By Professor_Severus_Snape on Saturday, 18 June 2022
Category: GameWorld

Χαρλεάδες από Ατσάλι

Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός έχει προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό και βάθος πολλών δεκαετιών το genre των racing videogames, το οποίο πολύ σύντομα υποδιαιρέθηκε στις δύο γνωστές μεγάλες υποκατηγορίες, των simulation και των arcade. Τόσο οι τέσσερεις τροχοί όσο και οι δύο, συγκινούν μια μεγάλη κατηγορία παικτών, οι οποίοι μοιράζονται συνήθως μεταξύ των ανωτέρω υποδιαιρέσεων, αν και η μεταξύ τους απόσταση τα τελευταία χρόνια δείχνει να μικραίνει αισθητά σε ορισμένες περιπτώσεις πρωτοκλασάτων τίτλων που κυκλοφορούν, ελέω των παραμετροποιήσεων που αυτοί προσφέρουν. Εστιάζοντας εν προκειμένω στα motorcycle racing, αν υπάρχει μία εταιρία που έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά της με το χώρο, δεν είναι άλλη από την ιταλική Milestone, η οποία από το 1999 έχει αναπτύσσει δεκάδες τίτλους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν σε συγκεκριμένα franchises. Μεταξύ αυτών επιβάλλεται να αναφερθούν έντεκα games της σειράς MotoGP (2007-2022), τα επτά MXGP (2014-2021), τα έξι συν ένα SBK (2006-2012) και τα τέσσερα Ride (2015-2020).

Στο περιθώριο των προαναφερθέντων και δεκάδων άλλων τίτλων του είδους, η φινλανδική RedLynx εξελίχθηκε στην πλέον διαχρονική εταιρία, αν δεν ήταν και η πρώτη, η οποία επένδυσε στη μεταφορά των μηχανών μικρού κυβισμού στις δύο διαστάσεις, ξεφεύγοντας από τη λογική των αγώνων και δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση των physics για την υπέρβαση εμποδίων, μεταξύ των εκάστοτε επιπέδων των παιχνιδιών της. Ο λόγος για τη σειρά Trials, η οποία ξεκίνησε ως browser game το 2000, αλλά προϊόντος του χρόνου αναδείχθηκε ως ο άτυπος, μεν, απόλυτος, δε, «ρυθμιστής» αυτής της ιδιαίτερης platform-racing κατηγορίας, ακόμη περισσότερο από το 2011 και εξής, όταν οι Φινλανδοί εξαγοράστηκαν από τη Ubisoft, εξακολουθώντας να εργάζονται επάνω στο franchise. Μέχρι σήμερα μπορεί να μετρήσει συνολικά κάποιος έξι main τίτλους και δύο spin-off.

Κατ’ επέκταση, είναι αρκετά εμφανές ποια υπήρξε η βασική επιρροή της πολωνικής Tate Multimedia, όταν το 2013 παρουσίασε το Urban Trial Freestyle, έναν τίτλο παρόμοιας λογικής, ο οποίος ακολούθησε ένα χρόνο μετά το Trials Evolution, τέταρτο κεφάλαιο της σειράς. Αλλά ενώ ο τελευταίος εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές, οι αντίστοιχες περί του πρώτου ήταν μετριότατες. Η Tate ιδρύθηκε το 2000, μέχρι σήμερα είναι γνωστή κυρίως για τη 3D platform σειρά Kao the Kangaroo, ωστόσο, μολονότι πρόσφατα την επανέφερε στο προσκήνιο μετά από 17 ολόκληρα χρόνια, την τελευταία δεκαετία έχει επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στα platform-racing, συνεχίζοντας με ακόμη δύο κεφάλαια στο franchise των Urban Trial (2019, 2021). Δεν ήταν όμως τα μόνα.

Αξιοποιώντας την πρότερη εμπειρία τους στο χώρο της… μηχανοκίνησης, το 2018 οι Πολωνοί developers επανήλθαν με έναν αυτοτελή τίτλο, που ήρθε να ξεφύγει από τα εσκαμμένα των 2.5D racing τίτλων του genre. Το Steel Rats παρουσιάστηκε ως ένα αρκετά ιδιαίτερο παιχνίδι, το οποίο μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να κατατάξει κάποιος ως ένα combat-platform, αλλά αποκλειστικά με μοτοσυκλέτες, μεγάλου κυβισμού μάλιστα αυτή τη φορά, εν αντιθέσει προς τον κανόνα του είδους. Κυρίως όμως, με μια συγκεκριμένη ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, που, παρότι δε διεκδικεί δάφνες ποιότητας, διαμορφώνει το πλαίσιο εντός του οποίου το παιχνίδι ξεδιπλώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Βάσει σεναρίου, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια εναλλακτική retro-φουτουριστική πραγματικότητα της δεκαετίας του ‘40, στην εικονική αμερικανική Coastal City, όπου οι αυτοματοποιημένες εργοστασιακές εγκαταστάσεις έχουν κυριαρχήσει, ως πυλώνας μιας πλήρως εκσυγχρονισμένης κοινωνίας.

Ο Toshi είναι ένας έφηβος, ιδιοφυία στα ηλεκτρονικά και πρώτος playable character του game, που αρχίζει με τον ίδιο να αναζητά τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας στην οποία ανήκει, τους Steel Rats! Οι εκκλήσεις από τον ασύρματό του δε βρίσκουν αποδέκτη, ενώ καθώς η εξερεύνησή του ξεκινά, συνειδητοποιεί ότι η πόλη έχει ερημώσει. Σύντομα θα διαπιστώσει το λόγο: εξωγήινα robot έχουν εισβάλει στην ευρύτερη περιοχή και απειλούν να αφανίσουν κάθε είδους πολιτισμό! Robot, φτιαγμένα από μεταλλικά απορρίμματα, γι’ αυτό και οι πρωταγωνιστές της περιπέτειας τα ονομάζουν junkbots! Tο concept παραπέμπει ξεκάθαρα σε b-movies του Hollywood των ’80s-’90s, και το Steel Rats δεν έχει καμία διάθεση να απολογηθεί γι’ αυτό! Εισάγοντας τέσσερεις χαρακτήρες, τους θέτει ενώπιον αντιμετώπισης της απροσδόκητης εισβολής, με βασικό όπλο τους αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: να οδηγούν μαεστρικά τη -διαφορετική από των άλλων- μηχανή τους υπό κάθε συνθήκη και σε οποιαδήποτε πιθανή κι απίθανη επιφάνεια… ακόμη κι αν δε θα αργήσει η ώρα που θα πρέπει να πατήσουν και τη σκανδάλη.

Η πόλη χωρίζεται σε πέντε περιοχές, εκ των οποίων τα επίπεδα της πρώτης λειτουργούν ως πρόλογος της ιστορίας. Κάθε μία διαφέρει από την άλλη, διαμορφώνοντας αναλόγως το σκηνικό της εκάστοτε άτυπης πίστας που διασχίζουν οι ήρωες. Το «κλου» εν προκειμένω είναι ορισμένοι τεράστιοι μεταλλικοί αγωγοί, οι οποίοι διαμορφώνουν ένα ενιαίο πλέγμα, επιτρέποντας στους μηχανόβιους της συμμορίας να κινούνται είτε σε κάθετο άξονα, ανεβοκατεβαίνοντας ακόμη και ολόκληρα κτίρια, είτε και ανάποδα! Πρόκειται για ενδιαφέροντα μηχανισμό, που ανεβάζει την αδρεναλίνη κάθε φορά, καθώς και ο ήχος ανταποκρίνεται επάξια στο εντυπωσιακό στιγμιότυπο. Στο πλαίσιο αυτό, σημείο αναφοράς στο gameplay αποτελεί το wheelsaw, η δυνατότητα των ηρώων να μετατρέπουν τη μπροστινή ρόδα τους σε… τροχοπρίονο, προκειμένου όχι μόνο να προσκολλώνται στις συγκεκριμένες επιφάνειες, αλλά να αποκτούν επιπλέον ταχύτητα σε κανονική πορεία ή να ισοπεδώνουν μικρότερους και μεγαλύτερους εχθρούς. Γενικότερα, ο τίτλος έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά των παιχνιδιών του είδους σε ό,τι αφορά την εξισορρόπηση της μηχανής υπό δύσκολες καταστάσεις, όχι όμως σε μεγάλο βαθμό, καθώς η προτεραιότητα είναι στην ταχύτητα, ενώ το στοιχείο που τον διαφοροποιεί ασφαλώς είναι η μάχη, στην οποία και δίνει έμφαση.

