By Professor_Severus_Snape on Saturday, 12 March 2022
Category: GameWorld

…and don't you come back!

Η LucasArts αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εταιριών οι οποίες επέδρασαν σε τεράστιο βαθμό με τον τρόπο τους στη gaming βιομηχανία. Όχι γιατί οι πωλήσεις της ήταν πρωτοφανείς στο χώρο -άλλωστε όχι μόνο δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά ενίοτε ήταν ακόμη και χαμηλές σε απόλυτους αριθμούς, όσο διότι με τα παιχνίδια της προσδιόρισε ένα ολόκληρο στυλ. Επρόκειτο για την καθοριστική καμπή στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι Αμερικανοί developers αποκήρυξαν από την πρώτη στιγμή τα adventures των οποίων το gameplay βασιζόταν σημαντικά ή εξ ολοκλήρου στην γραπτή μορφή εντολών από τον ίδιο τον παίκτη, υιοθετώντας ό,τι προσδιόρισε τα point & click games της κατηγορίας. Αυτό τους έδωσε ένα αφηγηματικό πλεονέκτημα έναντι της κραταιάς Sierra On-Line στο genre, η οποία εξακολουθούσε ως ένα βαθμό να ακολουθεί την παλαιά πρακτική.

Περί των πεπραγμένων της LucasArts έχουμε αναφερθεί σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, με αφορμές τη μεγάλη πλειοψηφία των τίτλων που παρουσίασε στα ‘90s, συνεπώς εν προκειμένω δεν υπάρχει λόγος επανάληψης. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε σε βάθος χρόνου, ήταν ότι κατόρθωσε να θεωρούνται σημαντικά για διαφορετικούς λόγους και τα 15 παιχνίδια που κυκλοφόρησε κατά τα έτη 1986-2000. Το 1993 βρισκόταν στον απόηχο σπουδαίων games, όπως τα δύο πρώτα Monkey Island (1990, 1991) αλλά και το Indiana Jones and the Fate of Atlantis (1992), ενώ η χρονιά είχε ήδη ανοίξει με τη διάθεση του Maniac Mansion II: Day of the Tentacle. Μάλιστα, η συγκεκριμένη επρόκειτο να είναι η δεύτερη και τελευταία της εταιρίας με δύο καινούρια games, μετά το 1990, όταν αρκετούς μήνες πριν από το Secret of Monkey Island είχε παρουσιαστεί το Loom.

Κάπως έτσι προέκυψε ένα από τα πιο κλασικά adventures όλων των εποχών, εισάγοντας ορισμένες καινοτομίες ιδίως στο gameplay, ενώ σημείο αναφοράς αποτελούσε το καυστικό χιούμορ του, τέτοιο που είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να σταθεί κατά πάντα στο βωμό της σύγχρονης, συχνά στείρας, πολιτικής ορθότητας. Το Sam & Max Hit the Road κυκλοφόρησε σε απόσταση περίπου πέντε μηνών από το Day of the Tentacle, επικεφαλής του οποίου ήταν οι Tim Schafer και Dave Grossman. Καθώς όμως ο Ron Gilbert αποτελούσε παρελθόν από την εταιρία επί σχεδόν δύο χρόνια, ο «κλήρος» για το νέο project της LucasArts έπεσε σε δύο ανθρώπους με προϋπηρεσία σε προηγούμενες δημιουργίες της, αλλά πλέον αναβαθμίζονταν. Ο λόγος για τους Sean Clark και Michael Stemmle, οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής ανάπτυξης του τίτλου ως directors αλλά και co-designers, σε συνεργασία με τους Steve Purcell και Collette Michaud.

Ο Purcell δεν είναι άλλος από τον εμπνευστή και δημιουργό του Sam & Max, των χαρακτήρων οι οποίοι πρωτοεμφανίστηκαν το 1987 στην ομώνυμη σειρά comics και πρωταγωνίστησαν για τα επόμενα δέκα χρόνια, ενώ κάπου στο μισά προέκυψε και υλοποιήθηκε αυτή η μεταφορά τους στους υπολογιστές, σε λειτουργικό MS-DOS τότε, ίσως στην καλύτερη εποχή των adventures. Σε ό,τι αφορά τους Clark και Stemmle, θα περνούσαν επτά χρόνια προκειμένου να επανενώσουν τις δυνάμεις τους ως project leaders ενός ακόμη παιχνιδιού της LucasArts, και μάλιστα του τελευταίου της. Επρόκειτο βεβαίως για το Escape from Monkey Island (2000), το τέταρτο κεφάλαιο της δημοφιλούς σειράς, για την οποία έχουμε μιλήσει εκτενώς σε προηγούμενες ευκαιρίες.

