Η δεκαετία που προηγήθηκε ήταν αυτή που σηματοδότησε την κατ’ εξοχήν στροφή των adventure games προς μια νέα κατεύθυνση, η οποία ωστόσο είχε αρχίσει ήδη να αναδύεται ακόμη νωρίτερα. Οι point & click τίτλοι δε σταμάτησαν ποτέ να κυκλοφορούν, εν τούτοις κάθε σύγκρισή τους με τα narrative -γνωστά και ως interactive- παιχνίδια αποδείχθηκε σύντομα άτοπη ως προς την αποδοχή της οποίας έτυχαν οι εκπρόσωποι της εκάστοτε υποκατηγορίας του genre. Ο ραγδαίος περιορισμός των γρίφων και κατ’ επέκταση του βαθμού δυσκολίας, που χαρακτηρίζει πάγια τα πρώτα, επέτρεψε στα δεύτερα ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο αφηγηματικό στοιχείο, τα οποία συνεπακόλουθα βρήκαν ερείσματα σε μεγαλύτερη μερίδα του gaming κοινού. Αρκετές είναι οι εταιρίες που ακολούθησαν το δεύτερο δρόμο και σε γενικές γραμμές δικαιώθηκαν για την επιλογή τους. Μεταξύ αυτών, δίχως εν προκειμένω να εξετάζεται η ποιότητα καθενός τίτλου τους, ξεχωρίζουν αναμφίβολα η αμερικανική Telltale Games, οι γαλλικές Quantic Dream και Dontnod Entertainment, ενώ συστηματικότερη παρουσία τα τελευταία χρόνια αρχίζει να έχει και η βρετανική Supermassive Games.
Μαζικότερη παραγωγή έχουν να επιδείξουν με διαφορά οι Αμερικανοί της Telltale, παρουσιάζοντας franchises, όπως τα The Walking Dead, Batman, Minecraft, και παιχνίδια, μεταξύ των οποίων τα The Wolf Among Us, Game of Thrones, Guardians of the Galaxy και Jurassic Park. Η Quantic Dream παρέδωσε τα -από πολύ αξιόλογα έως εξαιρετικά- Heavy Rain, Beyond: Two Souls και Detroit: Become Human, εν πρώτοις αποκλειστικά για τις κονσόλες της Sony, ενώ η Dontnod έγινε βεβαίως γνωστή μέσα από το Life is Strange franchise, το οποίο ακολούθησαν δύο άλλα games, τα Tell Me Why και Twin Mirror. Η δε Supermassive αναδείχθηκε εν πολλοίς το 2015 μέσα από το -αποκλειστικά για PlayStation 4- Until Dawn, ενώ κατά τα τελευταία τρία χρόνια επενδύει στην ανθολογία The Dark Pictures, με ισάριθμους τίτλους.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο είναι σαφές ότι κάθε εταιρία που επιχειρεί να παρουσιάσει ένα πιο παραδοσιακό adventure, με έμφαση και πάλι στους γρίφους και μια μεγαλύτερη πρόκληση, αναλαμβάνει συγχρόνως και ένα αυξημένο ρίσκο, ακόμη κι αν αυτό συμπεριλαμβάνει κάποιο «συμβιβασμό», με έναν ενδεχομένως πιο «console oriented» χειρισμό έναντι του point & click του παρελθόντος, δίχως πάλι ο πρώτος να αναιρεί πάντοτε το δεύτερο. Το ρίσκο αυτό ίσως μετριάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις από μια παραγωγή χαμηλότερου budget. Και όταν συμβαίνει σε franchises τα οποία έχουν μια προϊστορία στο χώρο και απλώς διατηρούν το ύφος τους μέσα από τα νέα κεφάλαιά τους, φαντάζει ως κάτι λογικό και επόμενο. Όταν όμως γεννιούνται πρωτότυπα παιχνίδια ή ακόμη και ολόκληρες σειρές, που επενδύουν ίσως και στη νοσταλγία των παλαιότερων gamers εν πολλοίς, είναι κάτι που δε μπορεί παρά να χαιρετίζεται.
