By Professor_Severus_Snape on Monday, 05 December 2016
Category: GameWorld

Bad Mad Max

Το 2015 σηματοδότησε την αναγέννηση ενός «εντελώς» ξεχασμένου κινηματογραφικού franchise. Το Mad Max κυκλοφόρησε στο σινεμά 30 ολόκληρα χρόνια μετά το κλείσιμο της σχετικής τριλογίας στο 1985, με τότε πρωταγωνιστή έναν πιτσιρικά ονόματι… Mel Gibson, ο οποίος στην πρώτη ταινία (και μόλις δεύτερη στην καριέρα του), το 1979, ήταν 23 ετών! Πρόκειται για τρία ιδιαιτέρως σουρεαλιστικά films που λαμβάνουν χώρα στις άγονες εκτάσεις των Wastelands, σ’ έναν post-apocalyptic κόσμο κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον, το οποίο μέσα από συγκεκαλυμμένες πληροφορίες προσδιορίζεται μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 όσον αφορά τις δύο πρώτες ταινίες, και πέριξ του 2015 όσον αφορά την τρίτη. Σουρεαλιστικά, διότι σχεδόν όλοι οι επιζώντες έχουν αλλοφρονήσει, σ’ ένα περιβάλλον όπου πλέον επιβιώνουν μόνο οι ισχυροί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αφανίζονται. Οι συμμορίες λυμαίνονται τα πάντα και οι κίνδυνοι είναι καθημερινοί και πολλές φορές θανατηφόροι.

Ένας πυρηνικός πόλεμος οδήγησε στην κατάρρευση του σύγχρονου πολιτισμού και την επιστροφή της ανθρωπότητας στην εποχή του Σιδήρου, με μία και μοναδική εξαίρεση. Τα ελάχιστα καύσιμα που μπορούν ακόμη να εντοπιστούν ή να παραχθούν σε συνδυασμό με τις μηχανικές γνώσεις των ανθρώπων από τον Παλαιό Κόσμο βοηθούν, κυρίως τις οργανωμένες ομάδες ή όσους έχουν τα μέσα, στην παραγωγή αυτοκινήτων-φαντασμάτων για τις μετακινήσεις τους. Συνήθως πρόκειται απλώς για τους σκελετούς των παλαιών οχημάτων, σκουριασμένα μηχανικά μέρη και σωλήνες πάσης φύσεως, που συνθέτουν ένα υποτυπώδες μέσο μεταφοράς. Από τις τρεις ταινίες που σκηνοθέτησε ο άνθρωπος που συνέλαβε την ιδέα του όλου concept, George Miller, μόνο η δεύτερη, κατά την άποψή μου, ήταν αξιόλογη.

Πλην όμως, ο ίδιος ο Αυστραλός επέστρεψε πέρυσι παρουσιάζοντας ένα Mad Max όχι απλώς ανανεωμένο, αλλά όπως δεν το είχαμε ξαναδεί. Μια ταινία η οποία πέρασε από «σαράντα κύματα» μέχρι την παραγωγή της, καθώς ο Miller σκόπευε να τη δημιουργήσει ήδη λίγο μετά το 2000 θέλοντας να συνεχίσει με τον Mel Gibson σε ρόλο πρωταγωνιστή. Παρά τα προβλήματα, το αποτέλεσμα δικαίωσε πέρα για πέρα τον επίμονο σκηνοθέτη, καθώς η ταινία του σάρωσε στα φετινά βραβεία Oscars αποσπώντας έξι σε σύνολο δέκα υποψηφιοτήτων (ο ίδιος ήταν υποψήφιος για καλύτερη σκηνοθεσία)! Ο δημιουργός πέτυχε αυτό που ήθελε: μια ταινία με απίστευτα εφέ και απαράμιλλη ποιότητα εικόνας και ήχου, η οποία θα εστιάζει σε μέγιστο βαθμό στη δράση και πολύ λιγότερο στους χαρακτήρες. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Tom Hardy, ο νέος… Max, μιλάει ελάχιστα σε όλη την ταινία: οι γραμμές του στο σενάριο είναι μόλις 52!

