Συμπληρώνω αισίως ένα πεντάμηνο στο οποίο έχω εστιάσει εν πολλοίς σε 2D platforms, με αποτέλεσμα να έχω πλέον παίξει την πλειοψηφία των τίτλων που με ενδιέφεραν επί του παρόντος. Εν τούτοις, υπάρχουν ακόμη τα Ori and the Blind Forest, Unravel, Toby: The Secret Mine και η τριλογία Assassin’s Creed Chronicles, με τα οποία θα ήθελα επίσης να ασχοληθώ, αλλά για την ώρα, εκτός απροόπτου, θα στραφώ σε άλλα genres και τίτλους οι οποίοι… περιμένουν στη σειρά. Προχωρώντας σε μια μικρή ανασκόπηση, τον τελευταίο καιρό έπαιξα κατά χρονική σειρά τα Funk of Titans, Shadow Complex: Remastered, Schein, Nihilumbra, Deadlight, Vessel, Albert and Otto: The Adventure Begins, Mark of the Ninja, Trine 1 & 2, Never Alone, Broforce και Apotheon.
Προσθέτοντας και το Limbo, το οποίο είχα τερματίσει τον περασμένο Σεπτέμβριο, με το Braid συμπληρώθηκε μια 15άδα 2D platform games για μένα. Άλλα εξ αυτών εστίαζαν περισσότερο στη δράση και τη μάχη, άλλα στην επίλυση γρίφων, πολλές φορές συνδύαζαν και τα δύο, ενώ σχεδόν στο σύνολό τους αποδείχθηκαν πολύ διασκεδαστικά για λόγους που ανέλυσα ξεχωριστά κάθε φορά σε προηγούμενα blogs. Το Braid, λοιπόν, ήρθε να ολοκληρώσει αυτόν τον κύκλο με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο, τόσο από αισθητικής άποψης, νοήματος του παιχνιδιού αλλά και χαρακτήρος. Πρόκειται με διαφορά για το παλαιότερο platform από όλα τα προαναφερθέντα, καθώς κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Xbox 360 μόλις το 2008, ενώ ένα χρόνο αργότερα επεκτάθηκε τόσο στα PC όσο και το PS3. Μάλιστα η κεντρική ιδέα του ξεκίνησε να δουλεύεται από τον indie developer, Jonathan Blow, ήδη από το 2004!
Πρόκειται για ένα puzzle platform… στην κυριολεξία, καθώς ο πρωταγωνιστής, ονόματι Tim, καλείται να συγκεντρώσει στους πέντε βασικούς κόσμους του παιχνιδιού τα κομμάτια ισάριθμων παζλ διά μέσου των 4-8 επιπέδων του καθενός. Οι πέντε αυτοί κόσμοι αντιστοιχούν σε ισάριθμα δωμάτια ενός σπιτιού. Για κάθε παζλ που συμπληρώνει ο Tim, προσθέτει ένα μικρό κομμάτι της σπασμένης σκάλας που οδηγεί στη σοφίτα του κτιρίου. Όσον αφορά το σενάριο, μπορεί να διατυπωθεί μόνο σε αδρές γραμμές, καθώς ο ίδιος ο Blow το έπλασε έτσι ώστε να επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών, τόσο για την αφετηρία όσο την διαδρομή και την κατάληξή του. Αρκετές εξ αυτών υπάρχουν στο διαδίκτυο. Ο ήρωας αναζητά την πριγκίπισσά του η οποία τον εγκατέλειψε λόγω κάποιου ατοπήματος στο οποίο υπέπεσε, αλλά τώρα αυτή έχει απαχθεί από ένα φριχτό και διαβολικό τέρας. Περισσότερες πληροφορίες δίνονται διά μέσου ορισμένων κειμένων πριν την είσοδο σε κάθε κόσμο, οι οποίοι είναι έξι στο σύνολό τους, κι από εκεί και πέρα τα συμπεράσματα που προκύπτουν εναπόκεινται στην κρίση του καθενός.
