Όταν η ισπανική Pyro Studios παρουσίασε το πρώτο Commandos στο μακρινό 1998, έγραψε ιστορία ως εκείνη που καθιέρωσε μια νέα κατηγορία παιχνιδιών στη gaming βιομηχανία, πέρα βεβαίως από ένα καινούριο και εξαιρετικά ποιοτικό franchise, το οποίο μέχρι το 2003 έδωσε ένα expansion και δύο ακόμη main τίτλους στο subgenre των real-time tactics. Το παράδειγμά της μιμήθηκαν ορισμένες εταιρίες κατά την περίοδο εκείνη, με μακράν σημαντικότερη όλων την περίπτωση της γερμανικής Spellbound Entertainment. Έχοντας ιδρυθεί το 1994, τα δύο πρώτα project της ήταν το Perry Rhodan: Operation Eastside και το Airline Tycoon, αμφότερα το 1998. Το δεύτερο είναι business simulation, ενώ το πρώτο, ένα strategy, βασισμένο στο ομώνυμο -δημοφιλέστατο, ιδίως στη χώρα της κεντρικής Ευρώπης- σύμπαν επιστημονικής φαντασίας, που γεννήθηκε το 1961 υπό τη μορφή νουβέλας. Διαπιστώνοντας την επιτυχία που σημείωνε το ίδιο διάστημα το Commandos: Behind Enemy Lines και το 1999 η επέκταση αυτού, Beyond the Call of Duty, η Spellbound αποφάσισε κατά τα φαινόμενα να επενδύσει στο ίδιο είδος, εξέλιξη η οποία τη δικαίωσε σε απόλυτο βαθμό και οδήγησε στη μεγαλύτερη επιτυχία της 18ετούς ιστορίας της. Μάλιστα η εταιρία εξελίχθηκε στην κύρια εκπρόσωπο των RTT games για τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά το 2003, μολονότι οι τίτλοι της κυμάνθηκαν πλέον σε επίπεδα κατώτερα του αναμενομένου, σε αντίθεση με τους δύο πρώτους που είχε παρουσιάσει.
Η αυλαία του 21ου αιώνα είχε μόλις ανοίξει, τα ερείσματα υπήρχαν ήδη και πλέον «απέμενε» η επιλογή του setting, στο οποίο θα χτιζόταν το παιχνίδι των Γερμανών δημιουργών. Ο προσανατολισμός, ωστόσο, ήταν συγκεκριμένος εξ αρχής και πρόσφορο το πεδίο για την εντρύφηση σ’ αυτό. Η Άγρια Δύση αποτελούσε μέχρι τότε ένα χώρο εν πολλοίς ανεξερεύνητο στα videogames, όχι διότι δεν υπήρχαν προσπάθειες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, που τοποθετούνταν θεωρητικά εντός ενός τέτοιου πλαισίου, αλλά διότι τα έως τότε εγχειρήματα ήταν περιορισμένης προοπτικής και, ασφαλώς, τεχνικών δυνατοτήτων. Μπορεί τα western να είχαν δεσπόζουσα θέση στον αμερικανικό κινηματογράφο επί τουλάχιστον 40 χρόνια, κατά τις δεκαετίες ’30-’60, εν τούτοις οι gamers δεν είχαν επί της ουσίας να μνημονεύουν κάποιον τίτλο άξιο αναφοράς, που να διαδραματίζεται σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, έως τα τέλη των ‘90s. Αυτό συνέβη κυρίως και κατ’ εξοχήν μέσα από το franchise των Red Dead της Rockstar, αρχής γενομένης από το Revolver (2004) και βεβαίως τα δύο Redemption (2010, 2018), καθώς επίσης τη σειρά Call of Juarez (2006-2013) της Techland. Πλην όμως, η πρώτη φορά που η Άγρια Δύση αποτυπώθηκε σε ευρύτερη και πιο αντιπροσωπευτική κλίμακα προέκυψε το 2001, διά γερμανικών χειρών.
