Μετά την τεράστια επιτυχία που σημείωσε το 2011 σε όλα τα επίπεδα η κυκλοφορία του Batman: Arkham City, οι συντελεστές αυτής βρέθηκαν μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το franchise ήταν πλέον στο απόγειό του και το επόμενο βήμα έπρεπε να γίνει με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή για να παρουσιαστεί ένα εφάμιλλο ποιοτικό αποτέλεσμα. Οι developers της Rocksteady Studios θα ξεκινούσαν να δουλεύουν επάνω στο διάδοχό του, ωστόσο αυτή τη φορά θα χρειάζονταν πολύ περισσότερο χρόνο για να υλοποιήσουν το όραμά τους. Πράγματι, τέσσερα χρόνια χωρίς Batman θα ήταν πάρα πολλά, με τη σειρά να «καίει» και τον κόσμο να αδημονεί για το επόμενο παιχνίδι.
Για το λόγο αυτό οι publishers της Warner Bros. Interactive Entertainment αποφάσισαν να λύσουν το ζήτημα… εσωτερικά, αναθέτοντας στην WB Games Montreal την ανάπτυξη ενός τίτλου ο οποίος θα διατίθετο στο μεσοδιάστημα καλύπτοντας το κενό στη ζήτηση που υπήρχε, παρουσιάζοντας συγχρόνως πτυχές της ιστορίας του Batman, στοιχεία της οποίας μπορούσαν εν μέρει να αναζητηθούν σε σχετικά comics ή παλαιότερα κινούμενα σχέδια. Η μόνη εμπειρία της συγκεκριμένης εταιρίας ήταν μέχρι πρότινος η ανάληψη της έκδοσης του Arkham City για το Wii U, ένα χρόνο νωρίτερα. Πλέον, κι ενώ -εκτός απροόπτου- ο κύκλος της σειράς φαίνεται πως έχει ολοκληρωθεί, το Batman: Arkham Origins που κυκλοφόρησε τελικά το 2013 θεωρείται από τους περισσοτέρους ο πιο αδύναμος κρίκος μιας κατά γενική ομολογία πολύ δυνατής αλυσίδας. Είναι γεγονός πάντως ότι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μάλλον αδικεί το παιχνίδι, παρά αποτυπώνει την ποιότητά του.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα prequel της σειράς, το οποίο καταφέρνει πάνω απ’ όλα να διατηρήσει πιστό το ύφος αυτής και μαζί όλα τα γνωστά στοιχεία στον τομέα του gameplay, παρουσιάζοντας συγχρόνως μια εντυπωσιακή ιστορία. Το τελευταίο αποτελούσε από μόνο του ένα πολύ μεγάλο στοίχημα μετά την άψογη δουλειά που έκανε στα δύο πρώτα μέρη ο παραδοσιακός και πλέον αναγνωρίσιμος συγγραφέας του τηλεοπτικού Batman, Paul Dini, ο οποίος και αποχώρησε. Η πρόκληση αυτή ήρθε εις πέρας επιτυχημένα, καθώς η πλοκή του τίτλου υπόσχεται αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, κάτι που δεν είναι εύκολο υπό το ειδικό βάρος των προκατόχων του παιχνιδιού αλλά και το γεγονός ότι η υπόθεση μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο.
Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα πέντε χρόνια πριν από εκείνα του Arkham Asylum. Επί της ουσίας βιώνουμε ορισμένες από τις πρώτες στιγμές δράσης του Batman στη Gotham City απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα και μη. Η λέξη «Arkham» στον τίτλο του παιχνιδιού είναι μόνο κατ’ ευφημισμό, διότι η πόλη είναι μία, ενιαία και λέγεται Gotham. Ο χάρτης είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με αυτόν του προηγουμένου τίτλου της σειράς, κάτι που τον καθιστά ομολογουμένως πολύ μεγάλο. Στον αντίποδα, βεβαίως, ο μισός είναι ο ίδιος μ’ αυτόν του Arkham City, αλλά σε πολύ… καλύτερη κατάσταση, για τον απλούστατο και προφανή λόγο ότι πρόκειται για την ίδια ακριβώς περιοχή την οποία γνωρίσαμε νωρίτερα στο ομώνυμο παιχνίδι ως μια τεράστια φυλακή, αδιακρίτως, για εγκληματίες και πολιτικούς αντιφρονούντες. Εν προκειμένω η Gotham χωρίζεται επί της ουσίας σε βόρειο και νότιο τμήμα, που συνδέονται με μια πολύ μεγάλη γέφυρα. Παρότι το Batman: Arkham Origins εστιάζει ως επί το πλείστον σε νέες περιοχές, υπάρχουν περιπτώσεις, ιδίως περί τα μέσα, όπου η δράση επανέρχεται έστω και προσωρινά στα ίδια ακριβώς κτίρια με του προκατόχου του, κάτι που μπορεί ενδεχομένως να κουράσει.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού είναι ότι διαδραματίζεται ολόκληρο σε ένα ελάχιστο διάστημα, μόλις οκτώ ωρών, μεταξύ παραμονής και ανήμερα των Χριστουγέννων! Το αποτέλεσμα ενθουσιάζει σε κάθε περίπτωση, προσδίδοντας ένα αίσθημα ταχύτητας σε συνάρτηση με την ταχύρρυθμη εξέλιξη της ιστορίας. Μέσα από αυτήν παρουσιάζεται με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο ο χαρακτήρας ορισμένων προσώπων, και πρωτίστως βεβαίως του Batman, με αποτέλεσμα να γίνονται οι ανάλογες συγκρίσεις με τα άλλα δύο παιχνίδια του franchise και να διαπιστώνεται η σταδιακή διάπλαση του καθενός. Οι developers επιχειρούν να αποδώσουν ένα νεανικότερο προφίλ τόσο του Σκοτεινού Ιππότη όσο και των υπολοίπων αντιηρώων (μήπως κι ο ίδιος δεν έχει υπάρξει τέτοιος;), από άποψη τόσο χαρακτήρα όσο και εξωτερικών χαρακτηριστικών.
Το πρόσωπο του Bruce Wayne είναι πιο «απαλό», χωρίς τις σκληρές γραμμές με τις οποίες τον έχουμε συνηθίσει, ενώ αντίστοιχες διαφοροποιήσεις συναντούμε και σε άλλους πρωταγωνιστές. Ο νεαρός πολυεκατομμυριούχος δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ τη δολοφονία των γονιών του στην παιδική του ηλικία. Ο εφιάλτης της απώλειας και το πένθος τον στοιχειώνουν σε κάθε βήμα οδηγώντας τον να κηρύξει πόλεμο, μόνος εναντίον κάθε εγκληματία της Gotham, «διψώντας» για εκδίκηση και προσωπική γαλήνη, όσο αντιφατικός κι αν φαντάζει ο συνδυασμός των δύο. Ο μόνος δικός του άνθρωπος στον κόσμο δεν είναι άλλος από τον πιστό του, Alfred, οι αρμοδιότητες του οποίου υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές ενός απλού butler.
Το σενάριο του παιχνιδιού είναι αφάνταστο, κυριολεκτικά καταιγιστικό και ενδεχομένως πιο συμπαγές από ποτέ, εισάγοντας γνωστούς villains για πρώτη φορά στη σειρά Batman: Arkham, επαναφέροντας δε άλλους με ανανεωμένο στυλ. Τα boss fights είναι περισσότερα αλλά και πιο εντυπωσιακά από κάθε άλλη φορά. Ο τρόπος αντιμετώπισης του καθενός είναι διαφορετικός κι αυτή ακριβώς η ποικιλία προσφέρει πολλούς επιπλέον πόντους κάνοντας τις μάχες ακόμη πιο επικές σε σχέση με το παρελθόν, όπου συνήθως το μοτίβο ήταν παραπλήσιο. Η υπόθεση ξεκινά με τον Batman να πληροφορείται για μια απόπειρα απόδρασης από το Blackgate, τη φυλακή της Gotham, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη με βασικό ύποπτο έναν άγνωστο που φορά μια μαύρη μάσκα και φέρεται να έχει αιχμαλωτίσει τον επικεφαλής της Αστυνομίας Φυλακών. Η ώρα για να αναλάβει δράση ο Σκοτεινός Ιππότης έχει έρθει.