Ο Sam και ο Max είναι αστυνομικοί… της Freelance Police, οι οποίοι κατά κανόνα μάχονται το έγκλημα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Το franchise αρέσκεται συχνά να παρωδεί την αμερικανική pop κουλτούρα, ενώ οι ίδιοι οι ήρωές του δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δείχνουν το… δέοντα σεβασμό στο νόμο, τον οποίο υποτίθεται ότι υπηρετούν. Βεβαίως, όταν αυτό συμβαίνει με τον απίθανο τρόπο που παρουσιάζει ή ακόμη και υπαινίσσεται το Hit the Road, αμφότεροι κερδίζουν τη συμπάθεια όλων! Ο Sam είναι ένας ανθρωπόμορφος σκύλος, ενώ ο Max ένα υπερκινητικό λαγόμορφο, ίσως ό,τι πιο κοντινό σε μια δαιμόνια εκδοχή του Bugs Bunny, με… εγγενή τάση προς την άσκηση βίας! Η ιδέα για την ιστορία που πραγματεύεται το παιχνίδι εμπνέεται -αν δε βασίζεται- από το Sam & Max On the Road, το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 1989 στο πλαίσιο των comics. Αυτοί τη φορά οι δύο χαρακτήρες λαμβάνουν ένα μήνυμα για κάτι μυστήριο που συμβαίνει σε ένα τοπικό πανηγύρι. Πηγαίνοντας εκεί πληροφορούνται ότι το βασικό έκθεμα ενός εκ των χώρων, ένα ζωντανό, αλλά μέχρι πρότινος… κατεψυγμένο γέτι, έχει εξαφανιστεί! Αποστολή τους, να εντοπίσουν τόσο τον Bruno, όπως είναι το όνομά του, όσο και την Trixie, μια κοπέλα με λαιμό καμηλοπάρδαλης, η οποία χάθηκε μαζί του!

Είναι ξεκάθαρο ότι το σκηνικό που διαμορφώνεται στη φάση αυτή, αναπαράγει με χιουμοριστικό αλλά και αυτοσαρκαστικό τρόπο το στερεότυπο των «φρικιών», τα οποία σε περασμένες εποχές αποτελούσαν τρόπο προσέλκυσης των περίεργων, έναντι αντιτίμου του εισιτηρίου. Των ανθρώπων με τερατογενέσεις, οι οποίοι ήταν στην πράξη αδύνατο να εργαστούν, αντιμετώπιζαν την πλήρη αποστροφή των άλλων, τον έσχατο κοινωνικό ρατσισμό, και τους εκμεταλλεύονταν οι επιτήδειοι για να κερδίζουν οι ίδιοι. Το Elephant Man (1980), η «βαριά κι ασήκωτη» ταινία του «ιδιαίτερου», αλλά σπουδαίου David Lynch, με πρωταγωνιστές τους κορυφαίους, Anthony Hopkins και John Hurt, είναι ίσως η σημαντικότερη που θίγει το συγκεκριμένο ζήτημα. Εξυπακούεται πως όλα αυτά δεν απασχολούν το Hit the Road, είναι όμως το ίδιο που δίνει εμμέσως αφορμή για ένα σχετικό προβληματισμό στο συγκεκριμένο σημείο. Άλλωστε, Sam και Max θα πρέπει να εντοπίσουν τον Bruno και την Trixie, αλλά μόνο για να τους επιστρέψουν στους… εργοδότες τους! Κατά προτίμηση, η… ανάκτησή τους θα πρέπει να γίνει πριν από την παρέμβαση κάποιου… Mr. Bumpus, ενός περίεργου κοντοπίθαρου με γυαλί ηλίου και ξανθό μαλλί σε στυλ Έλβις, ο οποίος κυκλοφορεί με φουσκωτό και κατά τα φαινόμενα αναζητά και ο ίδιος το γέτι.

Το concept είναι αστείο, στα όρια του γελοίου, αλλά αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος. Το παιχνίδι έχει έντονο το στοιχείο του χιούμορ, σε κάθε ατάκα των NPCs, μεταξύ των οποίων ακόμη και ο ίδιος Max, ο οποίος κλέβει την παράσταση ως ένα -έστω και μικρό- βαθμό σε σχέση με τον Sam, που είναι ο playable χαρακτήρας, αλλά θεωρητικά ο πιο… προσγειωμένος εκ των δύο. Εν τούτοις, κάθε σχόλιό τους είναι ιδιαίτερα καυστικό, απολαυστικό οπωσδήποτε, έως ακραίο κάποιες φορές. Μπορεί οπτικά το ύφος να ξεγελά, αλλά σίγουρα το game δεν απευθύνεται ακριβώς σε παιδιά! Αμφότεροι θα κληθούν να ταξιδέψουν σε γνωστές ή εικονικές περιοχές κατά μήκος του χάρτη των Η.Π.Α., οι οποίες γίνονται διαθέσιμες σταδιακά. Γενικά, η ροή του παιχνιδιού εμφανίζει μια σχετική γραμμικότητα, παρότι δεν απουσιάζουν περιπτώσεις στις οποίες οι δύο πρωταγωνιστές θα πρέπει να επιστρέψουν σε προηγούμενες τοποθεσίες, προκειμένου είτε να συλλέξουν κάτι που ενδεχομένως παρέλειψαν, είτε να αξιοποιήσουν κάποιο στοιχείο που αδυνατούσαν, διότι κάτι τους έλειπε.

