By Professor_Severus_Snape on Monday, 07 November 2016
Category: GameWorld

Beyond the Wall… to Arkham City

Όταν το 2009 εγκαινιάστηκε η σειρά Batman: Arkham, λίγοι μπορούσαν να φανταστούν ότι η συνέχεια επεφύλασσε ακόμη σπουδαιότερα πράγματα. Το Arkham Asylum χαρακτηρίστηκε σχεδόν από την πρώτη στιγμή ως το καλύτερο παιχνίδι με πρωταγωνιστή έναν superhero από αγαπημένα comics, μετά από ένα σωρό άλλα που είχαν προηγηθεί καθώς και αρκετά ακόμη που ακολούθησαν. Οι κριτικές που εισέπραξε ήταν διθυραμβικές καθώς επρόκειτο για έναν πολύ ολοκληρωμένο τίτλο, σε όλους τους τομείς, με εξαιρετικό gameplay και σύστημα μάχης. Έχοντας δημιουργήσει αυτό το «όνομα», η απόπειρα επιστροφής της σειράς μόλις δύο χρόνια αργότερα με στόχο να παρουσιάσει κάτι επάξιο, πόσο μάλλον καλύτερο, αποτελούσε όχι απλώς φιλόδοξο σχέδιο, αλλά πραγματικό άθλο σε περίπτωση επιτυχίας.

Πολύ γρήγορα, όμως, κατέστη εμφανές ότι η Rocksteady Studios είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της για το sequel της σειράς, κι όταν το Batman: Arkham City κυκλοφόρησε το 2011, γνώρισε πραγματική αποθέωση. Πραγματοποιώντας πωλήσεις ρεκόρ διαθέτοντας στα καταστήματα περισσότερα από 4,5 εκατομμύρια αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, ενώ ο προκάτοχός του είχε πουλήσει 4,3 εκ. συνολικά(!), τίναξε τη «μπάνκα» στον αέρα, αγγίζοντας νούμερα που σήμερα μπορούν να υπολογιστούν περί τα επτά εκατομμύρια αντίτυπα. Ακόμη περισσότερο, όμως, απέσπασε εντυπωσιακές βαθμολογίες, οι οποίες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων κυμάνθηκαν πάνω από το 9/10 σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ κοντά στο νούμερο αυτό ήταν και η υποδοχή της οποίας έτυχε από τους απλούς gamers.

Διότι το Arkham City και κατ’ επέκταση οι ίδιοι οι developers κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους τόσο σε επίπεδο σύλληψης του κόσμου του Batman όσο και της ιστορίας, με μικρές, αλλά ενδιαφέρουσες προσθήκες και στους gameplay μηχανισμούς. Ήταν το παιχνίδι που εκτόξευσε τα ήδη υψηλά στάνταρ ποιότητας και τις απαιτήσεις που υπήρχαν, καθιστώντας ακόμη πιο προκλητικό το έργο των συνεχιστών του franchise. Το Arkham Asylum χαρακτηρίστηκε μεταξύ άλλων και για το εν πολλοίς γραμμικό του ύφος, καθώς αφενός το νησί ήταν μικρό σε έκταση, αφετέρου υπήρχαν ενίοτε κλειστές πόρτες που απαγόρευαν τη μετάβαση στο σημείο αιχμής, με αποτέλεσμα αυτή να πραγματοποιείται δι’ ενός συγκεκριμένου path. Επιπλέον, το backtracking ήταν αναπόφευκτο σε κάποιες περιπτώσεις, από τη στιγμή που υπήρχαν μόνο πέντε -μεγάλα μεν- προσβάσιμα κτίρια.

Το sequel πέρασε τη σειρά σε άλλο, ανώτερο επίπεδο. Αντί του περιορισμένου Arkham Island υπάρχει πλέον μια ολόκληρη πόλη προς εξερεύνηση και πρωτίστως προς διατήρηση μιας στοιχειώδους ομαλότητας από τον Batman. Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο πολεοδομικό συγκρότημα, αλλά για μια εγκαταλελειμμένη περιοχή, ξεχασμένη από θεούς και αποκομμένη από τους καθημερινούς ανθρώπους της Gotham City, με ένα μεγάλο Τείχος το οποίο έχει υψωθεί ως το σύνορο μεταξύ των δύο περιοχών. Η Arkham City δεν είναι παρά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και ερείπια της παλιάς Gotham, όπου πλέον έχει μετατραπεί σε μια τεράστια φυλακή, ένα χώρο τον οποίο λυμαίνονται τα αποβράσματα της κοινωνίας της πόλης, πάσης φύσεως κακοποιοί, παρανοϊκοί, ψυχοπαθείς -και μη- δολοφόνοι, με υπερφυσικές -ή όχι- δυνάμεις και σχεδόν σε κάθε περίπτωση διαστροφική αντίληψη της πραγματικότητας. Βασιλεύει η ανομία, η κακώς εννοούμενη αναρχία και οι συμμορίες που ενίοτε συγκρούονται μεταξύ τους για τον έλεγχο της περιοχής, συνήθως δρώντας ως πιόνια των αρχηγών τους.

