Ιούλιος 1918. Μετά από 300 χρόνια, η δυναστεία των Romanov αποτελεί πλέον παρελθόν κατόπιν των γεγονότων της Φεβρουαριανής Επανάστασης του προηγούμενου έτους. Η τέως τσαρική οικογένεια, αποτελούμενη από τον Νικόλαο Β΄, τη σύζυγό του, Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα, και τα πέντε τέκνα τους, Όλγα, Τατιάνα, Μαρία, Αναστασία και Αλεξέι, έχουν μεταφερθεί υπό περιορισμό σ’ ένα σπίτι στην Αικατερινούπολη, μετά την προ μηνών Οκτωβριανή Επανάσταση που υποστηρίχθηκε από τους Μπολσεβίκους. Ένα μέλος της Αδελφότητας των Assassins σε ώριμη ηλικία, ο Nikolaï Orelov, αποφασίζει να αναλάβει μια τελευταία αποστολή, σκοπεύοντας στη συνέχεια να φύγει από τη Ρωσία για την Αμερική, μαζί με την οικογένειά του, για ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του, όσο αυτό μπορεί να είναι εφικτό. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, ωστόσο, χρειάζεται τα χρήματα αυτής της στερνής υπόθεσης: Υπάρχουν πληροφορίες ότι η αυτοκρατορική οικογένεια έχει στην κατοχή της ένα παλιό και πολύ ιδιαίτερο κουτί, το οποίο εικάζεται ότι μπορεί να είναι ένα Κομμάτι της Εδέμ. Σε περίπτωση που ισχύει, είναι δεδομένο ότι οι Templars θα βρίσκονται οπωσδήποτε στο κυνήγι του. Ο Nikolaï θα πρέπει να φτάσει πρώτος στο στόχο του και να εξασφαλίσει το πολύτιμο αντικείμενο.
Μόλις ένα μήνα μετά τον προκάτοχό του, το Assassin’s Creed Chronicles: Russia κυκλοφόρησε Φεβρουάριο του 2016, ως το τρίτο και τελευταίο παιχνίδι της spin-off τριλογίας του δημοφιλούς franchise, με το περί ου ο λόγος προαναφερθέν κουτί να αποτελεί εξ αρχής πλέον το συνδετικό κρίκο και των τριών τίτλων (China και India οι δύο πρώτοι), τα γεγονότα των οποίων διαδραματίζονται σε ορίζοντα περίπου 400 ετών, ενώ 77 έχουν μεσολαβήσει μεταξύ των δύο τελευταίων. Τη φορά αυτή η Climax Studios, που ανέπτυξε την εν λόγω mini σειρά, και δι’ αυτής η ίδια η Ubisoft, προσεγγίζουν μια περίοδο τεράστιων αναταράξεων και ανακατατάξεων εντός της Ρωσίας, σε όλα τα επίπεδα, στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που συνέπεσαν με την ανατροπή των Τσάρων αλλά και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος διήρκησε έως το 1923, λίγους μήνες μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η αιώνια διαμάχη Assassins εναντίον Templars βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, εν τούτοις η ιστορία τροποποιείται κατάτι για αφηγηματικούς λόγους, καθώς ένα μέλος της οικογένειας των Romanov… τα καταφέρνει, και μάλιστα θα έχει άκρως δυναμικό ρόλο στην ιστορία που διηγείται το παιχνίδι. Αυτή παρουσιάζει αισθητά εντονότερο ενδιαφέρον από τις προηγούμενες περιπτώσεις, ενώ το πλαίσιο που διαμορφώνεται συνολικά έχει σαφώς μεγαλύτερη δυναμική και είναι πολύ πιο ατμοσφαιρικό.
Όπως στα China και India έτσι και τώρα, ο πρωταγωνιστής, Nikolaï, δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο σύμπαν των Assassin’s Creed, καθώς στο μεταίχμιο των ετών 2010/11 πρωταγωνίστησε σε mini σειρά comics τριών τευχών, το Assassin’s Creed: The Fall, όπου εμφανίστηκε να δραστηριοποιείται στη Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1880, εξ ου και το μάλλον προχωρημένο της ηλικίας του τώρα, αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα. Μάλιστα, το 2012 ακολούθησε ως sequel μια νουβέλα των Cameron Stewart and Karl Kerschl, υπό τον τίτλο Assassin’s Creed: The Chain, που εκκινεί με τον ήρωα να βρίσκεται πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τις κριτικές που εισέπραξε το Russia, οι οποίες ήταν οι χειρότερες μεταξύ των τριών games της Climax, εκτιμώ ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για το καλύτερο της τριλογίας, για μια σειρά λόγων: εν πρώτοις το εξαιρετικό art direction, που τοποθετεί με τον καλύτερο τρόπο τον gamer στα επίπεδα του παιχνιδιού, σε πόλεις στις οποίες υπάρχει αναβρασμός και έντονες ζυμώσεις ελέω των προαναφερθέντων συνθηκών. Η ατμόσφαιρα «χτίζεται» επάνω στο κυρίαρχο και πολυδιάστατο γκρίζο του κόσμου του, που «σπάει» από ένα εντονότατο κόκκινο, οι αποχρώσεις του οποίου κυμαίνονται από το βυσσινί έως το πορτοκαλί, ενώ ο ουρανός «βάφεται» αναλόγως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις.