Το Braid αντλεί δεδηλωμένα ορισμένα στοιχεία -όπως παγίδες ή εχθρούς- από τα πασίγνωστα Mario games, κάτι που διαπιστώνει όποιος ασχοληθεί μαζί του, όμως η πρωτοτυπία του gameplay του σχετίζεται με τη διαχείριση του χρόνου. Ο πρωταγωνιστής δε μπορεί να… πεθάνει, καθώς ακόμη κι αν συμβεί αυτό μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο και να επανέλθει. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος παίζει πολύ πιο ουσιαστικό ρόλο από αυτό, καθώς για να προσεγγίσεις τα κομμάτια του παζλ που βρίσκονται σε κάθε επίπεδο χρειάζεται πολλές φορές να «παίξεις» μ’ αυτόν. Το παιχνίδι απαιτεί αρκετή σκέψη και «καθαρό» μυαλό, κάτι που διαπίστωσα εμπράκτως με αποτέλεσμα να χρειαστώ περίπου 11 ώρες για να το ολοκληρώσω. Ορισμένοι γρίφοι αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δύσκολοι, ιδίως στον έκτο κόσμο, κυρίως όμως γιατί το μυαλό πρέπει να συνειδητοποιήσει και κυρίως να αφομοιώσει τον τρόπο λειτουργίας του χρόνου και τα «όπλα» που αυτός προσφέρει στον ήρωα. Ο χρόνος μπορεί να πάει είτε προς τα πίσω είτε προς τα εμπρός, με ταχύτητα έως και οκτώ φορές μεγαλύτερη από το κανονικό.
Επιπλέον, κάθε κόσμος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το οποίο προδιαγράφεται ήδη από τον τίτλο του. Ενδεικτικά, σε έναν ο Tim μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα δαχτυλίδι προκειμένου να επιβραδύνει το χρόνο γύρω από αυτό. Σε έναν άλλον η… σκιά του μπορεί να αναλάβει ενεργό ρόλο στην επίλυση γρίφων μέσω της κατάλληλης χρονομεταφοράς. Σε έναν τρίτο οι εχθροί κινούνται μόνο όταν κινείται κι ο πρωταγωνιστής! Γενικότερα, το Braid είναι ένα παιχνίδι που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα σπάζοντας κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές που απαντώνται γενικότερα σε games αυτής της κατηγορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι απέσπασε ουκ ολίγα βραβεία και εξαιρετικές κριτικές παγκοσμίως (ίσως υπερβολικές από ένα σημείο κι έπειτα), όντας ένα από τα πλέον επιτυχημένα παιχνίδια της υπηρεσίας Xbox Live Arcade, η οποία μας χάρισε πρώτη πολλές αξιολογότατες indie δημιουργίες και όχι μόνο. Ο δημιουργός του, Jonathan Blow, έχει καταφέρει να τραβήξει εκ νέου τα φώτα της δημοσιότητας εδώ και λίγους μήνες, με το νέο του εγχείρημα που δεν είναι άλλο από το The Witness, το οποίο έχει αποκομίσει επίσης θετικότατες κριτικές ανά τον κόσμο.
Ίσως το πλέον κωμικό στοιχείο του Braid είναι ότι μαζί με το εμπρός-πίσω στο χρόνο ή και τη χρήση του δαχτυλιδιού, συμπιέζεται και μετακινείται αντίστοιχα η… μουσική του παιχνιδιού! Ειδικά στις περιπτώσεις fast backward/forward το ηχητικό παραγόμενο είναι τουλάχιστον… εύθυμο, αν και ίσως να εκνευρίσει μερικούς. Το soundtrack που έχει απαρτιστεί από συνθέσεις τρίτων, περιλαμβάνει κατά βάση μελωδίες με έγχορδα που ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια του βιολιού, τα οποία βρήκα ευχάριστα και ξεκούραστα… όταν ακούγονταν φυσιολογικά! Ακόμη πιο ενδιαφέροντα και… διαφορετικά είναι τα γραφικά και συγκεκριμένα ο σχεδιασμός των επιπέδων, με μια πολύ ιδιαίτερη αισθητική η οποία παραπέμπει σαφέστατα σε πίνακες ζωγραφικής. Παρότι δεν είμαι ιδιαίτερα μυημένος σ’ αυτό το στυλ παιχνιδιών, το Braid κατάφερε τελικά να με κερδίσει, κυρίως γιατί πέτυχε να πάει τη σκέψη μου ένα βήμα παραπέρα στην προσπάθειά μου να συγκεντρώσω τα κομμάτια των παζλ. Η αξιοποίηση του χρόνου κατά το δοκούν παραμένει μέχρι σήμερα, οκτώ χρόνια αργότερα, ένα στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει.