Μια από τις πιο ιστορικές σειρές στο χώρο των videogames είναι η Need for Speed. Το franchise της Electronic Arts δηλώνει «παρών» εδώ και 23 ολόκληρα χρόνια στην κατηγορία των arcade racing, της οποίας κυριαρχεί με τη διαχρονική της παρουσία, παρά την αμφισβητήσιμη ποιότητα ορισμένων τίτλων της. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι το franchise έχει πάρει την κατιούσα εδώ και αρκετό καιρό, με τίτλους που δεν κατορθώνουν να ανανεώσουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των gamers και να προσφέρουν κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, σε σχέση με όσα έχουμε δει στο παρελθόν. Η συγκεκριμένη συζήτηση έρχεται στο προσκήνιο κάθε φορά που ένα καινούριο Need for Speed τίθεται σε κυκλοφορία.
Πιστεύω ότι αν κάναμε μια δημοσκόπηση σήμερα αναζητώντας την καλύτερη περίοδο της σειράς, η συντριπτική πλειοψηφία των απαντήσεων θα έθετε ως κορυφαίο το διάστημα στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Από το 2002 έως το 2005 κυκλοφόρησαν τέσσερα παιχνίδια, το ένα καλύτερο από το άλλο. Το Hot Pursuit 2 έκανε θραύση (ιδιαίτερα στο PS2) ως το πρώτο Need for Speed στις κονσόλες έκτης γενιάς, δίνοντας «άρωμα» νέας χιλιετίας στη σειρά, εντυπωσιάζοντας οπτικά και εθίζοντας με το gameplay του. Η στροφή που πραγματοποιήθηκε με το Underground και το σκοτεινό υπόβαθρό του, σε συνδυασμό με το customization των αυτοκινήτων του, αγκαλιάστηκε δικαιότατα σχεδόν απ’ όλους τους fans, αλλά αυτό μέχρι την κυκλοφορία της συνέχειας του.
Το Underground 2 ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα και ήταν ένα πολύ εντυπωσιακό παιχνίδι, τελειοποιημένο σε σχέση με τον προκάτοχό του, συνεχίζοντας τη λογική των παρανόμων αγώνων μέσα στη νύχτα, προσφέροντας δε τη δυνατότητα της ελεύθερης περιήγησης στην πόλη, τη φωτογράφηση για περιοδικά, την ανακάλυψη κρυφών αναμετρήσεων και άλλα νέα στοιχεία, συν την επιστροφή του αγαπημένου μου drag race για δεύτερο συνεχόμενο game. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η σειρά πλέον πιάνει κορυφή για τα καλά, ήρθε το 2005 το εκπληκτικό Most Wanted και κάπου εκεί… χαζέψαμε όλοι! Δώδεκα χρόνια αργότερα, η BMW M3 εκείνου του παιχνιδιού εξακολουθεί να είναι το πιο εμβληματικό αυτοκίνητο ολόκληρου του franchise κι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα, αν όχι το κορυφαίο, στο σύνολο των racing games. Το εξαιρετικό του story, ο αρκετά υψηλός βαθμός πρόκλησης τα ανανεωμένα γραφικά και οι μοναδικές καταδιώξεις, με εντυπωσιακά κλιμακούμενο βαθμό δυσκολίας αναλόγως του wanted level, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που έρχονται πρόχειρα στο μυαλό.
Επιχειρώντας την αποκωδικοποίηση αυτής της έξαρσης κορυφαίων Need for Speed τίτλων στο διάστημα που εξετάζουμε, μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι αυτό συμπίπτει με την εμπλοκή στο development της EA Black Box, ενός παρακλαδιού της Electronic Arts, το οποίο μέχρι εκείνο το σημείο είχε αναπτύξει το NASCAR 2001 (2000) και τρία παιχνίδια NHL. Ήταν μια εξαιρετική περίοδος για τη σειρά, η οποία κατόρθωνε σε ετήσια βάση να προσφέρει στους gamers τίτλους υψηλής ποιότητας, οι οποίοι μνημονεύονται από πολλούς μέχρι σήμερα. Για την ιστορία, οι συγκεκριμένοι developers ανέπτυξαν ακόμη τρία συνεχόμενα Need for Speed games και συνολικά πέντε μέχρι το 2011, συμπεριλαμβανομένου και του free-to-play multiplayer, World, ωστόσο τελικά έκλεισαν τον Απρίλιο 2013.