Το Desperados: Wanted Dead or Alive ήρθε να δώσει συνέχεια σ’ αυτό που είχε ξεκινήσει η Pyro με το Commandos προ τριετίας, απευθυνόμενο σ΄ ένα hardcore και συγχρόνως πολύ υπομονετικό κοινό, σ΄ ένα εντελώς διαφορετικό setting πλέον. Πέραν τούτου, ωστόσο, το δομικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον τίτλο της Spellbound είναι ότι για πρώτη φορά στο genre παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη ιστορία, σε αντίθεση με τις αυτοτελείς αποστολές του παιχνιδιού των Ισπανών, που διαδραματίζονταν σε διάφορες περιοχές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίζονταν από ένα σχετικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Αυτό καθιστά το Desperados πολύ πιο ενδιαφέρον, κατά την άποψη του υπογράφοντος, η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι κάθε επίπεδο θέτει διαφορετικούς στόχους και παρουσιάζει νέες προκλήσεις επί χάρτου, αναλόγως της εξέλιξης και των αναγκών της πλοκής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος εισέπραξε εξαιρετικές κριτικές και αγκαλιάστηκε ακόμη περισσότερο από τους gamers της εποχής και όχι μόνο.
Βάσει της υπόθεσης, βρισκόμαστε εν έτει 1881 στην Άγρια Δύση και συγκεκριμένα στο Νέο Μεξικό. Τακτικές ληστείες τραίνων εδώ και αρκετούς μήνες οδηγούν την υπεύθυνη σιδηροδρομική εταιρία να επικηρύξει έναντι αμοιβής τον άγνωστο επικεφαλής της συμμορίας, η οποία τρομοκρατεί αυτές τις περιοχές, ενώ ο marshal Jackson δείχνει ανήμπορος να διαχειριστεί την κατάσταση. Ο John Cooper, κυνηγός κεφαλών, αποφασίζει να εμπλακεί, καθώς τα 15.000 δολάρια της αμοιβής είναι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Εν τούτοις ο Αστυνόμος απουσιάζει αυτήν την περίοδο, συνεπώς ο φιλόδοξος bounty hunter, που επιθυμεί να τον συναντήσει προκειμένου να λάβει περισσότερες πληροφορίες, επιλέγει να εκμεταλλευθεί το διάστημα λίγων εβδομάδων που ακολουθεί, προκειμένου να συγκεντρώσει τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του για την υλοποίηση του εξαιρετικά επικίνδυνου σχεδίου. Το concept παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μια σειρά σημείων αναφοράς, τα οποία αναδεικνύονται σε κάθε western που σέβεται τον εαυτό του. Η ιστορία κλιμακώνεται ολοένα, το ενδιαφέρον ανανεώνεται συνεχώς, ενώ οι ανατροπές είναι ουκ ολίγες. Καθώς η περιπέτεια εξελίσσεται, ο παίκτης έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί βαθμιαία σε διάφορα επίπεδα, που παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία, πάντοτε στο πλαίσιο του Far West σκηνικού, ενώ ο συνολικός αριθμός τους υπερβαίνει τον αντίστοιχο του Commandos και οπωσδήποτε το μέγεθος εκείνων.
Ο Cooper είναι θεωρητικώς ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού, αλλά στην πράξη απλώς ο πρώτος από τους έξι playable characters, όπως μαρτυρεί εξ αρχής μια ματιά στα… controls, μολονότι στη μεγαλύτερη διάρκεια είναι διαθέσιμοι μόνο οι πρώτοι τέσσερεις. Σε κάθε περίπτωση, ο ήρωας με το παρουσιαστικό που παραπέμπει σε Indiana Jones είναι εκείνος που καλείται να συγκροτήσει το team του, αποτελούμενο από παλιούς γνώριμους, οι οποίοι μάλλον δε διάγουν και τις καλύτερες των ημερών τους στο αφιλόξενο περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής… Καθένας εξ αυτών διαθέτει πέντε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, συμβάλλοντας έτσι τα μέγιστα στον πλουραλισμό του gameplay, τα θετικά του οποίου δεν περιορίζονται εκεί. Μάλιστα το Desperados περιλαμβάνει και ενδιάμεσα, mini levels, λειτουργώντας ως tutorial στις περιπτώσεις που ένα νέο μέλος προστίθεται στο squad του Cooper, και στα οποία ο gamer μαθαίνει τις δυνατότητές του. Σε ό,τι αφορά τον κυνηγό επικηρυγμένων, πέρα από το «βασικό του» εξάσφαιρο περίστροφο, μπορεί να αφήσει αναίσθητο έναν εχθρό με μπουνιά, να τον μαχαιρώσει εξ επαφής ή να εκτοξεύσει το μαχαίρι του σε κοντινή απόσταση, με αποτελέσματα ανάλογα της τελευταίας και του οπτικού πεδίου του. Διαθέτει επίσης ένα ρολόι, που μπορεί να αξιοποιήσει ως αντιπερισπασμό, ενώ από τους πρώτους συνοδοιπόρους του είναι ο μόνος ο οποίος μπορεί να μεταφέρει το σώμα ενός αναίσθητου ή νεκρού εχθρού.