Κάθε επίπεδο περιλαμβάνει και ορισμένα προαιρετικά tasks, όπως, ενδεικτικά, η ολοκλήρωσή του εντός συγκεκριμένου χρόνου ή η εξόντωση εχθρών με συγκεκριμένο τρόπο, ενώ ο παίκτης μπορεί να αναζητήσει και ένα secret που υπάρχει σε κάθε πίστα. Αυτό του αποκαλύπτει περισσότερες πληροφορίες για την πόλη, τους χαρακτήρες ή την απειλή που έχει προκύψει, σε ένα από τα μενού του παιχνιδιού. Τα δε tasks προσφέρουν επιπλέον junks, το currency του τίτλου, τα οποία ο gamer συγκεντρώνει διαλύοντας εμπόδια και καταστρέφοντας ρομπότ, που ενίοτε μπορεί απλώς να προσπεράσει. Τα χρήματα αυτά εξαργυρώνονται σε μια σειρά αναβαθμίσεων, που διακρίνονται σε perks, primary, charge και ultimate, και αφορούν μια σειρά ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και special -επιθετικών και μη- abilities του εκάστοτε χαρακτήρα. Τους τελευταίους, ειρήσθω εν παρόδω, ο παίκτης μπορεί να εναλλάσσει ανά πάσα στιγμή, εκτός αν κάποιος έχει χάσει όλες τις ζωές του, συνεπώς παύει να είναι διαθέσιμος έως την ολοκλήρωση του επιπέδου ή τον… οριστικό και αμετάκλητο θάνατο όλων. Τέλος, έναντι junks προσφέρεται η δυνατότητα τροποποίησης του outfit τόσο των πρωταγωνιστών όσο και της μηχανής του καθενός.

Εκτός από τις διαθέσιμες ζωές, οι χαρακτήρες έχουν κι από μία μπάρα ενέργειας, που σχετίζεται με τη δυνατότητα της μηχανής τους είτε να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα είτε να κάνει συγκεκριμένες επιθετικές ενέργειες. Η μπάρα γεμίζει μόνη της σταδιακά, ενώ φορτίζει πλήρως όταν το όχημα κινείται επάνω στους προαναφερθέντες αγωγούς. Περαιτέρω, καθώς η ζωή αναπληρώνεται μέσα από… ανεφοδιασμό σε συγκεκριμένα σημεία-ντεπόζιτα, προκύπτει ότι αυτή, για την ακρίβεια, αφορά την κατάσταση της μηχανής, θεωρητικά τουλάχιστον, και όχι του ίδιου του αναβάτη, ωστόσο η ουσία δεν αλλάζει. Εκτός από τις ιδιαίτερες δυνάμεις των ηρώων, ο gamer αποκτά σφαίρες από κουτιά που υπάρχουν διάσπαρτα στα επίπεδα, τις οποίες αδειάζει, με αυτόματο κλείδωμα, επάνω στα junkbots σα να μην υπάρχει αύριο.

