Ένα χρόνο μετά το δυνατό μπάσιμο των κονσολών όγδοης γενιάς στη gaming βιομηχανία η Ubisoft Montreal, βασική developer εταιρία των Assassin’s Creed, έμελλε να στραφεί αποκλειστικά σ’ αυτές και τα PC με την κυκλοφορία του Unity, το οποίο όμως άφηνε παραπονεμένους τους κατόχους PS3 και Xbox 360. Αυτό το κενό έσπευσε να καλύψει η Ubisoft Sofia δημιουργώντας το ίδιο διάστημα έναν τίτλο… exclusive για τις κονσόλες αυτές και τα PC, ο οποίος ολοκληρώνει μια τετραλογία του franchise (Assassin’s Creed III, Liberation, Black Flag), που διαδραματίζεται στο 18ο αιώνα και την Αμερική των αποικιών.
Πρόκειται για έναν επίλογο και το τέλος μια εποχής, όπου συμπληρώνονται τα τελευταία κομμάτια του παζλ και συνδέονται οι διαφορετικές αυτές ιστορίες με τρόπο πολύ συνεκτικό, αν εξαιρέσει κάποιος το Liberation που απετέλεσε… τσόντα εν μέσω των λοιπών τίτλων. Είναι το παιχνίδι που δε διστάζει να κάνει μια στροφή στο ρου της ιστορίας και να μας παρουσιάσει τα τεκταινόμενα από μία άλλη σκοπιά, αυτή των διαχρονικά… κακών της όλης υπόθεσης, των Templars. Είναι η στιγμή που θα αναρωτηθεί ο καθένας μήπως του δημιουργήθηκε μια λανθασμένη εικόνα από όλη την υπόλοιπη σειρά και αν τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα, τουλάχιστον όσον αφορά αυτή την περίοδο.
Το Rogue είναι κατά βάση σύγχρονο του Assassin’s Creed III (1754-1783), καθώς λαμβάνει χώρα το διάστημα 1752-1760. Κάπως έτσι οι αμφιβολίες για την αλήθεια αυξάνονται μετά τη νέα αυτή οπτική γωνία, καθώς είχαμε ήδη πάρει μια μικρή γεύση σ’ εκείνο το παιχνίδι ελέγχοντας αρχικά τον Haytham Kenway, first Grand Master του Τάγματος των Ναϊτών αυτών των χρόνων. Ένα από τα πλέον ενδιαφέρονται στοιχεία του Rogue είναι η επιστροφή – ισχυρή παρουσία ουκ ολίγων γνωστών χαρακτήρων από τα προηγούμενα games της σειράς, όπως του προαναφερθέντος Kenway, καθώς επίσης του -γερασμένου, πλέον-Adewale, quartermaster του Edward Kenway, πρωταγωνιστή του Black Flag, και πρωταγωνιστής του dlc «Freedom Cry». Ακόμη, βλέπουμε τον Mentor του Connor από το Assassin’s Creed III, Achilles, να ηγείται των Ασασίνων στα νιάτα του παρουσιάζοντας πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ για μία ακόμη φορά θα συναντήσουμε τον Benjamin Franklin, τον νεαρό George Washington και γνώριμους Templars από το παρελθόν.
Ο ήρωάς μας αυτή τη φορά είναι ο Shay Patrick Cormac ένας νεοσύλλεκτος Assassin υπό τις οδηγίες του Achilles, ο οποίος επιστρατεύεται στην αναζήτηση ενός artifact που δύναται να αποκαλύψει τις τοποθεσίες αρκετών Pieces of Eden στον παγκόσμιο χάρτη. Ωστόσο, σύντομα αρχίζουν να δημιουργούνται σύννεφα στη σκέψη του Shay, ο οποίος δεν πείθεται για τα κίνητρα της Αδελφότητάς του, ούτε από τις εξηγήσεις που του δίνονται. Έπειτα από μια κολοσσιαία καταστροφή την οποία θα προκαλέσει ο ίδιος σε μια αποστολή με τον ελληνικότατο τίτλο «Kyrie eleison», θα λάβει την τελική του απόφαση και θα αλλάξει στρατόπεδο συμπορευόμενος πλέον με τους Templars, πεπεισμένος ότι εν τέλει για την ειρήνη και την ευημερία πασχίζει και πολεμά αυτό το Τάγμα. Στο Rogue παρουσιάζεται η άλλη όψη του νομίσματος και οι αμφιβολίες για το… δίκιο του καθενός ενισχύονται προς το τέλος υπέρ των Templars.
Όπως ανέφερα και στο ξεκίνημα, πρόκειται για τον επίλογο μιας μεγάλης ιστορίας, ακόμη κι αν η in-game χρονική περίοδος ολοκληρώνεται επί της ουσίας εν μέσω του… Assassin’s Creed III. Είναι ένα παιχνίδι – σύνοψη και απολογισμός όσων βίωσαν οι gamers νωρίτερα, από μια διαφορετική και εν τέλει απολύτως επιτυχημένη προοπτική. Το σενάριο είναι ιδιαίτερα συμπαγές και πιστεύω αρτιότερο του Black Flag, με τη μόνη διαφορά ότι είναι συγκριτικά πολύ μικρότερο σε διάρκεια. Μέσα σε μόλις έξι sequences φτάνουμε στο φινάλε κι αυτό συγκαταλέγεται, αν μη τι άλλο, στα αρνητικά. Από τη στιγμή που υπήρχε η υποδομή και οι βάσεις ήταν ισχυρές, εδύνατο η κεντρική ιστορία να είναι τουλάχιστον κατά 80%-90% μεγαλύτερη, ούτως ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια ολοκληρωμένη εμπειρία με διαφορετική ιδεολογική προσέγγιση.
