Η Νορβηγία είναι μια από τις σκανδιναβικές χώρες, που άρχισαν να δραστηριοποιούνται κάπως περισσότερο στο χώρο του indie game development από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας κυρίως, όπως συνέβη και στην περίπτωση της γειτονικής της, Δανίας, ενώ αμφότερες απέχουν έτη φωτός από τη Σουηδία, με την οποία επίσης συνορεύουν. Μία είναι η μεγάλη εταιρία ανάπτυξης στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου και λέγεται Funcom, με έτος ίδρυσης το μακρινό 1993, ωστόσο για τα πεπραγμένα της θα γίνει λόγος αναλυτικότερα στο μέλλον. Εν προκειμένω αξίζει να αναφερθεί απλώς εν συντομία πως η συγκεκριμένη είναι υπεύθυνη μεταξύ άλλων για τα δύο MMORPG της σειράς Age of Conan (2008, 2010), το survival Conan Exiles (2018), το κλασικό adventure The Longest Journey (1999) και το sequel αυτού, Dreamfall: The Longest Journey (2006).
Από τις μικρότερες ομάδες δημιουργών μπορεί να σημειώσει κάποιος την Krillbite Studio, developer του first-person adventure Among the Sleep (2014) και του Mosaic (2019), την Antagonist, ομάδα ανάπτυξης του third-person adventure Through the Woods (2016) και τη Red Thread Games, η οποία παρουσίασε το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο στο σύμπαν του Longest Journey, υπό τον τίτλο Dreamfall Chapters (2017), ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το Draugen, ένα first-person adventure. Η Misc Games έχει αποκτήσει το δικό της κοινό μέσα από δύο fishing simulator, τα Fishing: Barents Sea (2018) και Fishing: North Atlantic (2020), ενώ ενδιάμεσα η Rock Pocket Games διέθεσε το Moons of Madness, ένα first-person horror adventure. Το 2018 η Snowcastle Games παρουσίασε επίσης το Earthlock, ένα RPG με turn-based σύστημα μάχης.
Λίγα χρόνια πριν αυξηθεί η κινητικότητα στον τομέα, μια ομάδα ανθρώπων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού ξεκίνησε εν έτει 2007 να εργάζεται επάνω σε μια ιδέα του επικεφαλής, για την υλοποίηση της οποίας επρόκειτο να συμπληρωθεί σχεδόν μια δεκαετία! Διάστημα που, όταν προκύπτει στο development, συνήθως υποκρύπτει «νεκρά» διαστήματα ή άλλες δυσκολίες, οι οποίες κατά κανόνα επιφέρουν ή κάτι πολύ καλό ή κάτι κατώτερο του προσδοκώμενου. Στην περίπτωση του Owlboy όλα πήγαν κατ’ ευχήν και οι κριτικές που εισέπραξε όταν παρουσιάστηκε το 2016 ήταν δικαιολογημένα εξαιρετικές, έως και διθυραμβικές! Δημιουργός του concept, του direction και του υπέροχου art είναι ο Simon Stafsnes Andersen, συνιδρυτής της D-Pad Studio AS, εταιρίας η οποία επισήμως δημιουργήθηκε το 2011. Μάλιστα, δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ο παρθενικός τίτλος της, το Savant - Ascent, ένα 2D fast-paced shooter.
Ανά διαστήματα, προ της κυκλοφορίας του Owlboy, οι developers είχαν κοινοποιήσει μέρος της προόδου τους, αποκαλύπτοντας το πανέμορφο pixel art style, το οποίο ήδη από τότε είχε αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Το συγκεκριμένο ύφος είχε υιοθετηθεί προηγουμένως από ορισμένα indie games μέχρι το release του συγκεκριμένου, ενώ και άλλα θα ακολουθούσαν κατά τα επόμενα χρόνια, ασχέτως του genre στο οποίο θα ανήκε το καθένα. Ενδεικτικά, αξίζει να σημειωθούν μεταξύ αυτών τα Terraria (2011), To the Moon (2011), η σειρά Hotline Miami (2012, 2015), τα Shovel Knight (2014), Stardew Valley (2016), Celeste (2018), Dead Cells (2018), Katana ZERO (2019), καθώς επίσης τα Expendabros (2014) και Broforce (2015), στα οποία έχουμε αναφερθεί εκτενέστερα στο παρελθόν.