Ο συνολικός αριθμός των επιπέδων ανέρχεται σε λίγες δεκάδες, παρουσιάζοντας σχετικώς αυξανόμενη δυσκολία βαθμιαία, δίχως ωστόσο αυτό να είναι απόλυτο. Σε γενικές γραμμές οι εχθροί πέφτουν εύκολα, ακόμη και οι μεγαλύτεροι, ωστόσο η πλειοψηφία των levels που αφορά αμιγώς -τυπικά ή άτυπα- boss fights είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση. Σε συνδυασμό με την απουσία checkpoints εν προκειμένω, ο βαθμός δυσκολίας εκτοξεύεται σε αδιανόητο βαθμό σε ορισμένες περιπτώσεις, στα όρια του γελοίου, ο οποίος επ’ ουδενί ανταποκρίνεται στη συνολική εμπειρία που προσφέρει το παιχνίδι. Συγκεκριμένα, ενώ για το υπόλοιπο playthrough χρειάστηκα περίπου δέκα ώρες, στα δύο τελευταία boss fights «σκότωσα» άλλες 13, απαιτώντας γρήγορα αντανακλαστικά, αυξημένα skills αλλά και δόση τύχης. Ο χειρισμός ενδείκνυται για gamepad, αλλά θέλει λίγο χρόνο μέχρι να συνηθιστεί, κάτι που προσφέρεται μέσα από τα επίπεδα του προλόγου. Ο δε τεχνικός τομέας δεν είναι αψεγάδιαστος, καθώς, παρότι το art direction του Jacek Gburczyk είναι πραγματικά ελκυστικό, το game ταλαιπωρείται από ορισμένα bugs και κάποια περισσότερα glitches, καταδεικνύοντας ότι θα έπρεπε να γίνει αρτιότερη δουλειά στην ανάπτυξη.

Ικανοποιητικό είναι το αποτέλεσμα στον ήχο, τόσο ως προς τα ηχητικά εφέ όσο και ως προς το soundtrack ηλεκτρονικής μουσικής, διάρκειας περίπου 40 λεπτών, που φέρει την υπογραφή του Arkadiusz Reikowski. Ο συγκεκριμένος είναι επίσης ο μουσικοσυνθέτης αρκετών άλλων παιχνιδιών, όπως η σειρά Layers of Fear (2015, 2019) και τα Kholat (2015), Observer (2017), Blair Witch (2019) και The Medium (2021). Εκτιμούμε ωστόσο ότι την παράσταση κλέβει το -ομώνυμο του τίτλου- τραγούδι του κεντρικού μενού, σε σύνθεση του ίδιου, που ερμηνεύεται υπέροχα από τη Anula Suszek, της οποίας η φωνή θυμίζει αρκετά έντονα εκείνη της εκλιπούσης Dolores O’Riordan. Κάτι αντίστοιχο είχαμε διαπιστώσει και στο παρελθόν για τη Vera Domínguez, ερμηνεύτρια στο Runaway franchise. Το Steel Rats αποδείχθηκε για τον υπογράφοντα ένα πολύ συμπαθητικό videogame, το οποίο μάλιστα έτυχε οριακά ευνοϊκότερης αντιμετώπισης από τους ίδιους τους παίκτες ανά τον κόσμο, σε σύγκριση με τις κριτικές των sites. Μεγαλύτερη προσοχή στο balancing μεταξύ απλών εχθρών και των boss fights, από τη στιγμή που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει difficulty level, και ίσως περισσότερη εμβάθυνση στην ιστορία, να διαμόρφωναν μία συνολικά καλύτερη εικόνα. Το concept, ωστόσο, ήταν εκείνο που με έπεισε να ασχοληθώ με το παιχνίδι, και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μακάρι ένα sequel ή ένας άλλος αντίστοιχος τίτλος να εξελίξει στο μέλλον αυτή τη φόρμα.

Leave Comments