Το τέταρτο Mad Max έκανε πρεμιέρα το Μάιο 2015, ενώ το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε τελικά και το πολυαναμενόμενο ομώνυμο παιχνίδι, την ανάπτυξη του οποίου ανέλαβε η Avalanche Studios (ευρύτερα γνωστή από τη σειρά Just Cause) με publisher τη Warner Bros. Ένας τίτλος βασισμένος στο σκονισμένο σύμπαν των ταινιών, αλλά ανεξάρτητος της υπόθεσης της τελευταίας. Για την ακρίβεια, το Mad Max game αξιοποιεί και συμπεριλαμβάνει διάφορα στοιχεία που γνωρίσαμε στο σύνολο του κινηματογραφικού franchise, με κορυφαίο ίσως την ύπαρξη της Gas Town. Οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν ήταν αρκετά υψηλές καθώς η ανάπτυξή του είχε ξεκινήσει ήδη από το 2012, ενώ η πρώτη ανακοίνωση προέκυψε ένα χρόνο αργότερα.

Πρόκειται για ένα open world action-adventure, το οποίο ήρθε για να διεκδικήσει τη θέση του στην αγορά, σε ένα genre συνυφασμένο -αν όχι ταυτόσημο- με τη σειρά Grand Theft Auto. Η ιστορία μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως δικαιολογία για την περιπέτεια-περιπλάνηση στη Wasteland, όπως ακριβώς συμβαίνει εν πολλοίς και στις ταινίες. Ο Max εισέρχεται για πρώτη φορά στη gaming βιομηχανία και φέρνει μαζί του τη γνωστή… στριμάδα και δυστροπία που τον χαρακτηρίζει. Η δολοφονία της γυναίκας και του παιδιού του τον στοιχειώνουν σε κάθε βήμα, ενώ η εσωτερική διαχείριση της παράνοιας του κόσμου και των δικών του εφιαλτών, τον έχει μετατρέψει σε έναν μοναχικό περιπλανώμενο επάνω σε εκατοντάδες άλογα, ο οποίος δεν αντέχει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό… αλλά το παλεύει. Το αυτοκίνητό του -ένα Ford Falcon XB GT Coupe 1973, γνωστότερο και ως «V8 Interceptor»- αποτελεί πλέον κομμάτι του, και είναι ίσως το μόνο που τον κάνει να αισθάνεται κάτι. Όταν λοιπόν δέχεται επίθεση και το χάνει από τον Scabrous Scrotus, παράφρονα γιο του Αθάνατου Joe, γνωστού από την τέταρτη ταινία, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου να το ανακτήσει.

Αυτός είναι και ο άξονας του παιχνιδιού, απόλυτα πιστός στο ύφος των ταινιών, απαλλαγμένος από πολυεπίπεδες ανθρώπινες σχέσεις και υψηλά νοήματα. Ο πρώτος άνθρωπος που γνωρίζει ο Max μετά την απώλεια του αυτοκινήτου του είναι άλλος ένας ημιπαράφρων, ο Chumbucket, απομίμηση του Κουασιμόδου, ο οποίος, αφού του χαριστεί η ζωή, θα γίνει το «δεξί χέρι»  του πρωταγωνιστή και ο μόνιμος, ικανότατος μηχανικός του καθώς θα τον ακολουθεί παντού, σε κάθε εξόρμηση με το αυτοκίνητο στις αχανείς ερημικές περιοχές της Wasteland, όπου η άμμος καλύπτει τα πάντα εκτός από τους αφιλόξενους βραχώδεις λόφους, ενώ η έννοια της βλάστησης είναι άγνωστη γενικώς. Το Mad Max προσπαθεί να εισάγει κάποια survival στοιχεία στο gameplay του, τα οποία σχετίζονται με την εύρεση νερού και τροφής και αναπληρώνουν τη μπάρα της ζωής του ήρωα, καθώς επίσης και ντεπόζιτων με βενζίνη για το αυτοκίνητο που οδηγεί, αν και στην πράξη είναι σχεδόν απίθανο να πεθάνει από έλλειψη κάποιου εξ αυτών ή να ξεμείνει στη μέση του πουθενά (δε μου συνέβη ποτέ). Όπως οι ταινίες, έτσι και το παιχνίδι, δε διεκδικεί δάφνες για το σενάριό του, αν και το ενδιαφέρον αυξάνεται στην πορεία μέσω κάποιων νέων προκλήσεων που προκύπτουν.

