By Professor_Severus_Snape on Saturday, 21 May 2022
Category: GameWorld

Του μικρού αδελφού

Τα 2D platform αποτελούν μια κατηγορία παιχνιδιών με τεράστια ιστορία, η οποία υποδέχτηκε ένα νέο κύμα καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Η ενθάρρυνση των indie developers λόγω μίας σειράς ευνοϊκών συνθηκών, που έχουν σημειωθεί και παλαιότερα, επέτρεψε την εμφάνιση πολλών δεκάδων αξιόλογων και συνολικά εκατοντάδων προσπαθειών στο genre· τούτο μπορεί να διακριθεί σε δύο μεγάλες υποκατηγορίες, δίχως πάλι αυτές να είναι οι μόνες: τα puzzle και τα action-platform. Αφήνοντας εν προκειμένω κατά μέρος τις «παλιές καραβάνες» του χώρου και επιμένοντας στις ανεξάρτητες δημιουργίες, είναι αρκετά ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος -έστω και με κίνδυνο να γίνει κουραστικός- ότι το Limbo (2010) υπήρξε σταθμός για τα επόμενα χρόνια, παρότι δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το μοναδικό παιχνίδι. Έκτοτε οι τίτλοι αυτής της… περιοχής πολλαπλασιάστηκαν, ενώ το γεγονός ότι κατά το παρελθόν έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σε περισσότερους από 20 αντίστοιχους, μαρτυρεί πολλά. Πρόκειται για εγχειρήματα κατά κανόνα πολύ μικρής διάρκειας, η οποία συνήθως, στο καλό έως πολύ καλό σενάριο… κυμαίνεται σε 6-8 ώρες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να ολοκληρωθούν ακόμη και σε 2-3.

Ο βαθμός πρόκλησης των γρίφων ή το challenging στοιχείο των μαχών, αναλόγως του platform που δοκιμάζει ο καθένας, μπορεί να απαιτήσει περισσότερες ώρες. Συνήθως, ωστόσο, όσο έξυπνα puzzles κι αν διαθέτουν τα σχετικά platform, σπανίως ξεφεύγουν από τα ανωτέρω πλαίσια, ελέω του μικρού της παραγωγής τους, παρότι υπάρχουν εξαιρέσεις. Το Braid (2008), το Nihilumbra (2012) και το Schein (2014) ανήκουν σ’ αυτές· παρεμπιπτόντως, πρόκειται για εξαιρετικές περιπτώσεις. Τα action-platform, ορισμένα εκ των οποίων προσδιορίζονται και ως metroidvania, μπορεί να έχουν αισθητά μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο, ιδίως αν κάποιος επιλέξει υψηλότερα επίπεδα δυσκολίας, όπως συνήθως προσφέρεται η δυνατότητα. Τα δύο πρώτα κεφάλαια της σειράς Trine (2009, 2011) και το Apotheon (2015) συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών, ενώ για όλα τα ανωτέρω έχουμε εκφράσει αναλυτική άποψη προ ετών.

Η γειτονική Τουρκία είναι μια χώρα, η οποία τα τελευταία 20 χρόνια έχει σταθεροποιήσει την παρουσία της στο χώρο της gaming βιομηχανίας, επιδεικνύοντας συγκεκριμένα projects που διατηρήθηκαν στη συνείδηση των gamers. Με έδρα στην πρωτεύουσα, Άγκυρα, και έτος ίδρυσης το 2005, η TaleWorlds Entertainment είναι η μεγαλύτερη εταιρία ανάπτυξης, αριθμώντας σήμερα περίπου 130 υπαλλήλους. Πρόκειται βεβαίως για την developer του Mount & Blade franchise, του strategy action-RPG το οποίο μετρά ένα βασικό παιχνίδι (2008) και δύο standalone expansions, τα Warband (2010) και With Fire & Sword (2011). Τα δύο πρώτα δημιουργήθηκαν από την TaleWorlds κι έχουν εισπράξει εντυπωσιακές κριτικές από τους ίδιους τους gamers. Από το 2020 βρίσκεται μάλιστα σε early access το επόμενο main game της σειράς, Mount & Blade II: Bannerlord, που ήδη τυγχάνει τεράστιας ανταπόκρισης στις ψηφιακές πλατφόρμες, ενώ η τελική έκδοσή του αναμένεται να διατεθεί εντός του έτους. Από εκεί και πέρα, αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση της Zoetrope Interactive, που ιδρύθηκε επίσης το 2005, και η οποία στην τρίτη προσπάθειά της παρουσίασε το Conarium (2017), ένα first-person horror adventure εμπνευσμένο από το σύμπαν του H.P. Lovecraft, που εισέπραξε συμπαθητικές βαθμολογίες.