Σε συνέχεια όλων αυτών, η διατήρηση της σειράς σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα μετά από ένα σερί εξαιρετικών τίτλων, ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα και εξίσου απαιτητικό εγχείρημα. Ένα χρόνο μετά το Most Wanted, λοιπόν, η EA Games και η Black Box επανήλθαν με το Need for Speed: Carbon, προκειμένου να συνεχίσουν τη σειρά και την υπόθεση του παιχνιδιού ακριβώς από το σημείο στο οποίο είχε διακοπεί. Μετά την απόδραση από το Rockport, ο πρωταγωνιστής καταφθάνει στο Palmont City, όπου μέσα από ένα flashback θυμάται ένα παλαιότερο περιστατικό, μια αναμέτρηση που κατέληξε άδοξα λόγω ενέδρας της Αστυνομίας, από την οποία ο ίδιος ξέφυγε την τελευταία στιγμή. Εν πάση περιπτώσει, αφού ακολουθήσει μια καταδίωξη σε πραγματικό χρόνο, ο ήρωας συναντά τους νέους χαρακτήρες οι οποίοι τον ενημερώνουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με την τελευταία φορά που βρισκόταν εδώ.
Πλέον ο χάρτης της πόλης -και κατ’ επέκταση του παιχνιδιού- χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές, τις οποίες ελέγχουν ισάριθμες συμμορίες, συν τα φαράγγια που τις περιβάλλουν. Ο πρωταγωνιστής καλείται φυσικά να επιβληθεί σε όλες. Έχοντας τερματίσει στο παρελθόν τα δύο Underground και το Most Wanted, θεωρώ ότι το Carbon δεν καταφέρνει ούτε κατά διάνοια να ανταποκριθεί στην ποιότητα των πρώτων. Στο παιχνίδι αυτό οι developers επανέρχονται στο μοτίβο των νυχτερινών αγώνων, ωστόσο δείχνουν πλέον να στερούνται έμπνευσης, επιχειρώντας μια μίξη των δύο προηγουμένων τίτλων, επαναφέροντας το πλούσιο customization των αυτοκινήτων και προσθαφαιρώντας events που συναντήσαμε εσχάτως. Πλην όμως, το πρόσημο από τις επιλογές των τελευταίων είναι ξεκάθαρα αρνητικό -καθώς οι αφαιρέσεις είναι πολύ περισσότερες- και καθόλου θεαματικό. Πλέον υπάρχουν μόνο τα Circuit, Sprint, Drift (το οποίο επιστρέφει μετά το Underground 2), Checkpoint και Speedtrap.
Η πιο ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη προσθήκη αφορά το Canyon Duel, το οποίο παραπέμπει ξεκάθαρα στην ταινία Fast & Furious: Tokyo Drift, η οποία είχε κυκλοφορήσει τέσσερις μήνες νωρίτερα (Ιούνιος 2006), και συγκεκριμένα στο φινάλε της. Στο συγκεκριμένο race mode γίνονται δύο κούρσες: Στην πρώτη ο πρωταγωνιστής κυνηγά το προπορευόμενο αυτοκίνητο προκειμένου να κρατηθεί όσο το δυνατόν πιο κοντά του γίνεται. Στη δεύτερη είναι ο ίδιος που οδηγεί την κούρσα προσπαθώντας να αυξήσει τη διαφορά του. Στο τέλος, όποιος συγκεντρώσει περισσότερους πόντους είναι ο νικητής. Επιπλέον, η μονομαχία διακόπτεται σε περίπτωση που ένας εκ των δύο πέσει στο γκρεμό ή βρεθεί να προπορεύεται για περίπου 110 μέτρα σε συνεχόμενο διάστημα 10 δευτερολέπτων ή καταφέρει να προσπεράσει τον άλλο και να διατηρηθεί μπροστά επίσης για 10 δεύτερα συνεχόμενα. Το Canyon Duel ήταν το μόνο στοιχείο που με εντυπωσίασε πραγματικά και θα ήθελα να το έχω δει σε περισσότερα παιχνίδια της σειράς.