Ωστόσο στην προσπάθεια των developers της Avalanche να «κρατήσουν» τον παίκτη μέσα στο παιχνίδι, ακολουθούν μια τουλάχιστον αμφιλεγόμενη -αν όχι κακή- τακτική την οποία τρεις μήνες αργότερα συναντήσαμε και στο Just Cause 3, όπως διαβάζουμε στο review του site. Συγκεκριμένα, αρκετές από τις μόλις 15 βασικές αποστολές του παιχνιδιού -που έχουν και γραμμική σειρά- είναι κλειδωμένες· για να γίνουν διαθέσιμες απαιτείται η πραγματοποίηση δευτερευουσών δραστηριοτήτων και side quests, τα οποία εν προκειμένω μόνο ως τέτοια δε μπορούν να χαρακτηριστούν. Πρόκειται για ενέργειες και δράσεις οι οποίες δε σχετίζονται άμεσα με την κεντρική υπόθεση και κατά συνέπεια κόβουν το ρυθμό. Ίσως το χειρότερο όλων είναι όταν απαιτούνται συγκεκριμένες αναβαθμίσεις είτε στο όχημα του Max είτε στις ικανότητές του. Κι αυτό διότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτές μπορούν να γίνουν μόνο μέσω αγοράς με το «νόμισμα» του τίτλου, τα «scraps» (κομμάτια μετάλλου) που συγκεντρώνει ο ήρωας σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Το αρνητικό στην περίπτωση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι μπορείς πολύ εύκολα να αναγκαστείς να grindάρεις για αρκετές ώρες αν κάνεις το λάθος και προχωρήσεις εκ των προτέρων σε αναβαθμίσεις της επιλογής σου και δεν κρατήσεις τα scraps για τις στιγμές που θα σου ζητηθούν για συγκεκριμένα upgrades. Το loot καθ’ αυτό είναι υποχρεωτικό για να προχωρήσεις· αν εξερευνάς τις περιοχές που σε οδηγούν οι αποστολές και στις οποίες σε κατευθύνει το παιχνίδι, τότε φαίνεται να επαρκεί οριακά για τις απαιτητές βελτιώσεις ή να χρειάζεται λίγη ακόμη αναζήτηση για να συγκεντρώσεις το απαιτούμενο scrap. Προσωπικά, έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του διαβάζοντας το review του site, απέφυγα σχεδόν κάθε upgrade μέχρι τη στιγμή που ήταν υποχρεωτικό για να συνεχίσω την ιστορία. Πέρα από δύο-τρεις περιπτώσεις δε χρειάστηκε να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία αναζήτησης, δίχως να υπολογίζω φυσικά τα side missions στα οποία εξαναγκάστηκα προκειμένου, επί παραδείγματι, να χαμηλώσω το threat level ορισμένων περιοχών, ώστε να συνεχίσω στις main missions.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως όλα αυτά απέχουν παρασάγγας από την ουσία ενός open world τίτλου στον οποίο μπορείς να πας όπου θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις και να προχωρήσεις την ιστορία με τον τρόπο που εσύ επιθυμείς. Κι εκεί ακριβώς είναι που υστερεί το Mad Max. Διαθέτει έναν τεράστιο χάρτη προς εξερεύνηση, αλλά ο τρόπος που δεσμεύει τον παίκτη επιδρά αρνητικά. Όλα τα προαναφερθέντα θα ήταν πολύ προτιμότερο να είναι όντως προαιρετικά, ακόμη κι αν το φινάλε της κεντρικής ιστορίας ερχόταν πολύ πιο σύντομα. Προσωπικά, προσέχοντας ιδιαίτερα τη διαχείριση του scrap και ολοκληρώνοντας το 44% του τίτλου, είδα τα credits μετά από περίπου 17 ώρες, διάρκεια που κρίνεται σίγουρα μικρή για ένα παιχνίδι της κατηγορίας του, ενώ και ο βαθμός δυσκολίας αποδείχθηκε σχετικά χαμηλός, με μία-δύο εξαιρέσεις.

