By Professor_Severus_Snape on Monday, 11 October 2021
Category: GameWorld

Η έπαυλη του Black Mirror

Αν εξαιρέσει κάποιος τη Γαλλία και τη Γερμανία, τα δύο κράτη που καταλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, αναζητώντας τη χώρα της ευρύτερης περιοχής, η οποία έχει αποκτήσει το σπουδαιότερο «όνομα» στη gaming βιομηχανία, είναι δεδομένο ότι θα σταματήσει στην Πολωνία και τη CD Project Red· την εταιρία ανάπτυξης που κατόρθωσε να γιγαντωθεί σε διάστημα μικρότερο της μιας δεκαετίας, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το πρώτο Witcher της γνωστής σειράς εν έτει 2007, μέχρι τον «κολοσσό» που δημιούργησε το 2015, το πολυβραβευμένο Witcher 3. Η περίπτωση των Πολωνών προέκυψε ως ακόμη μία αντίστοιχων προσπαθειών, οι οποίες είχαν ξεκινήσει ήδη από τα ‘90s σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και συνέχιζαν πλέον κατά τη νέα χιλιετία, με νέα projects που άρχιζαν να εμφανίζονται, ακόμη και σε κράτη τα οποία δεν είχαν έως εκείνη τη στιγμή ουσιαστική παρουσία στην ανάπτυξη videogames.

Η Τσεχία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας χώρας, που άρχισε να εμφανίζεται συστηματικότερα στο game development μετά το 2000, έχοντας μέχρι σήμερα να επιδείξει ορισμένα πολύ δημοφιλή παιχνίδια, τόσο στο genre που ανήκει το καθένα όσο και γενικότερα. Ξεκινώντας από τα πιο πρόσφατα, μετά από τέσσερα χρόνια σε early access, το 2020 κυκλοφόρησε η τελική έκδοση του Factorio, ενός strategy με έμφαση σε base building και resource management μηχανισμούς, το οποίο έχει εισπράξει εξαιρετικές κριτικές αλλά και θερμότατη υποδοχή από τους gamers, με πωλήσεις άνω των 2,5 εκ. αντιτύπων για λογαριασμό της indie Wube Software, το δυναμικό της οποίας δεν υπερβαίνει τα 20 άτομα. Το 2018, συμπληρώνοντας πλέον πέντε χρόνια σε early access, η Bohemia Interactive κυκλοφόρησε επιτέλους την τελική version του DayZ, ενός MMO survival τίτλου, ο οποίος ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 4 εκ., παρότι η ανάπτυξή του διήρκησε υπερβολικά πολύ και όχι χωρίς προβλήματα. Η τσεχική εταιρία είναι σήμερα η δεύτερη παλαιότερη στο χώρο, μετρώντας πλέον 22 χρόνια ζωής από το 1999 και έχοντας ένα ιδιαίτερα πλούσιο παλμαρέ, με σειρές όπως τα ARMA (2006-2013) αλλά και τα πρώτα Operation Flashpoint (2001-2005).

Το 2018 πραγματοποίησε επίσης το ντεμπούτο της η Warhorse Studios μέσα από το Kingdom Come: Deliverance, ένα πάρα πολύ καλό first-person RPG μεσαιωνικού χαρακτήρα, το οποίο ξεπέρασε τα 3 εκ. αντίτυπα σε πωλήσεις, κερδίζοντας τις εντυπώσεις για το ρεαλισμό και την ιστορική ακρίβειά του. Ήδη από το 2016 οι gamers απολάμβαναν το American Truck Simulator, το τελευταίο έως σήμερα truck simulation της SCS Software, της πιο παλιάς καραβάνας εκ Τσεχίας στη βιομηχανία -από το 1997, η οποία ειδικεύεται σ’ αυτήν την κατηγορία παιχνιδιών και μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει τίτλους μεταξύ των οποίων δεσπόζουν αναμφίβολα τα δύο Euro Truck Simulator (2008, 2012) αλλά και το Scania Truck Driving Simulator (2012). Από εκεί και πέρα, το όγδοο και τελευταίο μέχρι σήμερα κεφάλαιο της σειράς Silent Hill, Downpour (2012), αναπτύχθηκε από την τσεχική Vatra Games, η οποία είχε προκύψει ως θυγατρική της βρετανικής Kuju Entertainment και μέσα σε τρία χρόνια πρόλαβε να διαλυθεί (2009-2012).