Εκτός όμως από όλους αυτούς, η Arkham City έχει μετατραπεί και σε χώρο «υποδοχής», εξορίας, καλύτερα, και σίγουρου τόπου για να πεθάνει κάποιος, όλων όσοι διαφωνούν με τον νεόκοπο δήμαρχο της Gotham, Quincy Sharp, ο οποίος κατάφερε να αναρριχηθεί στο συγκεκριμένο αξίωμα και να αποκτήσει δύναμη, από Αρχιφύλακας του Ασύλου όπως τον γνωρίσαμε στο Arkham Asylum. Ο δισεκατομμυριούχος, Bruce Wayne, αποφασίζει να αναλάβει δράση εναντιούμενος στη λογική του Τείχους, που έχει οδηγήσει στη δημιουργία συνθηκών ζούγκλας πέρα από αυτό, διότι ο δήμαρχος αποφάσισε ότι τόσο το Άσυλο όσο και η φυλακή Blackgate είναι ακατάλληλες για να φιλοξενούν τους τροφίμους τους και όρισε τη μετακίνηση και ελεύθερη περιφορά τους στην περιοχή της παλιάς Gotham, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ενιαίο κομμάτι της πόλης.

Δυστυχώς γι’ αυτόν, ούτε ο ίδιος μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση στις πρακτικές που εφαρμόζονται στο διάστημα θητείας της υπάρχουσας πολιτικής ηγεσίας του τόπου· στη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου στην οποία ανακοινώνει την απόφασή του για εμπλοκή στα κοινά καταγγέλλοντας τη δημιουργία του Τείχους, το κλείσιμο των σωφρονιστικών καταστημάτων και την άνευ όρων παράδοση όλων αυτών των περιοχών στα χέρια εγκληματιών, δέχεται επίθεση και συλλαμβάνεται από την ιδιωτική αστυνομία του δημάρχου ονόματι «TYGER Security». Ξυπνά ανακαλύπτοντας πως έχει μεταφερθεί και ο ίδιος στην Arkham City, όπως αρκετοί πριν απ’ αυτόν, που «τυλίχθηκαν σε μια κόλλα χαρτί». Ως Bruce Wayne θα κληθεί άμεσα να επιβιώσει μέσα στην κόλαση αυτή απέναντι σε απόβλητους της Gotham, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι θα «εκτιμήσουν» πολύ την παρουσία του εκεί. Ως Batman, θα βρεθεί αντιμέτωπος σχεδόν με όσους έκλεισε ποτέ στη φυλακή, συνεπώς τα πράγματα προμηνύονται διόλου ευκαταφρόνητα.

Τα γεγονότα του παιχνιδιού λαμβάνουν χώρα περίπου 18 μήνες μετά τα αντίστοιχα του Arkham Asylum και την εξέγερση που είχε οργανώσει ο Joker. Το σενάριο είναι καταπληκτικό, αισθητά βελτιωμένο έναντι του προκατόχου του. Κύριο και πιο δυνατό χαρακτηριστικό του, η απίστευτη ευκολία με την οποία μπορεί να αλλάξουν οι διάφορες συμμαχίες που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, πραγματικές λυκοφιλίες μεταξύ διαχρονικά εχθρών και όχι μόνο, οι οποίοι δύναται ανά πάσα στιγμή να καρφώσουν τον άλλο πισώπλατα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι πιο αδύναμοι πολεμούν απλώς για την επιβίωσή τους και όλοι οι υπόλοιποι για την κυριαρχία τους! Επιπροσθέτως, από τα ισχυρότερα ατού της καλοδομημένης ιστορίας και του Arkham City γενικότερα είναι η συμμετοχή σημαντικοτάτου αριθμού παραδοσιακών αντιπάλων του Batman, εντείνοντας σαφώς το ενδιαφέρον και αυξάνοντας την πρόκληση. Ο τίτλος της Rocksteady εγγυάται σε απόλυτο βαθμό ότι δε θα υπάρξει ούτε μία στιγμή που θα προκληθεί πλήξη, με συνεχείς ανατροπές και νέες διαστάσεις που προκύπτουν όσο η ιστορία εκτυλίσσεται.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα νότα ανανέωσης προσδίδει η παρουσία της Catwoman ως playable χαρακτήρα, διαθέτοντας δικές της, ξεχωριστές κινήσεις, οι οποίες αναδεικνύουν εξαιρετικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, καθώς και διαφορετικά gadgets. Από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή και ιδιαιτέρως μέχρι τα μέσα του παιχνιδιού, η ιστορία της και αυτή του Batman διαδραματίζονται παράλληλα, με τις απαραίτητες συνδέσεις. Επιπλέον και επί της ουσίας, το Catwoman DLC που κυκλοφόρησε στις κονσόλες, ενώ συμπεριλήφθηκε αργότερα στη Game of the Year Edition του παιχνιδιού, λειτουργεί ως ένας άτυπος επίλογος της βασικής υπόθεσης. Έναντι του προκατόχου του, το Arkham City διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερο βάθος στο lore του Batman γενικότερα, με περισσότερες πληροφορίες που παρέχονται για έναν σαφώς μεγαλύτερο αριθμό χαρακτήρων του κόσμου αυτού, κι ένα σωρό άλλα στοιχεία που βρίσκονται κάπου εκεί έξω και περιμένουν να αποκαλυφθούν!