Προκειμένου να δοθεί μια καλύτερη εικόνα, αξίζει να αναφερθούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των τριών πρώτων συντρόφων του Cooper, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν αργούν να γίνουν διαθέσιμοι. Πρώτος είναι ο Samuel Williams ή απλώς Sam, που διαθέτει ένα δωδεκάσφαιρο rifle με το μεγαλύτερο range μεταξύ όλων των συνεργατών του. Παρενθετικά, να σημειωθεί εν προκειμένω ότι κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει για τους εχθρούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την ακρίβεια της στόχευσής τους, η οποία συχνά μπορεί να είναι θανάσιμη ακόμη και με μία μόλις σφαίρα, και μάλιστα από… δυσανάλογα μακρινή απόσταση. Ο Sam δύναται να εκτοξεύσει δυναμίτη ακόμη και σε μακρινή απόσταση, καθώς αυτός αναπηδά σε επιφάνειες, προκαλώντας μικρότερο ή μεγαλύτερο damage σε όσους βρίσκονται κοντά τη στιγμή της έκρηξης. Μπορεί επίσης να δέσει τους εχθρούς που αφήνει αναίσθητους ο Cooper, να χρησιμοποιήσει ένα θανατηφόρο φίδι ως παγίδα, τοποθετώντας το σε μη εμφανές σημείο για τους αντιπάλους, ενώ περιστασιακά δύναται να χρησιμοποιήσει TNT για εκρήξεις μεγάλης ισχύος, αλλά μόνο σε συγκεκριμένες πύλες ή βράχους.
Δεύτερος συνεργάτης του Cooper είναι ο Doc McCoy ή απλώς Doc, ο γιατρός της παρέας, ειδικός στα αναισθησιογόνα και όχι μόνο. Ως κύριο όπλο διαθέτει ένα εξάσφαιρο πιστόλι, στο οποίο για περιορισμένο αριθμό σφαιρών μπορεί να ενσωματώνει έναν ειδικό φακό, μετατρέποντάς το σε sniper… για εγγυημένα αποτελέσματα. Ακόμη, έχει τη δυνατότητα να εκτοξεύσει φιαλίδια με δηλητηριώδες αέριο, αναισθητοποιώντας κάθε εχθρό σε κοντινή απόσταση, ενώ, με βάση την κατεύθυνση του αέρα, μπορεί να τα δέσει σε μπαλόνια και, καθώς αυτά ίπτανται στο επίπεδο, να πυροβολήσει με το sniper από μακρινή απόσταση, σπάζοντάς τα πάνω από τα κεφάλια των ανυποψίαστων αντιπάλων. Είναι επίσης ο μόνος που μπορεί να δέσει τα τραύματά του ή των συνεργατών του, αναπληρώνοντας μέρος της ενέργειας ενός εκάστου, κι επίσης να στήσει την καμπαρντίνα του ως σκιάχτρο, μπερδεύοντας προσωρινά τους εχθρούς, πράγμα χρήσιμο για ένα εύκολο kill, υπό την προϋπόθεση ότι δε θα έρθουν πολλοί μαζί!
Η… φονικά αισθησιακή Kate O’Hara είναι η χαρτοκλέφτρα της ομηγύρεως και η τελευταία… από τα πρώτα μέλη του group. Σε περίπτωση που τα πράγματα είναι δύσκολα, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, η σαγηνεύτρα Kate μπορεί πάντοτε να… δείξει λίγο μπούτι, παίζοντας με την καλτσοδέτα της, και καθώς οι ανυποψίαστοι εχθροί πλησιάσουν, να τους αφήσει αναίσθητους με μια δυνατή κλωτσιά. Με ανάλογο τρόπο δύναται να τους οδηγήσει στο επιθυμητό σημείο, εκτοξεύοντας εν κρυπτώ χαρτιά του πόκερ, ενώ μπορεί τέλος να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός εχθρού, με μη φιλικές διαθέσεις αυτή τη φορά, τυφλώνοντάς τον προσωρινά διά του αντικατοπτρισμού του ηλιακού φωτός στο πρόσωπό του, με τη βοήθεια ενός μικρού καθρέφτη. Το δικό της περίστροφο περιλαμβάνει μόνο τρεις σφαίρες, ωστόσο αυτές δεν εξαντλούνται ποτέ, για κανέναν εκ των πρωταγωνιστών, αρκεί ο gamer να… θυμάται να κάνει reload! Ο βαθμός πρόκλησης του παιχνιδιού είναι υψηλότατος, το AI των εχθρών εξαιρετικό και η κατά μέτωπον επίθεση χαμένη υπόθεση για τον παίκτη από την πρώτη στιγμή. Δεν υπάρχουν difficulty levels και είναι δεδομένο ότι όλα τα abilities των ανωτέρω και των υπολοίπων χαρακτήρων θα αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα στην πορεία. Η stealth τακτική αποτελεί αυτοδικαίως μονόδρομο, ενώ η αξιοποίηση κάθε πιθανού και απίθανου σημείου των επιπέδων είναι απαραίτητη για την επιτυχή αντιμετώπιση των πολυάριθμων δοκιμασιών.