Ωστόσο, το pixel art είναι ένα στοιχείο, και διαφορετικό το art direction, η «ζεστασιά» του οποίου κερδίζει εξ αρχής τις εντυπώσεις στην περίπτωση του Owlboy. Όπως προδιαθέτει ο τίτλος, ο κόσμος του ίπταται στους ουρανούς· παρότι, δε, το σκηνικό διαφοροποιείται από επίπεδο σε επίπεδο -το σχεδιασμό των οποίων έχει κάνει ο Adrian Bauer, ως βασικός άξονας παραμένει το απέραντο γαλάζιο, ενίοτε πιο «μελαγχολικό» ή ακόμη και μαύρο, καθώς το παιχνίδι έχει εναλλαγή μέρας-νύχτας(!), κάτι που συνιστά οπωσδήποτε ευχάριστη έκπληξη. Όλα αυτά όμως δεν αποτελούν παρά το περιτύλιγμα της εμπειρίας που χαρίζει ο τίτλος, ένα κλασικό 2D action-platform με metroidvania χαρακτηριστικά, καθώς, αν και story-driven, όλες οι περιοχές του παραμένουν προς περαιτέρω εξερεύνηση από τη στιγμή που γίνουν διαθέσιμες αρχικά. Επιπλέον, ορισμένα σχετικώς απλά puzzles προσθέτουν στην εξίσωση και το adventure στοιχείο, υπό τη gaming κατανόησή του.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι μια μικρή ανθρωπόμορφη κουκουβάγια, ο Otus, ο οποίος έχει γεννηθεί μουγγός! Η καθημερινότητά του αρχίζει και σήμερα ξυπνώντας στο Vellie, τον ιπτάμενο τόπο διαβίωσής του, με τον δάσκαλό του, Asio, να του αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα περιφρούρησης της περιοχής και αναφοράς κάθε ύποπτης κίνησης, καθώς υπάρχει φόβος ενδεχόμενης επίθεσης πειρατών. Σα να μη φτάνει αυτό, υπάρχει κατά τα φαινόμενα και κάποιος ταραχοποιός, ο οποίος αρέσκεται σε διάφορες φάρσες! Το ξεκίνημα της περιπέτειας δίνει ενδεχομένως την εντύπωση ότι αποτελεί τη δικαιολογία, προκειμένου να παρουσιαστούν τα levels του Owlboy και όλα όσα έχει να προσφέρει, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Τα πράγματα δε θα αργήσουν να πάρουν άσχημη τροπή, και τότε είναι που ξεκινά κατ’ ουσίαν η κυρίως υπόθεση, η οποία αποκτά ολοένα περισσότερο ενδιαφέρον, δίχως αυτό να αποτελεί σχήμα λόγου, καθώς υπάρχει μεγαλύτερο βάθος απ’ όσο διαφαίνεται εν πρώτοις. Το γεγονός επιτρέπει στον τίτλο να ξεφύγει από τα τετριμμένα αντίστοιχων της κατηγορίας του, αναδεικνύοντας το πραγματικό του υπόβαθρο, που υπερβαίνει κατά πολύ levels με συνεχείς εχθρούς και διαδοχικά boss fights. Όχι πως τα τελευταία εκλείπουν, μάλιστα στο δεύτερο μισό αποδεικνύονται καταφανώς απαιτητικότερα, αλλά σχεδόν τα πάντα εντάσσονται εντός του πλαισίου της αφήγησης.