Η Daedalic Entertainment είναι μια γερμανική εταιρία ανάπτυξης και publisher η οποία ιδρύθηκε μόλις το 2007, αλλά μέσα σε 14 χρόνια έχει να επιδείξει περισσότερες από 20 δημιουργίες(!), δίχως να υπολογίζονται hidden-object και puzzle games. Η συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων ανήκει στην υποκατηγορία των point & click adventures και ευρύτερα των τίτλων επίλυσης γρίφων, σε πείσμα του ρεύματος της εποχής. Είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι η Daedalic αποτελεί πραγματική ναυαρχίδα, ως εκείνη η οποία έχει διατηρήσει δυναμικά και μαζικά στο προσκήνιο αυτή τη διάσταση των παιχνιδιών «περιπέτειας», καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία, με όποιες άλλες εταιρίες να ακολουθούν μέσα από μεμονωμένες ή κάπως συστηματικότερες προσπάθειες, όπως, ενδεικτικά, στην περίπτωση της ισπανικής Pendulo Studios ή της ουκρανικής Frogwares. Μάλιστα οι Γερμανοί έχουν αποδείξει σε βάθος χρόνου ότι η δημιουργικότητά τους στα adventures μοιράζεται μεταξύ εκείνων τα οποία έχουν υποστηρίξει με ένα ή περισσότερα sequels, και άλλων, αυτοτελών προσπαθειών, όπως, και πάλι ενδεικτικά, τα Night of the Rabbit (2013) και Ken Follett's The Pillars of the Earth (2017).
Από τα τέσσερα franchises στα οποία η Daedalic έχει δώσει συνέχεια, μόνο σε μία περίπτωση έχει υπάρξει παραπάνω από ένα νέο κεφάλαιο, και μάλιστα τρία. Ο λόγος για τη σειρά Deponia, το πρώτο παιχνίδι της οποίας κυκλοφόρησε αρχικά στη Γερμανία τον Ιανουάριο 2012, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους στον υπόλοιπο κόσμο, εισπράττοντας άμεσα την καταξίωση, καθώς μέσα σε ένα χρόνο σημείωσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της εταιρίας, με πωλήσεις 500.000 αντιτύπων. Πιστοί στη συνταγή που ακολουθούν πάγια, οι Γερμανοί δημιούργησαν για μία ακόμη φορά ένα δικό τους, φανταστικό κόσμο, προκειμένου να διηγηθούν άλλη μία πρωτότυπη ιστορία τους, όπως ακριβώς είχαν κάνει νωρίτερα σε αρκετές περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων τα Edna & Harvey: The Breakout (2008), The Whispered World (2009) και A New Beginning (2010).
Καθώς απέδειξε ο χρόνος, οι τρεις πρώτοι τίτλοι του franchise, Deponia, Chaos on Deponia και Goodbye Deponia, αποτελούσαν επί της ουσίας τμήματα της ίδιας ιστορίας, η οποία προφανώς ήταν ήδη διαμορφωμένη εν πολλοίς και το development σε προχωρημένο στάδιο, όπως μαρτυρεί μέσες-άκρες το γεγονός ότι μεταξύ της αρχικής κυκλοφορίας των δύο πρώτων μεσολάβησαν μόλις 8,5 μήνες, ενώ μετά από ένα χρόνο ακολούθησε και το τρίτο μέρος. Στη συνέχεια μάλιστα, το 2014, τα παιχνίδια αυτά επανακυκλοφόρησαν σε ένα ενιαίο πακέτο υπό τον τίτλο Deponia: The Complete Journey, συμπεριλαμβάνοντας κάποιο ήσσονος σημασίας έξτρα περιεχόμενο και επιπλέον, δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων σχολιασμό από τους developers, συνολικής διάρκειας πλέον των τεσσάρων ωρών. Η συγκεκριμένη έκδοση τοποθετεί τον gamer στο χάρτη της Deponia, όπου, αντί των διακριτικών ονομασιών των παιχνιδιών της τριλογίας, του προσφέρει απλώς η δυνατότητα να ξεκινήσει την περιπέτειά του από το πρώτο, το τέταρτο ή το όγδοο κεφάλαιό της. Καθώς όμως δεν υπάρχει in-game διευκρίνιση, απαιτείται αναζήτηση στο διαδίκτυο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι από αυτά ξεκινούν ουσιαστικά τα τρία games που είχαν κυκλοφορήσει κατά την προηγούμενη διετία. Κατ’ επέκταση, και ως εκ τούτου, αποκαλύπτεται εκ των προτέρων ότι το πρώτο παιχνίδι αποτελείται από τρία κεφάλαια, ενώ το δεύτερο από τέσσερα.
