By Professor_Severus_Snape on Saturday, 25 June 2022
Category: GameWorld

Οι Τέσσερεις Εποχές

Η Swing Swing Submarine είναι μια μικρή γαλλική εταιρία ανάπτυξης με έδρα το Μονπελιέ, η οποία, μετά από κάποιες εντελώς ερασιτεχνικές απόπειρες, εμφανίστηκε στις ψηφιακές πλατφόρμες στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες της νέας πραγματικότητας στη gaming βιομηχανία, όπως έπραξαν αμέτρητοι indie developers κατά την ίδια περίοδο ή και λίγο αργότερα. Μια δεκαετία, στην οποία τα 2D platform αυτών των προδιαγραφών γνώρισαν πρωτοφανή έξαρση, με δεκάδες αξιόλογων τίτλων και πολλαπλάσιο αριθμό στο σύνολό τους. Κατ’ επέκταση, πρόκειται για μια κατηγορία με αντικειμενικά τεράστιο ανταγωνισμό, όπου ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα παιχνίδι είναι να μη… χαθεί μέσα στο πλήθος, ιδίως εάν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα μεγαλύτερης διαφήμισης ενδεχομένως. Ανήκοντας είτε στο υποείδος των puzzle-platform είτε σ’ αυτό των action-platform, μεταξύ των πλέον δημοφιλών τίτλων μπορεί να συναντήσει κάποιος τα Hollow Knight (2017), Cuphead (2017), Ori and the Will of the Wisps (2020), Ori and the Blind Forest (2015), Celeste (2018), Inside (2016), Bloodstained: Ritual of the Night (2019) και Limbo (2011).

Σε ό,τι αφορά τους Γάλλους δημιουργούς, το ξεκίνημά τους ήταν πολύ πιο «ταπεινό», με τα Blocks That Matter και Tetrobot and Co., δύο μικρά puzzle-platform, τα οποία κυκλοφόρησαν εν έτει 2011 και 2013, αντίστοιχα. Εν συνεχεία, παραμένοντας στο ίδιο genre, επρόκειτο να επικεντρωθούν στο development εκείνου που θα αποτελούσε το τελευταίο παιχνίδι τους μέχρι σήμερα. Κάπως έτσι, το 2016 παρουσιάστηκε το Seasons after Fall, ένα παιχνίδι που μπορεί να μην έφτασε ούτε κατά διάνοια τα επίπεδα δημοτικότητας των προαναφερθέντων, αλλ’ όμως δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι πέρασε και απαρατήρητο, τηρουμένων των αναλογιών. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο ενδεχομένως η παρουσία ενός μεγάλου publisher, της επίσης γαλλικής Focus Home Interactive. Είναι ένα project, το οποίο ξεχωρίζει από τις πρώτες στιγμές για το υπέροχο εικαστικό του και τα πανέμορφα, ολοζώντανα χρώματα, που ανταποκρίνονται απολύτως σ’ αυτό που προδιαθέτει το παιχνίδι και μόνο από την ονομασία του.

Ακόμη κι αν δεν πρωτοτυπούν απαραίτητα, είναι σημαντικό αυτές οι indie προσπάθειες να έχουν κάποιο ιδιαίτερο σημείο αναφοράς, το οποίο είναι ικανό να τις αναδείξει. Όταν, δε, αυτό σχετίζεται με το gameplay, το ενδιαφέρον αποδεικνύεται ίσως ακόμη μεγαλύτερο, στις ούτως ή άλλως όχι πολλές ώρες που διαρκούν. Εν προκειμένω, το story του παιχνιδιού λειτουργεί ως η απαραίτητη δικαιολογία προκειμένου να θεμελιωθεί το όλο concept, το οποίο επικεντρώνεται σε άλλα χαρακτηριστικά, προσφέροντας μια ιδιαίτερη εμπειρία. Πρωταγωνίστρια είναι μια απλή, κόκκινη αλεπού, που αποφασίζει να επισκεφτεί το δάσος του Seasons after Fall, παρατηρώντας ένα παράξενο φαινόμενο από μακριά. Φτάνοντας σ’ ένα ξέφωτο θα καταληφθεί με τον πιο αλλόκοτο τρόπο από ένα Σπόρο (Seed), ο οποίος πλέον, ελέγχοντάς την, θα μπορέσει να επισκεφτεί τους τέσσερεις Φρουρούς των Εποχών (Guardians of the Seasons) καθ’ υπόδειξη μιας φωνής, η οποία φαίνεται να τον καθοδηγηθεί με τη σειρά του, απ’ την πρώτη στιγμή. Η φωνή επιθυμεί κάτι από τον Φρουρό του Χειμώνα, αλλά μόνο ένας ενσώματος Σπόρος θα μπορούσε να τον προσεγγίσει…