Σημείο αναφοράς στο gameplay σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια της spin-off σειράς είναι ένα sniper με ξιφολόγχη, το οποίο φέρει ο Nikolaï και μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε στιγμή αλλά και σε σημεία ειδικά για το σκοπό αυτό, όπου αναλαμβάνει με τη βοήθεια του σκοπεύτρου του. Στα gadgets, στον ήδη υπάρχοντα γάντζο που επιτρέπει το σκαρφάλωμα σε οροφές, όταν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, έχει προστεθεί ένας αντίστοιχος μηχανισμός, με τον οποίο ο πρωταγωνιστής μπορεί να καταστρέφει ασφάλειες ηλεκτρικού ρεύματος, που βρίσκονται μέσα σε κουτιά. Περαιτέρω, υπάρχει πλέον μεγαλύτερη ποικιλία και έμπνευση στο σχεδιασμό των επιπέδων, κάνοντας τα πράγματα οπωσδήποτε πιο ενδιαφέροντα, ωστόσο και πάλι ο τίτλος, τουλάχιστον σε normal difficulty -το μόνο διαθέσιμο στο πρώτο playthrough- ενθαρρύνει, αφ’ ης στιγμής επιτρέπει, μια πιο action απ’ ό,τι stealth προσέγγιση, ακόμη κι αν θεωρητικά δεν το παραδέχεται. Βεβαίως η δεύτερη είναι απαραίτητη προκειμένου να ξεκλειδώσει κάποιος τα διαθέσιμα upgrades σε κάθε επίπεδο, συγκεντρώνοντας περισσότερους πόντους στην περίπτωση αυτή, τα οποία με τη σειρά τους θα του επιτρέψουν να μπει υπό καλύτερες προϋποθέσεις σε ένα new game plus ή plus hard difficulty μετά την ολοκλήρωση της πρώτης προσπάθειας. Διαφορετικά είναι πιθανό να μην ξεκλειδώσει σχεδόν καμία αναβάθμιση, όπως ο υποφαινόμενος, καθώς ενδιαφέρθηκα απλώς να φτάσω στον τερματισμό, δίχως να ασχοληθώ ιδιαίτερα με δευτερεύοντα tasks και τη συλλογή των collectables κάθε επιπέδου.
Στα αρνητικά συγκαταλέγεται η μικρή διάρκεια και αυτού του παιχνιδιού· είδα τους τίτλους τέλους μετά από μόλις έξι ώρες, ελάχιστα περισσότερο απ’ ό,τι στο China. Στο διάστημα αυτό πολλά και σημαντικά γεγονότα «καίγονται», καθώς παρουσιάζονται υπερβολικά συνοπτικά στη διάρκεια των cutscenes, που αποτελούνται εκ νέου από στατικές εικόνες, ενώ ακόμη περισσότερα απλώς περιγράφονται ή υπονοούνται. Αρκετές είναι επίσης οι στιγμές στις οποίες εξαφανίζονται οι υπότιτλοι, κατά τη διάρκεια των ομολογουμένως πειστικών διαλόγων στα αγγλικά με σπαστή ρωσική προφορά. Τη μεγαλύτερη διαφορά, ωστόσο, σε σχέση με τα China και India κάνει το εξαιρετικά ατμοσφαιρικό soundtrack, το οποίο πλέον ανεβαίνει ξεκάθαρα επίπεδο, φέροντας εκ νέου την υπογραφή των Aaron Miller και Mark Rutherford.
Τα πνευστά έχουν την τιμητική τους τώρα, δίνοντας τον απαραίτητο όγκο σε μια ορχηστρική μουσική, που σε συνδυασμό με τα κρουστά κορυφώνουν την ατμοσφαιρική απόδοση της Ρωσίας εκείνης της εποχής. Υπάρχουν «εκρηκτικά» μουσικά θέματα και αρκετά άλλα «υποσχόμενα», που «χτίζουν» και πάλι πριν από το επόμενο «ξέσπασμα». Δεν είναι λίγες μάλιστα οι περιπτώσεις που παραπέμπουν άμεσα στο soundtrack του Sniper Elite franchise, τη μουσική του οποίου συνθέτει και πάλι ο Rutherford. Καταληκτικά, το Assassin’s Creed Chronicles: Russia αποδείχθηκε για τον υπογράφοντα το καλύτερο παιχνίδι της τριλογίας, το οποίο αξίζει να δοκιμάσει κάθε φίλος των 2.5D action-platform games, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ελπίζει σε κάτι πρωτοποριακό. Η ατμόσφαιρά του, ωστόσο, δε μπορεί να περάσει απαρατήρητη.