Το concept του Deponia είναι εξαιρετικά απλό, αλλά ο υπέροχος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, είναι αυτός ο οποίος κάνει σε τελευταία ανάλυση τη διαφορά, ως κάτι «φρέσκο» στο genre αλλά και σε σύγκριση με τα προηγούμενα projects της ίδιας της Daedalic, όχι τόσο ως προς τους μηχανισμούς του όσο προς τον πυρήνα της συνολικής εμπειρίας του. Η ιστορία τοποθετείται στον πλανήτη Deponia, ο οποίος δεν είναι παρά ένας απέραντος σκουπιδότοπος μετάλλων και πάσης άλλης φύσεως αντικειμένων. Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ο Rufus, μια εγωπαθής, κωμική, αλλά άκρως ευρηματική καρικατούρα, ο οποίος πασχίζει με κάθε τρόπο να ανατρέψει το δόγμα που ορίζει πως «ό,τι βρίσκεται στον Deponia, παραμένει στον Deponia», και να εκτοξευθεί προς τη γειτονική πόλη-διαστημόπλοιο ονόματι Elysium, το οποίο κινείται σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη, ως μια ιδεατή πραγματικότητα, πλην όμως απαγορευτική για τους κατοίκους της Deponia. Όλα τα πλάνα, οι εφευρέσεις και οι απόπειρες του Rufus έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής, ωστόσο αυτή τη φορά είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει αποτελεσματικά το -βάσει προθέσεων- ματαιόδοξο σχέδιό του. Τα πράγματα όμως αυτή τη φορά θα εξελιχθούν ακόμη πιο απρόοπτα, καθώς η -παρά τις φιλοδοξίες και τους υπολογισμούς του- επικείμενη νέα αποτυχία του μέλλει να συνοδευτεί από μια νέα… γνωριμία και ένα μυστήριο που δε θα αφήσει τον πλανήτη ανεπηρέαστο…
Το παιχνίδι είναι τρομερά διασκεδαστικό, κι αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων. Ο οπτικός τομέας είναι ίσως ό,τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει κάποιος σε συνδυασμό με το αστείρευτο χιούμορ που επιστρατεύεται, σε όλα τα επίπεδα. Τα καρτουνίστικα γραφικά παρουσιάζουν ένα πανέμορφο, πολύχρωμο εικαστικό, με απολαυστικούς χαρακτήρες από τον πρώτο έως τον τελευταίο. Τα animations όλων είναι υπέροχα και ειδικά τα facial expressions, που κλέβουν πάντα την παράσταση, αναγόμενα αμφότερα και άμεσα στην κατηγορία των κινουμένων σχεδίων, όπως τα γνώρισαν οι παλαιότεροι μέσα από τη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Το αυτό ισχύει και για τα απολαυστικά cinematics, ιδίως όταν συμβαίνουν… πράγματα και θαύματα στον Rufus!
Το Deponia αποτελεί μια ποικιλοτρόπως «φωτεινή» δημιουργία στην κατηγορία του, σε αντίθεση με ένα πιο «μουντό» σκηνικό που είχε να επιδείξει η Daedalic στις προηγούμενες δημιουργίες της. Οι ατάκες είναι διαδοχικές, η μία πιο απολαυστική από την άλλη, καθώς αναπτύσσεται ένα πολύ πλούσιο κειμενικό περιεχόμενο στο επίπεδο αυτό, που σε κάνει να επιθυμείς να το παρακολουθήσεις, ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι μόνο λίγες από τις συγκεκριμένες στιχομυθίες επηρεάζουν ουσιαστικά την εξέλιξη της ιστορίας. Οι πηγές γέλιου είναι αμέτρητες, αγγίζοντας έως και τα όρια του γελοίου, παραμένοντας ωστόσο ακόμη και τότε εξίσου επιτυχημένες και εύστοχες. Ο σαρκασμός των NPCs προς τον ήρωα και αντιστρόφως είναι ασταμάτητος, ενώ και ο ίδιος ο Rufus αυτοσαρκάζεται συνεχώς.