Ο τίτλος βασίζεται κυρίως και κατ’ εξοχήν στις τέσσερεις εποχές του χρόνου, την επίδρασή τους στον κύκλο της ζωής και τον τρόπο με τον οποίο οι συνθήκες και τα καιρικά φαινόμενα τις προσδιορίζουν. Στον πυρήνα αυτής της φυσικής ροής των πραγμάτων βρίσκεται η αλεπού της ιστορίας, η οποία θα κληθεί να αποκτήσει τον έλεγχο των εποχών και να τις διαχειριστεί με όποιον τρόπο αυτή επιθυμεί, προκειμένου να υπερβεί τα εμπόδια που προκύπτουν. Ο λόγος, βεβαίως, για τους γρίφους του Seasons after Fall, οι οποίοι παρουσιάζουν κατά κανόνα έναν αρκετά ανταγωνιστικό βαθμό πρόκλησης, Ο gamer θα πρέπει να αλληλεπιδράσει με τη χλωρίδα και την πανίδα του δάσους, ακόμη και με τα στοιχεία της φύσης, συναρτήσει της ανακύκλησης των εποχών, προκειμένου να προχωρήσει. Ενώ μάλιστα το πρώτο -άτυπο- μέρος του παιχνιδιού είναι γραμμικό, στη συνέχεια αυτή η προσέγγιση διαφοροποιείται. Το τελευταίο έχει ως συνέπεια να υπάρχει αρκετό backtracking, ενώ είναι πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις να μπερδευτεί ο παίκτης, ως προς το πού πρέπει να κατευθυνθεί. Στο επίκεντρο βρίσκεται το προαναφερθέν ξέφωτο, το Sanctuary, όπως χαρακτηρίζεται, από το οποίο ξεκινούν τέσσερα διαφορετικά και πολυεπίπεδα μονοπάτια, οδηγώντας σε περιοχές του δάσους που περιφρουρεί καθένας εκ των ισαρίθμων Guardians.

Το art direction είναι παραμυθένιο, και μαγικές οι εικόνες σε κάθε εναλλαγή της εκάστοτε εποχής. Η ονειρική ατμόσφαιρα συνδιαμορφώνεται και τελικά απογειώνεται από το υπέροχο soundtrack, διάρκειας 83 λεπτών(!), με την υπογραφή του Yann Van der Cruyssen, ο οποίος συνθέτει μουσική για ένα σεξτέτο καλλιτεχνών, αποτελούμενο από δύο βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλα. Η αισθητική του δημιουργού είναι θαυμάσια και υψηλότατη, πλαισιώνοντας μοναδικά την περιήγηση στο δάσος, ενώ οι μουσικοί ερμηνεύουν υπέροχα το έργο υπό τη διεύθυνση του ιδίου. Κάποιες ambient «πινελιές» χαρίζουν τελικά μια πιο απόκοσμη διάσταση σε ορισμένες περιοχές, ενώ ένα αίσθημα μελαγχολίας κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος. Έχοντας κολλήσει σε κάποια σημεία, χρειάστηκα συνολικά κάτι λιγότερο από έντεκα ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, ενός videogame που αποδείχθηκε ανταγωνιστικότερο απ’ όσο εκτιμούσα αρχικώς, σίγουρα όμως πολύ όμορφο, για μια σειρά χαρακτηριστικών που κατατάσσουν το Seasons after Fall μεταξύ των καλών και πραγματικά ευχάριστων παιχνιδιών της κατηγορίας.

Leave Comments