Δεδομένης της εποχής που κυκλοφόρησε το Desperados, οι συγκρίσεις με το πρώτο Commandos ήταν και παραμένουν αναπόφευκτες, ακόμη περισσότερο, δε, με το Commandos 2: Men of Courage, που ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα, ομοίως εντός του 2001. Πέραν της ύπαρξης ολοκληρωμένης ιστορίας αυτή τη φορά, όπως ειπώθηκε εξ αρχής, ως προς τον τεχνικό τομέα και ιδίως αυτόν των γραφικών, η δημιουργία της Spellbound είναι σαφώς ανώτερη της παρθενικής της Pyro, κάτι προφανώς αναπόφευκτο δεδομένης της τριετίας που είχε μεσολαβήσει. Ο σχεδιασμός του περιβάλλοντος είναι πολύ πιο λεπτομερής και «ζωντανός», με τα γήινα χρώματα να κυριαρχούν, αναδεικνύοντας ιδανικά την ατμόσφαιρα της Άγριας Δύσης. Εν τούτοις, όταν ακολούθησε το Commandos 2, η υπεροχή του τελευταίου ήταν εμφανής, ιδίως ως προς τα animations των χαρακτήρων. Επίσης, σε αντίθεση με τις τέσσερεις γωνίες της πάγια ισομετρικής προοπτικής του sequel της Pyro, το Desperados δεν προσφέρει παρά μόνο μια οπτική γωνία. Περαιτέρω, όπως στο πρώτο Commandos, όχι όμως και το δεύτερο, δεν υπάρχει σχεδιασμός εσωτερικών χώρων πέραν μεμονωμένων περιπτώσεων, άρρηκτα συνδεδεμένων με τις ανάγκες της εκάστοτε αποστολής. Το ίδιο ισχύει και ως προς το loot των εχθρών, που απουσιάζει εν προκειμένω, πέραν συγκεκριμένων αντικειμένων, που βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε level και μπορεί να μαζέψει μόνο ο χαρακτήρας τον οποίον αφορούν.
Από εκεί και πέρα, σε αντίθεση με το… χάος στα controls του Commandos 2, αυτά του Desperados είναι πολύ πιο απλά, σαφή και κατ’ επέκταση εύκολα στην εκμάθηση, μολονότι και πάλι μπορεί να υπάρξουν ζητήματα ακρίβειας στην ανταπόκριση των χαρακτήρων μερικές φορές, που όμως δεν αρκούν για να αλλοιώσουν τη συνολική εικόνα, ούτε ορισμένα μικρά bugs και glitches που ενδεχομένως εντοπίσει κάποιος στην πορεία δεκάδων ωρών. Όσον αφορά το AI των εχθρών, είναι θανάσιμα επικίνδυνο να τρέξει κάποιος σε κοντινή απόσταση από αυτούς, ενίοτε ακόμη και να βαδίσει, διότι ακούν τα πάντα, ιδίως τη νύχτα, όπου η όρασή τους περιορίζεται αντικειμενικά. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις που ένας εκ των ηρώων εξουδετερώσει και απομακρύνει από το σημείο έναν αντίπαλο, είναι πιθανό ο σύντροφός του να υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει, διαπιστώνοντας την παρατεταμένη απουσία του! Τέλος, στις ελάχιστες περιπτώσεις που θα υπάρξει η δυνατότητα διαδοχικών βολών δίχως να μαζεύεται ένα σμήνος εχθρών, ειδικά σε πιο προχωρημένα στάδια μιας αποστολής, ο gamer θα διαπιστώσει πως οφείλει να συνυπολογίσει και την υπερθέρμανση του όπλου του χαρακτήρα του, επιφέροντάς του κάποια δευτερόλεπτα αναμονής προκειμένου αυτό να κρυώσει.
