Ένας τίτλος ο οποίος κυκλοφόρησε στα τέλη του 2003 από τη Ubisoft, και ενδεχομένως χωρίς να δρέψει τους καρπούς που του άξιζαν, ήταν το Beyond Good & Evil. Ένα «διαμαντάκι» σε μια διετία-φωτιά για τη γαλλική εταιρία, κατά την οποία είχαν κυκλοφορήσει τίτλοι -μεταξύ αρκετών άλλων αξιόλογων- όπως το πρώτο Far Cry, τα δύο Prince of Persia, Sands of Time και Warrior Within, το Myst 4: Revelation, Rayman 3: Hoodlum Havoc, Tom Clancy's Splinter Cell: Pandora Tomorrow. Κάπως έτσι το συμπαθέστατο action-adventure περιορίστηκε στις ομολογουμένως πολύ καλές κριτικές που είχε λάβει τότε και σε μια θέση στο classics pack της εταιρίας για τον εορτασμό των 25 χρόνων από την ίδρυσή της, προ τετραετίας.
Καθώς ήταν ένα game που το θυμόμουν μεν, αλλά δεν είχε τύχει να ασχοληθώ, με «έψησε» τελικά αυτό το blog, καθώς με διακατέχει μια «retro» επιθυμία για παιχνίδια της προηγούμενης δεκαετίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν έπαιξα. Το Beyond Good & Evil είναι πολύ όμορφο αισθητικά, κι αυτό μπορεί να το ανακαλύψει οποιοσδήποτε ασχοληθεί μαζί του και το προχωρήσει. Με έντονα χρώματα και ωραία γραφικά για την εποχή του, αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικό σχεδιασμό σε κάθε section που θα κληθεί να βρεθεί η πρωταγωνίστρια, Jade, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια είτε του θείου της, Pey’j, είτε του Double H.
Το σενάριο θεωρώ ότι είναι ένα από τα πολύ δυνατά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, καθώς είναι άψογα δομημένο τόσο ως προς την πλοκή της ιστορίας όσο και την απόδοση των χαρακτήρων μέσα σ’ αυτήν. Η υπόθεση αφορά μια ιστορία συνωμοσίας, όπως μπορείτε να διαβάσετε και στο blog που παρέθεσα, που λαμβάνει χώρα στον πλανήτη Hillys, όπου έχει επιβληθεί στρατιωτικό καθεστώς από την «Alpha Sections» η οποία υποτίθεται ότι προστατεύει τους σουρεάλ πολίτες (άλλοι είναι κανονικοί άνθρωποι, ενώ πολλοί, όπως ο Pey’j… ζωοφέρνουν!) από τους εξωγήινους «Domz» οι οποίοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάνουν επιδρομές στον πλανήτη και μάλιστα απαγάγουν απλό κόσμο. Υπάρχει όμως και μια αντιστασιακή οργάνωση, η «IRIS», η οποία ισχυρίζεται ότι «there is more to that than meets the eye» και επαφίεται πλέον στην Jade, η οποία προσχωρεί σ’ αυτήν, να ανακαλύψει την αλήθεια.
Για να φτάσει εκεί, όμως, θα πρέπει να λύσει αρκετούς -σχετικά απλούς αλλά σε καμία περίπτωση βαρετούς- γρίφους, προχωρώντας στα ενδότερα της «Alpha Sections» με βασικότερά της όπλα τις stealth τακτικές και τη φωτογραφική της μηχανή για τα σχετικά πειστήρια και όχι μόνο. Παίζοντας στον υπολογιστή, ο χειρισμός αποδείχθηκε λίγο εκνευριστικός σε ορισμένα σημεία, όμως όχι ικανός να χαλάσει τη συνολική εμπειρία, διάρκειας περίπου δέκα ωρών. Στα αρνητικά ήταν ότι δεν υπήρχε voice acting σε πολλούς NPC’s, ωστόσο οι φωνητικές επιδόσεις του συνόλου των κεντρικών χαρακτήρων της ιστορίας ήταν εξαιρετικές, πέραν των Jade, Pey’j και Double H. Το clue του παιχνιδιού, πάντως, δεν είναι άλλο από τη χρήση hovercraft για τις μετακινήσεις εντός του κόσμου του, ενώ οι αγορές για τις αναβαθμίσεις του οχήματος γίνονται κατά βάση με pearls που συγκεντρώνει η Jade κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Όσον αφορά την αγορά φαγητού για αναπλήρωση ενέργειας και repair kits για το hovercraft, αυτή γίνεται με χρήματα που προστίθενται στην κάρτα της κυρίως για κάθε φωτογραφία ζώου που θα τραβήξει.
Γενικότερα, το Beyond Good & Evil είναι μια πολύ προσεγμένη και ίσως αδικημένη δημιουργία, την οποία επιβάλλεται να δοκιμάσει κάθε λάτρης games αυτού του τύπου, ακόμη και τώρα. Ο βαθμός δυσκολίας είναι σχετικά μέτριος με εξαίρεση το τελικό boss, κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι έχετε ξεμείνει από ενέργεια. Το sequel δεν κυκλοφόρησε ποτέ τελικά, παρά τις διάφορες φήμες που έχουν ακουστεί στο παρελθόν για την ανάπτυξή του, κι ενώ το τέλος του παιχνιδιού προδιαθέτει για μια συνέχεια. Η Ubisoft αξίζει να ασχοληθεί μ’ αυτό σοβαρά, καθώς ήταν μια συνολική προσπάθεια η οποία είχε να δώσει και δεν ήταν απλώς της σειράς.