Η πρώτη πολύ μεγάλη επιτυχία τσεχικής εταιρίας ανάπτυξης προέκυψε μόλις το 2002, όταν η Illusion Softworks κυκλοφόρησε το εκπληκτικό Mafia: The City of Lost Heaven, το οποίο «κοιτούσε στα μάτια» το Grand Theft Auto III της DMA Design, μετέπειτα Rockstar North, που είχε διατεθεί στην αγορά δέκα μήνες νωρίτερα. Η ποιότητα όχι μόνο του Mafia, αλλά και τίτλων που ακολούθησαν, όπως τα Hidden & Dangerous 2 και Vietcong (2003), σε συνδυασμό με τις πωλήσεις που σημείωσαν, άνω των 4 εκ. και τα τρία μαζί, απλώς επιβεβαίωσαν τις υψηλές προδιαγραφές των Τσέχων developers· κάπως έτσι το 2008 απορροφήθηκαν από την 2K και έγιναν το παράρτημα της στη χώρα, θυγατρική και η ίδια της Take-Two Interactive, «μαμάς» και της ίδιας της Rockstar Games, μεταξύ άλλων.

Η Future Games είναι άλλη μία εταιρία η οποία «γεννήθηκε» στην Τσεχία, αλλά έμελλε τελικά να διαλυθεί το 2011. Με έτος ίδρυσης το 1996, βρέθηκε στο peak της επιτυχίας της μέσα από το τέταρτο παιχνίδι κατά σειρά, το οποίο ανέπτυξε επτά χρόνια αργότερα. Το συγκεκριμένο κυκλοφόρησε ως το επόμενο project των Τσέχων μετά από πέντε χρόνια απουσίας, όταν και είχαν πρωτοεμφανιστεί μέσα από τρία games το 1998, σημαντικότερο εκ των οποίων ήταν το Messenger of the Gods, ένα third-person point & click adventure που είχε διατεθεί μόνο σε τσεχική version, το remake του οποίου, στα αγγλικά πλέον, κυκλοφόρησε το 2005 υπό τον τίτλο NiBiRu: Age of Secrets. Επιμένοντας, λοιπόν, στο ίδιο genre, η εταιρία επανήλθε εν έτει 2003 αναπτύσσοντας το Black Mirror, ένα thriller adventure (πιο ακριβής ο όρος απ’ ό,τι “horror”) το οποίο τα πήγε απροσδόκητα καλά, με πωλήσεις οι οποίες ανήλθαν σε 500.000 σε βάθος πενταετίας(!), οδηγώντας εν τέλει σε ένα ολόκληρο franchise με δύο sequels αλλά και ένα reboot το 2017.

Το παρθενικό Black Mirror ήταν πράγματι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση όταν κυκλοφόρησε, από ένα κατ’ ουσίαν άγνωστο studio και σε μια μεταβατική χρονιά για τα adventures, όπου οι αξιόλογες κυκλοφορίες ήταν ελάχιστες, με κυριότερες εξ αυτών το Uru: Ages Beyond Myst, τέταρτο κεφάλαιο της σειράς Myst, και το Broken Sword: The Sleeping Dragon, τρίτο μέρος του γνωστού franchise. Και ήταν τόσο ενδιαφέρουσα, διότι οι developers, των οποίων η ομάδα αποτελούταν αρχικά από μόλις πέντε άτομα(!), ενώ στα credits μπορεί κάποιος να μετρήσει… έξι(!), προσπάθησαν να διηγηθούν μια ιδιαίτερα πλούσια ιστορία μυστηρίου, μέσα από έναν τίτλο ο οποίος έχει να επιδείξει ορισμένα εξαιρετικά χαρακτηριστικά, που τον κατατάσσουν αυτομάτως στα πολύ καλά παιχνίδια του genre, αλλά και χαρακτηριστικές αδυναμίες, οι οποίες δε γίνεται να αγνοηθούν, ενώ συγχρόνως μαρτυρούν τις περιορισμένες δυνατότητες των δημιουργών σε κάποια επίπεδα, ίσως ακόμη και στο οικονομικό. Michal και Pavel Pekárek υπογράφουν το σενάριο, τα γραφικά, το animation και τα cutscenes, ενώ ο Zdeněk Houb έχει επιμεληθεί μαζί τους το script και μόνος τους διαλόγους και τα κείμενα που παρουσιάζονται, τη μουσική και τον ήχο γενικότερα, έχοντας ακόμη και ρόλο προγραμματιστή.

Ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία του Black Mirror είναι το υπόβαθρο της υπόθεσής του, το οποίο «χτίζεται» σε βάθος πολλών αιώνων. Παρότι τα γεγονότα του παιχνιδιού λαμβάνουν χώρα το 1981, το ύφος του αποπνέει σε μόνιμη βάση την αύρα μιας περασμένης εποχής, η οποία, με τη σειρά της, το καθιστά κάπως απόμακρο, αλλά συνάμα πολύ ελκυστικό. Ο τίτλος ξεκινά με τον γηραιό William Gordon, νόμιμο κληρονόμο της έπαυλης Black Mirror του -κραταιού στην ευρύτερη περιοχή του Suffolk- Οίκου των Gordon, ο οποίος συντάσσει ένα γράμμα προς τον εγγονό του, Samuel, ζητώντας την επιστροφή του στο αρχοντικό μετά από δώδεκα χρόνια, προκειμένου να τον βοηθήσει στην αναζήτηση της αλήθειας για την οικογένειά τους, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Μιας αναζήτησης στην οποία ο ίδιος έχει αφιερώσει σχεδόν όλη τη ζωή του έκτοτε, αλλά πλέον αισθάνεται τις μέρες του να λιγοστεύουν, ενώ συγχρόνως φοβάται γι’ αυτό που μπορεί να ανακαλύψει. Η καταιγίδα έξω μαίνεται καθώς ο γέροντας βρίσκεται σε έναν από τους πύργους της έπαυλης, όταν κάποια από τα παράθυρά του ανοίγουν διάπλατα. Λίγες στιγμές αργότερα, ο William εκτοξεύεται στο κενό με ανεξήγητο τρόπο, σαν κάποιος να τον έχει πετάξει. Είναι νεκρός!

Το κυρίως παιχνίδι ξεκινά αμέσως μετά την κηδεία, στην οποία έχει παρευρεθεί πλέον και ο Samuel Gordon, ο πρωταγωνιστής του Black Mirror, ο οποίος επιστρέφει τώρα στον Οίκο των προγόνων του, διαπιστώνοντας ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε που έφυγε, παρά το μεγάλο διάστημα που έχει μεσολαβήσει. Στους ενοίκους του κεντρικού κτιρίου της έπαυλης συμπεριλαμβάνεται η Victoria, σύζυγος του William, ο θάνατος του οποίου έχει αποδοθεί επισήμως σε αυτοκτονία, εν πολλοίς λόγω του ιδιαίτερου και απόμακρου του χαρακτήρος του κατά τα τελευταία χρόνια. Μαζί της είναι και ο γιος τους, Robert, θείος του Samuel, ενώ προσωρινά έχει βρεθεί στο αρχοντικό και ο Heinz Hermann, γιατρός της περιοχής και φίλος της οικογένειας, στην υπηρεσία της οποίας εδώ και αμέτρητα χρόνια βρίσκεται ο butler Bates. Εν πρώτοις ο Samuel θα κληθεί να ανακαλύψει τι ακριβώς μελετούσε ο παππούς του, κλεισμένος με τις ώρες και τις μέρες στον πύργο, κάτω από τον οποίο βρέθηκε η σωρός του. Ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό, για το οποίο δε μιλούσε ποτέ και σε κανέναν; Το μυστήριο, όμως, θα αρχίσει να αποκτά νέες διαστάσεις, όταν σύντομα αποδειχθεί ότι ο θάνατος του William -για την αυτοχειρία του οποίου ο Samuel δεν είναι καθόλου βέβαιος- δεν είναι ο μοναδικός…