Η μουντή και λησμονημένη από τον πολιτισμό πόλη περιλαμβάνει ουκ ολίγα σημεία ενδιαφέροντος και υπόσχεται δεκάδες ώρες περιπλάνησης σε όσους θελήσουν να ανακαλύψουν τα πάντα, πραγματοποιώντας όλα τα side quests που είναι διαθέσιμα και ποικίλουν, από διασώσεις πολιτικών κρατουμένων και καταστροφές συγκεκριμένων αντικειμένων μέχρι προκλήσεις τύπου «αγώνων δρόμου» από ένα σημείο της πόλης σε άλλο και… ασκήσεις δεξιότητας στο gliding, με τη χρήση των δύο μεγάλων φτερών νυχτερίδας που είναι ενσωματωμένα στο batsuit του πρωταγωνιστή. Οι προαιρετικές αποστολές είναι κάτι που έλειψε από το πρώτο παιχνίδι, ενώ επιστρέφουν επαυξημένες σε αριθμό οι σπαζοκεφαλιές του Riddler απαιτώντας περισσότερη σκέψη αρκετές εξ αυτών. Η Arkham City είναι μεγάλη σε έκταση, αλλά όχι τεράστια, αποδίδοντας εξαιρετικά το αίσθημα εγκατάλειψης της περιοχής και της παράδοσής της στα χέρια των βαρόνων του εγκλήματος. Το γνώριμο ζοφερό σκηνικό με τον συννεφιασμένο ουρανό και το τεράστιο φεγγάρι συνθέτει την ιδανική ατμόσφαιρα για επιβίωση και μάχη, ή μάχη για την επιβίωση, σ’ ένα αμιγώς εχθρικό περιβάλλον.

Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί το Arkham Asylum από το Arkham City είναι ότι το τελευταίο έχει γίνει ακόμη πιο σκοτεινό, κυρίως διά του σεναρίου του, το οποίο έχει δραματικότερο τόνο περιορίζοντας το διάχυτο black humor του πρώτου ως επί το πλείστον στις φαρμακερές ατάκες του Joker. Ο τελευταίος πιστεύω ότι μπορεί να χαρακτηριστεί άνετα ο απολαυστικότερος «κακός» στο σύνολο των γνωστών comics.  Ο Mark Hamill εξακολουθεί να δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο αυτό, τον οποίο ανέλαβε από την πρώτη στιγμή των κινουμένων σχεδίων στο μακρινό 1992 και δεν εγκατέλειψε ποτέ, ενώ το voice acting είναι γενικότερα αναβαθμισμένο, τουλάχιστον από πλευράς ονομάτων. Πέραν του all time classic Kevin Conroy στο ρόλο του Batman, συναντάμε ακόμη δύο πασίγνωστους voice actors, ο ένας εκ των οποίων είχε ήδη «χτίσει» το όνομά του μέχρι το 2011, ενώ ο δεύτερος αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο μετέπειτα.

Πρόκειται για τον Nolan North, ο οποίος πρωταγωνιστεί ως Nathan Drake στη σειρά Uncharted (μάλιστα το τρίτο μέρος είχε κυκλοφορήσει ένα μήνα μετά το Arkham City), και τον Troy Baker, ο οποίος αργότερα πρωταγωνίστησε υποδυόμενος αφενός τον σκληροτράχηλο Joel στο μοναδικό, The Last of Us, τον κεντρικό ήρωα του του BioShock Infinite, Booker DeWitt, αλλά και τον ίδιο τον αδερφό του Nathan Drake στο Uncharted 4, Samuel. Ο North αναλαμβάνει πρωτίστως το ρόλο του Penguin, ενώ ο Baker αυτόν τον Harvey Dent/Two Face. Στον αντίποδα, η διαχρονική Arleen Sorkin εγκαταλείπει πλέον το ρόλο της Harley Quinn, ο οποίος πηγαίνει στην Tara Strong. Αυτή με τη σειρά της επιχειρεί να «γεμίσει τα παπούτσια» της πρώτης και τα καταφέρνει σε ένα μεγάλο βαθμό διατηρώντας το γνωστό ύφος της αντιηρωίδας.