Το στοιχείο στο οποίο υστερεί το τρίτο παιχνίδι του franchise αφορά το gameplay. Όχι γιατί έχει χαλάσει η γνωστή επιτυχημένη συνταγή του παρελθόντος, αλλά διότι επί της ουσίας οι νέες προσθήκες είναι μηδαμινές, αν εξαιρεθούν κάποια νέα gadgets που αντικαθιστούν άλλα και ενδεχομένως ορισμένα combos και upgrades που έχουν προστεθεί. Το στοιχείο της επανάληψης είναι πιο έντονο από ποτέ, κι αν κάποιος έχει παίξει προηγουμένως τα δύο πρώτα παιχνίδια, ενδεχομένως να κουραστεί από ένα σημείο κι έπειτα, ωστόσο η πολύ δυνατή ιστορία και τα θεαματικά boss fights υπόσχονται να διατηρήσουν το ενδιαφέρον στα ύψη μέχρι τέλους. Εξυπακούεται πως όσοι περνούν δεκάδες ώρες στα challenges modes, δε θα κουραστούν ποτέ!
Στον αντίποδα, μια αξιόλογη αλλαγή αφορά την αναβάθμιση του detective mode του Batman. Η εξιχνίαση εγκλημάτων με περαιτέρω εμβάθυνση και σύνθεση πληροφοριών ως μέρους της κεντρικής υπόθεσης του παιχνιδιού έχει την τιμητική της αυτή τη φορά έναντι του προκατόχου του όπου, μετά την πρώτη περίπτωση, περιοριζόταν σε προαιρετικές αποστολές. Ο οπτικοακουστικός τομέας εντυπωσιάζει σε απόλυτο βαθμό, παραμένοντας σταθερή αξία, με τα ηχητικά εφέ και το εξαιρετικό soundtrack να προσφέρουν ρεσιτάλ κορυφαίων προδιαγραφών. Από εκεί και πέρα, με εξαίρεση τρεις-τέσσερις περιπτώσεις, βρήκα το παιχνίδι πιο βατό από τα προηγούμενα. Παίζοντας σε hard difficulty level χρειάστηκα περίπου 15,5 ώρες για να δω τα credits, διάρκεια μεγαλύτερη από το Arkham Asylum και μικρότερη από το Arkham City. Ακριβώς, όμως, επειδή είχα ασχοληθεί αμέσως προηγουμένως με αυτά τα δύο, τώρα περιορίστηκα επί της ουσίας αποκλειστικά στο βασικό campaign, ολοκληρώνοντας μόλις το 23% του παιχνιδιού!
Στο voice acting έχει γίνει συνολικά υποδειγματική δουλειά για τρίτη συνεχόμενη φορά, ωστόσο τώρα υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές αλλαγές που αποτελούν έκπληξη. Η αιτιολογία είχε να κάνει με την αναζήτηση πιο «νεανικών» φωνών, στο κλίμα του τίτλου. Αφενός, απουσιάζει ο παραδοσιακός Kevin Conroy στο ρόλο του Batman, ο οποίος έχει πάει στον Roger Craig Smith, πολύ γνωστό βεβαίως στους gamers από το ρόλο του ως Ezio Auditore Da Firenze, του μοναδικού έστω και προσωρινά «σταθερού» πρωταγωνιστή της σειράς Asssassin’s Creed και συγκεκριμένα στα παιχνίδια Asssassin’s Creed II, Brotherhood και Revelations. Ο συγκεκριμένος τα καταφέρνει ομολογουμένως πολύ καλά πετυχαίνοντας το στόχο που είχε τεθεί. Επίσης επιστρέφει για δεύτερη συνεχόμενη φορά ο Troy Baker, όχι πλέον ως Two-Face/Harvey Dent, αλλά ίσως με τον πλέον απαιτητικό ρόλο που κλήθηκε να αναλάβει ποτέ σε videogame. Άλλωστε το Batman: Arkham Origins ήταν εξ αρχής ένα παιχνίδι υψηλών απαιτήσεων. Και, για λογαριασμό ολόκληρης της σειράς, τα κατάφερε ξανά!
Υ.Γ.: “Ding Dong! The bat is dead. Which old bat? The dumb old bat! Ding Dong! The dumb old bat is dead”.