Το υπόβαθρο της ιστορίας, στο οποίο υπήρξε λιτή αναφορά προηγουμένως, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν του Οίκου των Gordon· οι καταβολές αυτού εντοπίζονται κάπου στο 13ο αιώνα, όπως και η παρουσία τους στην περιοχή, ως οι παραδοσιακοί άρχοντες του τόπου. Το Black Mirror διαμορφώνει ένα σκηνικό αγωνίας και μίας μαεστρικά αυξανόμενης έντασης, η οποία αιφνιδιάζει ευχάριστα κάθε φορά που συμβαίνει, και τελικά ενθουσιάζει, κυρίως διότι υπάρχουν σημεία που δείχνουν ότι ο τίτλος έχει ένα συγκεκριμένο «ταβάνι», το οποίο όμως εξακολουθεί επανειλημμένως να διαπερνά και να γίνεται καλύτερος. Η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, που γίνεται βαθμιαία και πιο σκοτεινή, απορροφά τον παίκτη ολοένα περισσότερο μέσα σ’ ένα ζοφερό πλαίσιο, το οποίο ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα -πολλά- επίπεδα που αυτός εξερευνά, καθώς το μυστήριο βαθαίνει και τα αναπάντητα ερωτήματα πληθαίνουν.

Το σενάριο καθ’ αυτό αλλά και η προσοχή που έχει δοθεί στην αποτύπωση των χαρακτήρων, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τους διαλόγους, διατηρούν την ποιότητα του τίτλου σε πολύ υψηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με το υπέροχο εικαστικό του ως προς το σχεδιασμό του περιβάλλοντος, που είναι ίσως ένας από τους κορυφαίους στην κατηγορία των pre-rendered γραφικών, συνοδευόμενος από τα ανάλογα εφέ καιρικών φαινομένων. Επί της ουσίας, η δράση λαμβάνει χώρα αφενός και προφανώς στην έπαυλη, αφετέρου στις γύρω περιοχές, το γειτονικό χωριό και άλλες, οι οποίες γίνονται διαθέσιμες σταδιακά και επί του παρόντος δεν υπάρχει λόγος να αποκαλυφθούν. Παρουσιάζουν ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κάθε περίπτωση, ενώ σε μικρότερο βαθμό οι NPCs που βρίσκονται εκτός έπαυλης.

Η αχίλλειος πτέρνα του Black Mirror στα γραφικά αφορά αφενός τον ίδιο το σχεδιασμό των χαρακτήρων, ο οποίος είναι πολύ φτωχός και με ελάχιστα pixels, που προκαλούν αλγεινή εντύπωση από την πρώτη στιγμή, πράγμα ανεπίτρεπτο για την εποχή που κυκλοφόρησε το παιχνίδι, ιδίως αν το συγκρίνει κάποιος με games όπως το Syberia, που είχε προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Αφετέρου, τα animations των χαρακτήρων είναι απίστευτα αργά, όλες οι κινήσεις τους γίνονται σε slow motion και η κατάσταση σώζεται μόνο στο βαθμό που υπάρχει η δυνατότητα γρήγορης μετακίνησης του Samuel από τον ένα χώρο στον άλλο. Στην πραγματικότητα αυτά τα δύο σημεία συνθέτουν τον έναν από τους δύο βασικούς παράγοντες που δεν επιτρέπουν στο παιχνίδι να χαρακτηριστεί αριστούργημα.