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, το Carbon δεν κατορθώνει να προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις. Ο βαθμός δυσκολίας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, απολύτως δε, εάν αναβαθμίζεις εγκαίρως το όχημά σου ή προχωράς στην αγορά του επομένου. Στην περίπτωση αυτή, σχεδόν όλες οι κούρσες μπορούν κάλλιστα να βγουν με την πρώτη προσπάθεια, ενώ ειδικά τα drift και checkpoint αποδεικνύονται απελπιστικά εύκολα. Για το λόγο αυτό χρειάστηκα λίγο πάνω από 10 ώρες για να τερματίσω το career mode. Ακόμη και η πόλη στην οποία εξελίσσεται το παιχνίδι είναι πολύ πιο αδιάφορη και σίγουρα πολύ λιγότερο όμορφη τόσο από το Bayview του Underground 2 όσο και από το Rockport του Most Wanted.
Ένα από τα θετικά σημεία του παιχνιδιού είναι η δυνατότητα πρόσληψης οδηγών οι οποίοι σε πλαισιώνουν σε κάθε circuit και drift. Καθένας τους έχει ένα ιδιαίτερο ατού το οποίο τίθεται προς αξιοποίηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε φορά, όπως το να κινείται μπροστά σου ενημερώνοντας και ακολουθώντας κρυφά περάσματα από τα οποία μπορείς να κόψεις δρόμο, ή να παίρνεις το slipstreaming κολλώντας πίσω του και αυξάνοντας κατακόρυφα την τελική σου ταχύτητα. Στις περιπτώσεις αυτές και όχι μόνο, το Rubber Band A.I. κάνει αισθητή την παρουσία του όσον αφορά τον εκάστοτε teammate σου. Μάλιστα ένας αγώνας θεωρείται περατωθείς ακόμη κι αν δεν τερματίσεις ο ίδιος πρώτος, αλλά ο παρτενέρ σου(!), κάτι που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο εύκολα. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τα διαθέσιμα αυτοκίνητα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, Exotic, Muscle και Tuner, και είναι περισσότερα από κάθε άλλη φορά, αν και η ευκολία του τίτλου προσωπικά δε με παρακίνησε να ασχοληθώ ιδιαίτερα.
Καταλήγοντας, το Need for Speed: Carbon αποδείχθηκε κατά την άποψή μου τουλάχιστον δύο επίπεδα κάτω από τα δύο προηγούμενα games της σειράς, Underground 2 και Most Wanted. Μου έδωσε την αίσθηση ότι οι developers προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάτι «γρήγορο» με χρησιμοποιημένα υλικά. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε σε καμία των περιπτώσεων να είναι εφάμιλλο των προκατόχων του. Η απουσία των Drag, Street X, Knockout Race, ακόμη και του Outrun, του αφαιρούν πολλούς πόντους, οι οποίοι δεν αναπληρώνονται από την παρουσία περισσοτέρων αυτοκινήτων στους αγώνες, σε σχέση με το παρελθόν. Αν έπρεπε να καταλήξω σε racing games εκείνων των χρόνων, τότε θα πρότεινα ασυζητητί τους προαναφερθέντες προκατόχους του Carbon και μαζί τους το εκπληκτικό Midnight Club 2 (2003).