Όλα τα προηγούμενα «απογειώνονται» μέσα από το καταπληκτικό voice act, κορυφαίου επιπέδου για το ύφος του παιχνιδιού, στο οποίο κάθε ηθοποιός υποδύεται έναν ή περισσότερους χαρακτήρες με τρόπο υποδειγματικό, μηδενός εξαιρουμένου. Ο Kerry Shale αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όντας πραγματικά απολαυστικός. Ο συγκεκριμένος, μάλιστα, την ίδια χρονιά (2012) δάνεισε τη φωνή του και στον Sherlock Holmes, στο νέο κεφάλαιο του franchise της Frogwares υπό τον τίτλο The Testament of Sherlock Holmes. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζει ως όνομα ο Tom Clarke Hill, τον οποίο οι περισσότεροι ίσως γνωρίζουν ως τον λιτό και απέριττο Karl Fairburne, πάγιο πρωταγωνιστή του Sniper Elite franchise. Ως επιστέγασμα όλων αυτών, ο τίτλος επενδύεται από το μόνο soundtrack που θα άρμοζε στην περίπτωσή του, στο οποίο κυριαρχούν οι «μεταλλικοί» ήχοι, κρουστά, νυκτά έγχορδα και οτιδήποτε παραπέμπει σε μια τεράστια έκταση άχρηστων σιδερικών, παρατημένων στη μοίρα τους, καταδικασμένων να σκουριάσουν από τη φθορά του χρόνου. Εξαίρεση αποτελούν οι όποιες -μεταβατικές και άλλες- μελωδίες που στρέφονται σε πιο ορχηστρικούς ήχους, ακόμη και φολκλορικούς, όσον αφορά το όμορφο, λιτό τραγούδι που μεσολαβεί μεταξύ των κεφαλαίων. Η μουσική υπογράφεται από τους Finn Seliger και Thomas Höhl.
Στο Deponia η σάτιρα βρίσκεται στα καλύτερά της, μέσα από πολυεπίπεδες άμεσες ή έμμεσες αναφορές. Μια διάστασή της αφορά στην επένδυση και αναπαραγωγή του στερεοτυπικού “damsel in distress”, το οποίο συμβαίνει καθ’ ομολογία του lead game designer και writer, του Γερμανού Jan Müller-Michaelis, ο οποίος συνυπογράφει και τους απολαυστικούς διαλόγους μαζί με τον Kevin Mentz, ενώ βεβαίως μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων έχει εργαστεί επάνω στο script. Ο πρώτος είναι εξ αρχής ένας από τους βασικούς συντελεστές των τίτλων της Daedalic, δημιουργός ολόκληρης της σειράς Deponia, καθώς επίσης όλων των adventures της εταιρίας -έστω και συνεργατικά- έως τον original τίτλο του συγκεκριμένου franchise, και όχι μόνο.
Από τα σημεία που δεν περνούν απαρατήρητα είναι η ανόμοια διάρκεια των τριών κεφαλαίων που απαρτίζουν το Deponia. Παρότι το πρώτο εξ αυτών είναι πολύ μεγάλο σε διάρκεια, κι αυτό μόνο κακό δεν είναι, τα δύο επόμενα είναι υπερβολικά μικρά, ιδίως τηρουμένων των αναλογιών. Αποφεύγοντας τη χρήση των όποιων hints, χρειάστηκα περίπου 14,5 ώρες προκειμένου να φτάσω στο τέλος, εκ των οποίων οι 9,5 αναλώθηκαν στο πρώτο μέρος! Επιλογικά, η δυσκολία των γρίφων κυμαίνεται σε φυσιολογικά πλαίσια, πέραν μεμονωμένων περιπτώσεων αλλά και ορισμένων στιγμών όπου δεν είναι απολύτως σαφές τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Λίγους μόλις μήνες μετά τον original τίτλο ακολούθησε το πρώτο sequel του franchise. Το Chaos on Deponia διατέθηκε και πάλι στη Γερμανία αρχικά, ενώ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο. Άλλωστε η περιπέτεια του Rufus είχε μείνει στη μέση, καθώς ένα προσωπικό όνειρο ζωής, η μετάβασή του στο Elysium, εξελισσόταν πλέον σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, το οποίο είχε ήδη ξεφύγει από τα μέτρα του…