Ο δεύτερος παράγοντας που «φρενάρει» τον τίτλο αφορά το voice act, το οποίο είναι πραγματικά κακό, κυμαινόμενο στη μετριότητα μόνο… στις καλύτερες στιγμές του. Οι ηθοποιοί θυμίζουν περισσότερο Τσέχους που για τις ανάγκες του παιχνιδιού αναγκάστηκαν να εκφωνήσουν τους ρόλους τους εις την αγγλικήν, παρά βέρους Βρετανούς, όπως οι χαρακτήρες τους οποίους υποδύονται· πράγμα παράδοξο, καθώς στην πλειοψηφία τους είναι Καναδοί voice actors, οι οποίοι όμως κάνουν μια ξερή, ρηχή και εντελώς ανέμπνευστη ερμηνεία, ενίοτε με ακατανόητα σπαστή προφορά, συμπεριλαμβανομένου του πρωταγωνιστή. Πραγματικά, είναι να απορεί κάποιος τι κατευθύνσεις δόθηκαν… Στον ήχο η κατάσταση διασώζεται μόνο όταν η συζήτηση έρχεται στα εξαιρετικά περιβαλλοντικά εφέ και τις προσεγμένες μουσικές πινελιές του soundtrack, οι οποίες σε συνδυασμό με «ενέσεις» ambient και άλλων ηχητικών συμβάλλουν σημαντικά στην ατμόσφαιρα, ιδίως σε συγκεκριμένα σημεία.

Ιδιαίτερα θετικό γεγονός αποτελεί ότι ο τίτλος της Future Games είναι «χορταστικός», με διάρκεια μεγαλύτερη απ’ ό,τι ίσως θα περίμενε κάποιος από ένα παιχνίδι αυτών των προδιαγραφών. Η δυσκολία των γρίφων του κυμαίνεται σε επίπεδα άνω του μετρίου, έως υψηλά, ποικίλουν κάθε φορά και σε γενικές γραμμές διατηρούν το ενδιαφέρον. Προσωπικά χρειάστηκα βοήθεια σε μία και μόνο περίπτωση, καθώς το παιχνίδι θεωρεί και προϋποθέτει ότι ο gamer έχει καλή γνώση των Ζωδίων, κάτι που στην περίπτωσή μου δεν ισχύει. Έχω την αίσθηση ότι είναι αυθαίρετη μια τέτοια αξίωση. Ως εκ τούτου χρειάστηκα κάτι περισσότερο από 30 ώρες προκειμένου να δω τα credits, αν και σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται τουλάχιστον ένα πεντάωρο ταλαιπωρίας στον ανωτέρω γρίφο. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις όπου για να προχωρήσει η ιστορία πρέπει να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο φαντάζει αρκετά ασαφές, προκειμένου ο Samuel να λάβει τις πληροφορίες ή το αντικείμενο που έχει ζητήσει από κάποιον NPC. Σε άλλα χαρακτηριστικά, ορισμένες φορές προσφέρεται η δυνατότητα αποκρίσεων με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι επηρεάζουν ουσιαστικά την εξέλιξη της πλοκής. Επίσης, στο παιχνίδι μπορείς να πεθάνεις, συνεπώς το τακτικό save είναι απαραίτητο, καθώς ούτως ή άλλως δε συμβαίνει αυτόματα ποτέ.

Η επιτυχία την οποία σημείωσε το Black Mirror σε βάθος χρόνου οδήγησε στην ανάπτυξη ενός sequel μετά από έξι χρόνια, με το franchise να φεύγει από τα χέρια των αρχικών δημιουργών του και τη γερμανική Cranberry Production να αναλαμβάνει το δεύτερο κεφάλαιο. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι υπήρχε πρόσφορο έδαφος για μια συνέχεια στο ίδιο σύμπαν, και ίσως το πιο μεγάλο ερώτημα τώρα ήταν κατά πόσο αφενός θα μπορούσε το sequel να διατηρήσει την αισθητική του original τίτλου και συνάμα το ενδιαφέρον του κόσμου μετά από τόσα χρόνια, αφετέρου να διατηρηθεί στα υψηλά στάνταρ της ιστορίας εκείνου, υπερβαίνοντας συγχρόνως τις αδυναμίες του στον τεχνικό τομέα. Οι απαντήσεις σε όλα αυτά θα δίνονταν το 2009, μια χρονιά εξαιρετικά παραγωγική για τα point & click adventures, όπου ο ανταγωνισμός κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα.

Leave Comments