιελάμβανε κάποια quick time events και βασιζόταν στους συνεχείς διαλόγους και τις απαντήσεις που έδινες κατά τη ροή τους, δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω αυτή τη φορά. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα ότι το Back to the Future: The Game είναι ένα… παραδοσιακό adventure, το οποίο απαιτεί σκέψη για την επίλυση των γρίφων του, ακόμη κι αν δεν είναι το πιο δύσκολο που υπάρχει. Έχοντας μια σχετική ελευθερία κινήσεων μπορείς να εξερευνήσεις το χώρο που σου δίνεται, πάντοτε εντός της Hill Valley, η οποία δεν είναι ποτέ ίδια!

Εξαντλώντας τους διαλόγους λαμβάνεις ακόμη περισσότερες πληροφορίες και ανακαλύπτεις καλύτερα το σύνολο των ηρώων, οι οποίοι υπολείπονται των πρωταγωνιστών, Marty και Doc, μόνο κατ’ όνομα! Πέραν του κλασικού music theme της τριλογίας, το soundtrack που συνοδεύει το παιχνίδι και φέρει την υπογραφή του Jared Emerson-Johnson είναι εξαιρετικό, πιστό στο ύφος της μουσικής των ταινιών, προσθέτοντας τις δικές του πολύ αξιόλογες «πινελιές». Ο μουσικοσυνθέτης έχει μεγάλη εμπειρία στο χώρο των videogames και μια μακρά συνεργασία με την Telltale Games, έχοντας υπογράψει μεταξύ άλλων το soundtrack όλων των The Walking Dead, καθώς επίσης των Tales from the Borderlands, Game of Thrones, The Wolf Among Us και Jurassic Park: The Game.

Η διάρκεια του παιχνιδιού υπολογίζεται περίπου στις 13 ώρες, αν και προσωπικά χρειάστηκα κι άλλες καθώς ορισμένοι γρίφοι με δυσκόλεψαν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, ενώ εξήντλησα τους διαλόγους και προτίμησα να παίξω χωρίς hints, text και goal pop-ups. Το Back to the Future: The Game αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα ότι μπορούν να κυκλοφορήσουν αξιόλογα games βασισμένα σε ταινίες, κι όχι απλώς για να ξεζουμίσουν το hype των τελευταίων. Άλλωστε το γεγονός ότι αναπτύχθηκε και διατέθηκε στην αγορά 20 ολόκληρα χρόνια μετά το τρίτο film υποδεικνύει ότι οι developers είχαν κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό τους, να συνεχίσουν την ιστορία ακριβώς από εκεί που είχε σταματήσει, διατηρώντας ακέραιο το ύφος και πνεύμα των συγκεκριμένων κινηματογραφικών επιτυχιών της δεκαετίας του ΄80. Τα κατάφεραν!

Leave Comments