Ο τεχνικός τομέας εμφανίζεται βελτιωμένος· τα γραφικά παραμένουν χάρμα οφθαλμών, ενώ η θέα της πόλης από ψηλά είναι υπέροχη, με τα φώτα της Gotham City στον ορίζοντα να καταδεικνύουν την αντίθεση μεταξύ των δύο περιοχών που χωρίζονται από το Τείχος. Το δε soundtrack αποδεικνύεται εξαιρετικό συνοδεύοντας ανάλογα κάθε προσπάθεια του Σκοτεινού Ιππότη. Οι gameplay μηχανισμοί επίσης αναβαθμίζονται και αποκτούν μεγαλύτερη ποικιλία, με περισσότερες διαθέσιμες κινήσεις. Αυτή τη φορά ο Batman ξεκινά με όλα τα gadgets που απέκτησε στο προηγούμενο παιχνίδι, ενώ στην πορεία προστίθενται κι ορισμένα ακόμη, ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και λειτουργικά, αν και προσωπικά αναζήτησα τα batclaw που χωρίζεται και μπορεί να τραβήξει ακόμη και τρεις αντιπάλους προς το μέρος του. Τα upgrades παίζουν για μία ακόμη φορά καταλυτικό ρόλο στην επιβίωση του πρωταγωνιστή, κάτι που καθίσταται εμφανές από το ξεκίνημα. Παίζοντας στο υψηλότερο difficulty level που είναι διαθέσιμο αρχικά (hard), βίωσα τέσσερις-πέντε πρώτες ώρες μαρτυρικές, αδυνατώντας να ανταποκριθώ ακόμη και σε μάχες της σειράς. Αντιθέτως, στην πορεία τα πράγματα έγιναν σαφώς πιο βατά και ο βαθμός δυσκολίας μειώθηκε αισθητά όντας πλέον διαχειρίσιμος, ακόμη και στα boss fights.

Το free flow σύστημα μάχης είναι απλά υπέροχο και ο συνδυασμός των combos ο ένας πιο εντυπωσιακός από τον άλλο. Για να φτάσω στους τίτλους τέλους, ολοκληρώνοντας μόλις το 37% του παιχνιδιού(!), χρειάστηκα περίπου 21,5 ώρες, γύρω στις 23 μαζί με το Catwoman DLC στο οποίο με πέρασε αυτόματα το παιχνίδι μετά τα credits. Η διάρκεια αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μικρότερη κατά ένα τρίωρο, αν δεν κολλούσα σε τέσσερα-πέντε σημεία χωρίς να καταλαβαίνω πού ακριβώς πρέπει να πάω, με αποτέλεσμα να κάνω αρκετούς κύκλους (είχα απενεργοποιήσει και τα hints, αν κι αυτή η επιλογή μάλλον τα περιορίζει παρά τα εκμηδενίζει). Η αξιοποίηση του Detective mode είναι επιτακτική σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη περισσότερο από την προηγούμενη φορά, βοηθώντας όχι μόνο στο pathfinding, αλλά ιδίως στον εντοπισμό και εξουδετέρωση των εχθρών με stealth προσέγγιση.

Το Batman: Arkham City κατόρθωσε κάτι πολύ δύσκολο: να συνδυάσει ισορροπία και κορυφαία ποιότητα σε όλους τους τομείς του, μηδενός εξαιρουμένου, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτομάτως ένας από τους κορυφαίους τίτλους της δεκαετίας που διανύουμε. Η στροφή σε ένα open-world περιβάλλον με μια ιστορία τόσο δυνατή και ένα εμπλουτισμένο gameplay, ασυναγώνιστο στο είδος του, το έκανε να μνημονεύεται πολύ εύκολα ακόμη και σήμερα, παρά την κυκλοφορία δύο ακόμη τίτλων της σειράς, το 2013 και 2015. Ανταποκρίθηκε στις πολύ υψηλές απαιτήσεις που είχαν δημιουργηθεί από το πρωτοπόρο Arkham Asylum, έθεσε ακόμη υψηλότερα τον πήχυ και πιστοποίησε ότι, όντως, αυτή είναι η καλύτερη σειρά με πρωταγωνιστή έναν superhero.

Leave Comments