Εκτός από την πάθηση με την οποία έχει μάθει να ζει, δεχόμενος άλλοτε την συμπάθεια των συντοπιτών του, ενίοτε εισπράττοντας τυπικότητα και κάποτε αντιμετωπίζοντας περιπαικτικά σχόλια, ο μικρούλης Otus δεν είναι βεβαίως σε θέση να κρατάει όπλο, είναι όμως αρκετά ανθεκτικός ώστε να μπορεί να μεταφέρει τους φίλους του οπουδήποτε καθώς πετά, οι οποίοι αναλαμβάνουν να… πατήσουν τη σκανδάλη για τον ίδιο. Πρόκειται για βασικό gameplay μηχανισμό, ο οποίος γίνεται σχεδόν άμεσα διαθέσιμος. Σε πρώτη φάση εφαρμόζεται στην περίπτωση του «κολλητού του», Geddy, ενός νεαρού ανθρώπου, ο οποίος λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως «το στόμα» του ήρωα καθ’ όλη τη διάρκεια, ενώ ο τελευταίος εκδηλώνεται μέσα από τις… εκφραστικές γκριμάτσες του. Ο Geddy δε θα είναι ο μόνος σύμμαχος του Otus, ενώ καθένας εξ αυτών έχει διαφορετικό όπλο, με εξίσου διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έτερο σημείο αναφοράς του gameplay αποτελεί η δυνατότητα teleport των φίλων του πρωταγωνιστή, οι οποίοι εμφανίζονται γραπωμένοι από αυτόν με το πάτημα ενός κουμπιού, έτοιμοι να πυροβολήσουν, ενώ αναλόγως άμεση είναι και η εναλλαγή τους.
Στο σύνολό του ο κόσμος του Owlboy είναι μεγάλος, ενώ φαντάζει ακόμη μεγαλύτερος λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους διάσπαρτους εχθρούς, που κάνουν respawn μετά από κάθε θάνατο του Otus. Η 16bit αισθητική, που αναδεικνύεται θαυμάσια στον οπτικό τομέα, ενυπάρχει αναλόγως στον ηχητικό, με το σύνολο των εφέ να παραπέμπουν άμεσα σ’ αυτή τη retro εποχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει voice act, κάτι που σημαίνει ότι η αλαλία του ήρωα αποτυπώνεται με… απουσία γραμμών διαλόγων, στοιχείο που το κάνει ακόμη πιο «υπέροχο»! Το soundtrack του παιχνιδιού είναι πάρα πολύ καλό, φέροντας τη σφραγίδα του Jonathan Geer, όπως και η επιμέλεια του SFX. Διάρκειας μεγαλύτερης των 90 λεπτών, ακολουθεί ως ένα μικρό βαθμό την ανωτέρω αισθητική, ενώ από εκεί και πέρα κυμαίνεται μεταξύ σπουδαίων μελωδικών ορχηστρικών ακουσμάτων και άλλων, δυναμικότερων, ιδίως σε μάχες μεγαλύτερης έντασης. Η ορχήστρα που έχει αξιοποιηθεί, αποτελείται από οκτώ καλλιτέχνες, οι οποίοι παίζουν φλάουτο, κλαρινέτο, όμποε, φαγκότο, βιολί, βιόλα, τσέλο και μπάσο.
Έχοντας μπερδευτεί σε δύο-τρία σημεία, στα οποία δεν καταλάβαινα ακριβώς πού πρέπει να πάω ώστε να προχωρήσει η υπόθεση, και καθώς δεν υπάρχει difficulty level, χρειάστηκα κάτι λιγότερο από 13 ώρες προκειμένου να δω τα credits. Η πανέμορφη ατμόσφαιρα του Owlboy, μεταφορικά και κυριολεκτικά, είναι σε τελική ανάλυση εκείνη που συνοψίζει και εσωκλείει όλα όσα περιγράφουν το δεύτερο και τελευταίο παιχνίδι της D-Pad μέχρι σήμερα, το οποίο μόλις στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του υπερέβη σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα! Δίχως να παρουσιάζει τον -ενίοτε υψηλότατο- βαθμό δυσκολίας ανάλογων τίτλων του είδους, όντας ωστόσο βαθμιαία αυξανόμενος αυτός, το project της νορβηγικής εταιρίας επένδυσε πρωτίστως στην ιστορία, την οποία εμπλούτισε μαεστρικά σε όλους τους τομείς από εκεί και πέρα, διαμορφώνοντας ένα αποτέλεσμα που κάνει την προσπάθειά της να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Πολλά από τα indie platforms της προηγούμενης δεκαετίας ήθελαν απλώς να κυκλοφορήσουν· το συγκεκριμένο είχε και κάτι να πει.