Πρόκειται για έναν συγκερασμό στοιχείων του Assassin’s Creed III και του Assassin’s Creed IV: Black Flag, που ενέχουν όμως έτσι και το στοιχείο της επανάληψης, το οποίο γίνεται πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Το Rogue επιχειρεί να συνδυάσει τις αποστολές του πρώτου στην ηπειρωτική χώρα με τις ναυμαχίες και τη θαλάσσια εξερεύνηση του δευτέρου, ωστόσο κάπου μοιάζει να… ξεμένει από δυνάμεις, ελλείψεως περαιτέρω εμβάθυνσης και όγκου της κεντρικής ιστορίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη δίνεται η δυνατότητα στον παίκτη, τουλάχιστον μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, να εξερευνήσει τον πολύ μεγάλο χάρτη του παιχνιδιού, το κλου του οποίου δεν είναι άλλο από την ευρύτερη περιοχή του βορείου Ατλαντικού.
Εκεί όπου τα πάντα είναι παγωμένα και οι χιονοθύελλες βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη, ενώ παγόβουνα επιπλέουν επικίνδυνα για τους απρόσεκτους καπεταναίους. Εκεί το κολύμπι απαγορεύεται με την ποινή του θανάτου για όποιον δε θέλει να παγώσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και οι… βουτιές από το καράβι για να φτάσεις στην κοντινή νησίδα γίνονται αποκλειστικά με δική σου ευθύνη! Τα χιονισμένα τοπία -και όχι μόνο, βέβαια- είναι χάρμα οφθαλμών, όπως και το μαγευτικό βόρειο σέλας στον ορίζοντα, ενώ σε κάποια σημεία το καράβι του Shay, το «Morrigan», χρειάζεται να σπάσει το λεπτό στρώμα πάγου που έχει επικαλύψει την επιφάνεια της θάλασσας ώστε να προχωρήσει. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η River Valley, η οποία βρίσκεται στο ανατολικό άκρο των μετέπειτα Η.Π.Α., μια πανέμορφη, καταπράσινη περιοχή, η πλοήγηση εντός της οποίας απαιτεί επιδέξιες μανούβρες.
Από εκεί και πέρα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ναυμαχίες έχουν γίνει πολύ πιο εύκολες μειώνοντας ακόμη περισσότερο τον πάγια χαμηλό βαθμό πρόκλησης των Assassin’s Creed και ουσιαστικά ελαχιστοποιώντας το μόνο σοβαρό competitive στοιχείο που υπήρξε μέχρι τώρα και το συναντήσαμε στο Black Flag, εκεί όπου ήθελε αυξημένα skills ειδικά για να κουρσέψεις ένα ισχυρότερο πλοίο από το δικό σου, συνδυάζοντας σωστά την άμυνα και την αποφυγή με την αποφασιστική και καίρια επίθεση, πάντοτε βεβαίως με τις κατάλληλες αναβαθμίσεις. Upgrades τα οποία μπορούν να γίνουν πολύ πιο γρήγορα αυτή τη φορά, καθώς πλέον δίνεται η δυνατότητα αποταμίευσης κάποιων χρημάτων από κάθε πλοίο που κυριεύεις, πέραν του σχετικού loot που θα δώσει ακόμη περισσότερα, ενώ υπάρχουν και φρεγάτες – θησαυροφυλάκια, που σου προσφέρουν τουλάχιστον 2.000 λίρες εκάστη. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες τροποποιήσεις όσον αφορά τον εξοπλισμό του σκάφους, οι οποίες απλοποιούν κι άλλο τα πράγματα καθώς το AI των αντιπάλων πλοίων είναι αισθητά μειωμένο και σαφώς λιγότερο επιθετικό. Στο Black Flag τα legendary ships δεν έπεφταν με τίποτα χωρίς σχεδόν το σύνολο των διαθέσιμων αναβαθμίσεων, μαζί με τα elite upgrades. Αντίθετα, τώρα, απέναντι και σε περισσότερα πλοία, η υπόθεση έμοιαζε σχεδόν «παιχνιδάκι».
Με ξένισε, ακόμη, το γεγονός ότι το «Morrigan» σε full speed έμοιαζε να πηγαίνει με κινητήρα και όχι με την ταχύτητα του ανέμου στα ανοιχτά πανιά, ενώ ένα εντυπωσιακό στοιχείο ήταν το… sprint που μπορούσες να κάνεις έχοντας πατημένο το LT και πατώντας εν συνεχεία το Α, δίνοντας την αίσθηση ότι το πλοίο έχει… nitro(!), τη στιγμή, δηλαδή, που η κάμερα έδειχνε μόνο την πλώρη του. Προσθαφαιρέσεις υπάρχουν και στην πανίδα του παιχνιδιού σε σχέση με το παρελθόν, με γνωστά ζώα να κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους και άλλα να έχουν προστεθεί προσαρμοσμένα στο ψυχρότερο κλίμα των βορειότερων περιοχών. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι με το Assassin’s Creed: Rogue εξαντλήθηκε η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος, και πέραν του πολύ ενδιαφέροντος -πλην μικρού σε διάρκεια- κεντρικού story, της φυσικής ομορφιάς και των όποιων ελαχίστων διαφοροποιήσεων, το «ξεζούμισμα» έκανε για πρώτη φορά τόσο εμφανή τα σημάδια του.