Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποια παιχνίδια τα οποία, αν αποφασίσεις να ασχοληθείς μαζί τους, απαιτούν εκ των προτέρων μια… ψυχολογική προετοιμασία για τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να βυθιστείς και τους… κινδύνους που πρόκειται να αντιμετωπίσεις ταυτιζόμενος με τον πρωταγωνιστή και απορροφημένος από την ατμόσφαιρά τους. Δε θα μιλήσω για games τύπου ακραία survival/horror, όπου εκεί θεωρώ ότι αυτό ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Αναφέρομαι στη σειρά Hitman, η οποία έχει μια σημαντική ιστορία 15 χρόνων, με το έκτο παιχνίδι της σειράς να βρίσκεται στα σκαριά. Τον τελευταίο χρόνο ασχολήθηκα κατά σειρά με τα Contracts, Blood Money και εσχάτως με το Absolution, που κυκλοφόρησε πριν από σχεδόν τρία χρόνια, έχοντας διαβάσει πρώτα βεβαίως τα αντίστοιχα reviews του site.
Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, ενώ έπαιζα, είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι σ’ ένα μέρος που δε θα ήθελα να είμαι, αλλά φυσικά ο μόνος τρόπος για να ξεφύγω δεν ήταν να κάνω quit, απλώς να τερματίσω το παιχνίδι! Το Hitman: Absolution μπορεί να είχε κάνει έξι χρόνια να κυκλοφορήσει μετά το τελευταίο της σειράς, όμως παρά την έλλειψη σπουδαίων καινοτομιών ήταν αναμφίβολα καλύτερο των προκατόχων του. Με ανανεωμένα, σύγχρονα, αλλά όχι αψεγάδιαστα γραφικά, εξαιρετικό voice acting και πολύ καλό ήχο στο σύνολό του, τόσο όσον αφορά τους ατμοσφαιρικούς, όσο και αυτούς των όπλων, ενώ η μουσική που επενδύει το παιχνίδι προσφέρει πολλούς επιπλέον πόντους. Το gameplay κινείται στη γνωστή λογική και μετέρχεται επίσης συγκεκριμένων γνωστών μεθόδων, περιλαμβάνοντας όμως ακόμη περισσότερα costumes και όπλα, πυροβόλα και μη. Άλλωστε στα χέρια του Hitman κι ένα απλό παιδικό παιχνίδι μπορεί να μετατραπεί σε φονικό εργαλείο.
Όμως, αυτό που με κράτησε σαφώς περισσότερο ήταν το καλοδομημένο σενάριο, που εκτυλίσσεται αμέσως μετά τα γεγονότα του προκατόχου του Absolution. Αφενός γιατί έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στην απόδοση της ιστορίας, με κινηματογραφικά -ορισμένα πολύ εντυπωσιακά- μεταβατικά cutscenes, αφετέρου γιατί ξεφεύγει από το στερεότυπο του παρελθόντος ότι κάθε αποστολή εκτυλίσσεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένο -και σχετικά περιορισμένο- χώρο και σκοπός σε κάθε μία είναι να σκοτώσεις έναν, δύο, τρεις στόχους για να συνεχίσεις. Αυτή τη φορά η ροή της ιστορίας αποδόθηκε πολύ ομαλότερα και με σαφώς μεγαλύτερη συνοχή, ενώ ήταν και πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια. Τα 20 κεφάλαια του παιχνιδιού αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, όπως και το γεγονός ότι κάποια εξ αυτών είναι απλώς μεταβατικά για την εξέλιξη της πλοκής και ως εκ τούτου κατέχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στην υπόθεση. Τα περισσότερα κεφάλαια χωρίζονται σε υποκεφάλαια που κυμαίνονται από δύο έως επτά(!), ενώ σε κάποια εξ αυτών δε χρειάζεται καν να σκοτώσεις κάποιον.
Ο αυξημένος βαθμός δυσκολίας είναι ίδιον της σειράς Hitman και το Absolution δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Παίζοντας το παιχνίδι στο Purist, το ανώτερο επίπεδο, χρειάστηκε να φτύσω πολύ αίμα για να δω τους τίτλους τέλους. Ξέχασα τι σημαίνει save ή checkpoint, καθώς τα μοναδικά checkpoints ήταν η είσοδος στο εκάστοτε υποκεφάλαιο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί εχθροί σε πολύ λίγα τετραγωνικά μέτρα αναλογικά, που σου αφήνουν ελάχιστα περιθώρια κινήσεων, ειδικά σε ορισμένους κλειστούς χώρους, όπου κυριολεκτικά ασφυκτιείς. Δεν ξέρω κατά πόσο επαληθεύτηκε η πρόβλεψη του σκηνοθέτη του παιχνιδιού ότι το 80% των παικτών δε θα καταφέρουν να το τερματίσουν, αλλά θεωρώ πρακτικά αδύνατο να το καταφέρεις συγκεντρώνοντας υψηλές βαθμολογίες από το πρώτο playthrough, αν δεν επιστρέψεις για να εξερευνήσεις εξονυχιστικά όλα τα «blind spots», πάντοτε φυσικά με τον κατάλληλο συγχρονισμό σε σχέση με τις κινήσεις των εχθρών, που θα σου επιτρέψουν να κινηθείς και να εκτελέσεις τους στόχους σου απαρατήρητα.
Προσωπικά σε τουλάχιστον 7-8 περιπτώσεις αναγκάστηκα να τη στήσω ισορροπώντας σε κάποια εξοχή τοίχου, σε κάποιο απόμακρο δωμάτιο ή πίσω από καλά προστατευμένο σημείο και να καθαρίσω τους πάντες ή σχεδόν τους πάντες, προκειμένου να φτάσω στο στόχο μου. Αυτό βεβαίως είχε ως αποτέλεσμα να έχω 13 Veteran βαθμολογίες στις 18 βαθμολογούμενες αποστολές, που είναι η δεύτερη χαμηλότερη μετά το Agent, και να μην έχω πάνω από δύο Shadow, που είναι η δεύτερη υψηλότερη μετά το Silent Assassin, την οποία είδα σε δύο μεμονωμένα υποκεφάλαια όπου σχεδόν… δε γινόταν αλλιώς!
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι το Hitman: Absolution απετέλεσε άξιο συνεχιστή των προκατόχων του, ο οποίος μάλιστα αναβάθμισε τη σειρά και διεύρυνε ως ένα βαθμό τα στενά πλαίσια του παρελθόντος, προσφέροντας μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία με μεγαλύτερη συνοχή και αυξημένη πρόκληση, υποσχόμενη να κρατήσει μέχρι τέλος τους φανατικούς της σειράς και όχι μόνο, καθώς και όσους θα θελήσουν να μαζέψουν το σύνολο των collectables που υπάρχουν σε κάθε πίστα. Το επόμενο Hitman αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 8 Δεκεμβρίου και πλέον μένει να αποδειχτεί στην πράξη τι παραπάνω έχει να προσφέρει η σειρά από όσα έχουμε δει μέχρι τώρα και κατά πόσο θα επισυμβεί η αναμενόμενη ανανέωση.