Το inventory αποτελείται συνήθως από περίπου 20 αντικείμενα, αλλά έχω την αίσθηση ότι η δυσκολία είναι κατά κανόνα φυσιολογική για τα δεδομένα της εποχής, με εξαίρεση δύο-τρία σημεία, στα οποία προσωπικά κόλλησα απίστευτα πολύ, με αποτέλεσμα να δω τους τίτλους τέλους μετά από περίπου 22,5 ώρες, οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα οι μισές. Οι πρώτες σημαντικές τροποποιήσεις που προκύπτουν σε σύγκριση με όσα γνώριζαν οι fans της LucasArts, αφορούν το user interface. Η μπάρα στο κάτω μέρος της οθόνης, η οποία υπήρχε έως και στο προ μηνών Day of the Tentacle, πλέον έχει εξαφανιστεί. Ένα κουτί στη γωνία της πρώτης δίνει πρόσβαση στα items, που τότε προβάλλονται σε πρώτο πλάνο, ενώ μέσω ενός πλήκτρου στο keyboard μπορεί πλέον ο παίκτης να τα εναλλάσσει. Περαιτέρω, οι λεκτικές εντολές του πολύ πρόσφατου παρελθόντος (look at, pick up, open, close κ.λπ.) έχουν απαλειφθεί και αυτές, και αντικατασταθεί με ανάλογο τρόπο, με αποτέλεσμα τώρα το εκάστοτε επίπεδο όπου εκτυλίσσεται η δράση να παρουσιάζεται σε fullscreen.

Από εκεί και πέρα, το Hit the Road έγινε το δεύτερο adventure της εταιρίας στο οποίο συμπεριλήφθηκαν voice overs, μετά το Day of the Tentacle, κάτι πρωτοπόρο για την εποχή, πριν από 29 χρόνια! Στο ρόλο του Sam βρίσκεται ο γνωστός και μη εξαιρετέος Bill Farmer, ο επίσημος Goofy της Disney από το 1987 και έπειτα(!), καθώς επίσης του Pluto. Ο Nick Jameson εμφανίζεται ως Max, ο οποίος μέχρι σήμερα έχει να επιδείξει περισσότερες από 100 συμμετοχές σε παιχνίδια, μεταξύ αυτών ως Emperor Palpatine σε μια σειρά από Star Wars games, ενώ εμείς τον γνωρίσαμε ως Coach Oleander και Dr. Loboto μέσα από το Psychonauts franchise, ως Marshal Dune και Knife στο Broken Age (2014/15) αλλά και ως Hellbeard στο Escape from Monkey Island.

Το soundtrack είναι ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά του τίτλου. Για τις ανάγκες αυτού ένωσαν και πάλι τις δυνάμεις τους τρεις σπουδαίοι μουσικοί και συνθέτες, οι συνήθεις ύποπτοι της LucasArts καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90. Ο λόγος για τους Clint Bajakian, Peter McConnell και Michael Z. Land, οι οποίοι στο διάστημα αυτό παρουσίασαν μια αλληλουχία μικρότερων ή μεγαλύτερων αριστουργημάτων, στα οποία έχουμε αναφερθεί αναλυτικότερα σε πολλές περιπτώσεις κατά το παρελθόν, συνεπώς εδώ ας περιοριστούμε. Άλλωστε, περισσότερα από 130 λεπτά original και υπέροχης jazz μουσικής, με αρκετά στοιχεία swing, country, ενίοτε ακόμη και πιο ηλεκτρικούς ήχους, προς την κατεύθυνση της blues, ατμοσφαιρικούς σε κάθε περίπτωση, διαμορφώνουν ένα πλουσιότατο και συχνά «ανεβαστικό» αποτέλεσμα, το οποίο διεκδικεί επάξια την αυθυπαρξία του όταν το παιχνίδι ολοκληρώνεται.

Δίχως να φέρνει την επανάσταση στην κατηγορία του, δίχως να αποτελεί το καλύτερο videogame της LucasArts σε ό,τι αφορά την ποικιλία ή την ευρηματικότητα των γρίφων του, δίχως να είναι καλύτερο από το Day of the Tentacle της ίδιας χρονιάς, το Sam & Max Hit the Road καταξιώθηκε δικαίως ως ένα από τα κλασικότερα adventures εκείνης της περιόδου και όχι μόνο, καινοτόμο για τις διαφοροποιήσεις του gameplay του και για το εξαιρετικό χιούμορ του, το οποίο κινούταν σε μια διαφορετική κατεύθυνση, σουρεαλιστική και πάλι μεν, πιο σκωπτική και «γήινη» κατά βάθος, δε, σε σύγκριση με προηγούμενους τίτλους της εταιρίας. Αργότερα, το σύμπαν του προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιστρέψει σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, έως ότου η Telltale Games ανέλαβε δράση και τα σχετικά δικαιώματα, αναπτύσσοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρεις σεζόν και συνολικά 16 επεισόδια κατά τα έτη 2006-2010, στο franchise το οποίο τη σύστησε εν πολλοίς στους adventurers…

Leave Comments