Σημείο αναφοράς στο gameplay του Desperados, που δεν υπήρξε στα δύο Commandos, είναι η δυνατότητα «προεγγραφής» ενεργειών, δηλαδή ο εκ των προτέρων σχεδιασμός κινήσεων σε πραγματικό χρόνο για καθέναν εκ των διαθέσιμων χαρακτήρων, με στόχο την ταυτόχρονη εκτέλεσή τους, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο σε μια σειρά περιπτώσεων, όταν τα χρονικά περιθώρια είναι από στενότατα έως ανύπαρκτα, απαιτώντας ακόμη και απόλυτο συγχρονισμό. Επιπροσθέτως, την παράσταση κλέβουν τα εκπληκτικά, για εκείνη την εποχή, cinematics, με εξαιρετική σκηνοθεσία, που συνοδεύουν το παιχνίδι καθ’ όλη τη διάρκειά του και μεσολαβούν μεταξύ των κεφαλαίων, συμβάλλοντας καταλυτικά στην ατμόσφαιρα και το immersion. Και καθώς περί διάρκειας ο λόγος, χρειάστηκα περίπου 49 ώρες προκειμένου να φτάσω στο φινάλε, αριθμός κατάτι μεγαλύτερος από τα δύο πρώτα Commandos, παρότι και τότε το playthrough κυμάνθηκε κατά περίπτωση στην ίδια… δεκάδα ωρών. Creative director και game designer του τίτλου είναι ο Jean-Marc Haessig, ο οποίος ωστόσο δεν παρήγαγε ανάλογης ποιότητας αποτελέσματα στα επόμενα αντίστοιχα projects της Spellbound, πλην μίας βασικής εξαίρεσης. Το soundtrack είναι λιτό και ιδανικό για western, συνολικής διάρκειας σχεδόν 50 λεπτών, με απλές ορχηστρικές μελωδίες και καθοριστικές «πινελιές» από πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα και φυσαρμόνικα.
Το Desperados: Wanted Dead or Alive απετέλεσε ένα πραγματικό κόσμημα στην κατηγορία των real-time tactics παιχνιδιών, προχωρώντας τουλάχιστον κατά ένα βήμα μπροστά από όσα παρουσίασε το παρθενικό Commandos και το expansion αυτού. Παρά ταύτα, η συνέχεια δεν επρόκειτο να είναι ανάλογη. Το franchise γέννησε πράγματι ένα sequel, το Desperados 2: Cooper's Revenge (2006), αλλά και ένα δεύτερο, σχεδόν ως spin-off, το Helldorado (2007), πλην όμως αμφότερα κινήθηκαν στη μετριότητα, εισπράττοντας ανάλογες κριτικές, ενώ η προσθήκη κάμερας τρίτου προσώπου φάνηκε να μπερδεύει κάπως τα πράγματα, για μια σειρά λόγων που δεν είναι της παρούσης. Πριν συμβούν όλα αυτά, ωστόσο, οι Γερμανοί developers επανήλθαν με νέο τίτλο στο ίδιο genre, ένα χρόνο μετά το «μεγάλο» Desperados, μέσα από το εξίσου υπέροχο Robin Hood: The Legend of Sherwood (2002), στο οποίο έχουμε αναφερθεί αναλυτικά προ ετών.
Ως προς το Desperados, η σειρά κατόρθωσε ευτυχώς όχι απλώς να διασωθεί, αλλά να αναδυθεί μέσα από τις στάχτες της 13 χρόνια αργότερα, επανερχόμενη στις δόξες ενός ξεχασμένου(;) παρελθόντος, όταν το 2020 η επίσης γερμανική Mimimi Games ανέλαβε την ανάπτυξη του Desperados III για λογαριασμό της THQ Nordic, που από το 2013 είχε αποκτήσει τα σχετικά δικαιώματα από την Atari. Η Mimimi είχε υποβάλλει τα διαπιστευτήριά της ήδη από το 2016, όταν παρουσίασε το εξαιρετικό Shadow Tactics: Blades of the Shogun για λογαριασμό της ομοεθνούς Daedalic Entertainment, κραταιάς developer στα adventures εκείνη την περίοδο, αναγεννώντας το genre των real-time tactics που μέχρι τότε έτεινε προς εξαφάνιση. Συνεπώς η THQ γνώριζε απολύτως σε ποιους ανέθετε την αναβίωση ενός ιστορικού franchise, ο πρώτος τίτλος του οποίου ήταν εκείνος που είχαν να θυμούνται άπαντες. Πλην όμως, στο Desperados III, που απετέλεσε prequel του Wanted Dead or Alive, θα επεκταθούμε διεξοδικά κάποια στιγμή στο μέλλον.