Στον αντίποδα, ένα από τα πλέον θετικά χαρακτηριστικά του τίτλου αφορά το ύφος και την ατμόσφαιρά του, που είναι 100% Mad Max. Όσοι έχουν δει τις ταινίες, θα νιώσουν οικεία από το πρώτο δευτερόλεπτο, ενώ η ευκαιρία να εξερευνήσεις τη Wasteland αποτελεί πρόκληση από μόνη της. Τα τοπία είναι εντυπωσιακά, κυρίως για την απόκοσμη αισθητική που αποπνέουν, ενός νεκρού πολιτισμού, θαμμένου κάτω από την άμμο και τη σκόνη, ενώ τα μυστικά που κρύβουν ιδίως ορισμένες περιοχές είναι σίγουρα επιβλητικά. Επιπλέον, με υπέροχο τρόπο αποδίδονται οι αμμοθύελλες που κάνουν την εμφάνισή τους ανά διαστήματα και συνοδεύονται ενίοτε από πλούσιο loot που εμφανίζεται στην ευρύτερη περιοχή. Στον ήχο ξεχωρίζουν τα εφέ, όπου έχει γίνει καταπληκτική δουλειά, ενώ το soundtrack, με την υπογραφή του άσημου Mats Lundgren, ταιριάζει άψογα παραπέμποντας σε κάποια σημεία και στο πρόσφατο film.

Τα upgrades που είναι διαθέσιμα αφορούν πάρα πολλές επιλογές, ωστόσο αφενός απαιτούν εκατοντάδες scraps, αφετέρου δεν είναι ιδιαίτερα απαραίτητα -πέραν των υποχρεωτικών- καθώς το παιχνίδι δεν είναι δύσκολο, όπως ήδη επισημάνθηκε. Επιπροσθέτως, τουλάχιστον στο δικό μου playthrough, έδειξε να δικαιώνεται η δήλωση της Warner Bros, ότι το παιχνίδι επικεντρώνεται κατά 60% στην οδήγηση και 40% στο περπάτημα. Το σύστημα μάχης είναι σχεδόν αποκλειστικά melee, καθώς οι σφαίρες για το shotgun που φέρει ο Max είναι ελάχιστες, όταν βρίσκει, ενώ αυτό δείχνει να είναι το μοναδικό όπλο σ’ όλο το παιχνίδι. Οι μηχανισμοί του combat system είναι ουσιαστικά οι ίδιοι που έχουμε συναντήσει και σε άλλα παιχνίδια με publisher τη Warner Bros εδώ και αρκετά χρόνια, όπως είναι η σειρά Batman: Arkham και το Middle-Earth: Shadow of Mordor.

Καταλήγοντας, το Mad Max είναι ένα παιχνίδι που επιχείρησε να αξιοποιήσει το hype που δημιουργήθηκε από την ομώνυμη ταινία που κυκλοφόρησε εντός του 2015, λίγους μήνες νωρίτερα από αυτό. Πιστεύω ότι οι αδυναμίες που παρουσιάζει κυρίως ως προς τους περιορισμούς που θέτει στο gameplay, είναι αυτοί που το κράτησαν πίσω στον ανταγωνισμό της αγοράς σε σχέση με άλλα games του συγκεκριμένου genre. Οι παθογένειες των τίτλων της Avalanche, που μεταφράζονται κυρίως σε open world υπό… προϋποθέσεις -οι οποίες ακυρώνουν αυτομάτως το χαρακτήρα του και κόβουν το ρυθμό που προσπαθεί να αποκτήσει το παιχνίδι- καθώς και το αναιμικό σενάριο, κάνουν για μία ακόμη φορά την εμφάνισή τους. Η διασκέδαση, αν θέλεις να παίξεις κυρίως το main story, έχει την αφετηρία της στη συγκέντρωση και σωστή διαχείριση του scrap metal, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το στοιχείο της επανάληψης μπορεί να γίνει πολύ έντονο. Υπάρχουν αρκετές εντυπωσιακές στιγμές, ενώ, αντίθετα, δεν υπάρχει απάτητο σημείο στο χάρτη του παιχνιδιού. Το Mad Max δεν είναι ο καλύτερος τίτλος στην κατηγορία του, αλλά, σίγουρα, μόνο κακός δεν είναι.

Leave Comments