Εν έτει 2014 πρωτοεμφανίστηκε η νεοσύστατη Nowhere Studios, η οποία με έδρα την Κωνσταντινούπολη παρουσίασε ένα 2D puzzle-platform υπό το… ελληνικότατο όνομα Monochroma(!), διαθέτοντας ακόμη και ελληνικά μενού. Ένα χρόνο νωρίτερα οι Τούρκοι δημιουργοί είχαν ζητήσει την ενίσχυση του κόσμου προκειμένου να υλοποιήσουν το όραμά τους, που μάλιστα είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται ήδη από το 2011, αξιώνοντας 80.000 δολάρια σε σχετική καμπάνια στο Kickstarter. Οι gamers ανταποκρίθηκαν, το ποσό συγκεντρώθηκε και το Monochroma κυκλοφόρησε, με πασιφανείς επιρροές σε αισθητικό επίπεδο από το Limbo αλλά, θα τολμούσα να πω, και από το Saboteur (2009), το πολύ καλό 3D action-adventure της Pandemic Studios, στο οποίο έχουμε αναφερθεί παλαιά. Το concept του παιχνιδιού παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, συνθέτοντας ένα δυστοπικό περιβάλλον… και αυτό, εντός του οποίου τοποθετεί τους δύο πρωταγωνιστές του. Πρόκειται για ένα αγόρι στις παρυφές της εφηβείας και το ακόμη μικρότερο αδερφάκι του, το οποίο, στην πρώτη γνωριμία του gamer μαζί τους, πετάει αετό… κυριολεκτικά! Σύντομα αυτός θα του ξεφύγει και ο πιτσιρίκος θα αρχίσει να τον κυνηγά, με συνέπεια, πάνω στη βιασύνη του, να χτυπήσει. Ο μεγάλος αδερφός και μοναδικός playable character όχι μόνο θα κληθεί να τον παρηγορήσει, αλλά επιπλέον να τον μεταφέρει στην πλάτη του, στο υπόλοιπο της περιπέτειάς τους!

Ο κόσμος του Monochroma είναι ζοφερός, όχι μόνο επειδή κυριαρχούν οι αμέτρητες αποχρώσεις του γκρι μεταξύ μαύρου και λευκού, αλλά διότι όλα τα μηνύματα και οι προσλαμβάνουσες αποτυπώνουν την εικόνα μιας απολυταρχικής πραγματικότητας. Το έντονο -συχνά ρουμπινί- κόκκινο, που σπάει το… μονόχρωμα, εντείνει την απαισιοδοξία, παρά τη θεραπεύει. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι δύο χαρακτήρες προσπαθούν να επιβιώσουν, όμως τα πάντα εξαρτώνται από τον μεγάλο αδερφό. Μετά τον τραυματισμό του αλλά και την απώλεια του χαρταετού, ο μικρός όχι μόνο αρνείται να βοηθήσει, αλλά δεν επιτρέπει καν στον ομογάλακτό του να τον αφήσει κάτω, αν δεν υπάρχει από πάνω του μια λάμπα με έντονο φωτισμό. Το γεγονός αποτελεί βασικό gameplay μηχανισμό σε ό,τι αφορά την επίλυση ουκ ολίγων γρίφων, οι οποίοι στο σύνολό τους, ωστόσο, δεν είναι ανάλογοι των πραγματικά πολλών τοπίων που διαβαίνουν οι δύο ήρωες εντός συγκεκριμένων ευρύτερων περιοχών, ενώ και ο βαθμός δυσκολίας των πρώτων κινείται σε πολύ… basic επίπεδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Σε περίπτωση θανάτου, οπωσδήποτε δεν προκύπτουν οι hardcore καταστάσεις του Limbo, με αποτέλεσμα το παιχνίδι να θεωρείται κατάλληλο για ηλικίες μόνο άνω των… 16 ετών.

Το ατμοσφαιρικό soundtrack, διάρκειας σχεδόν 20 λεπτών, υπογράφει το τουρκικό συγκρότημα Gevende, με αρκετές «πινελιές» που υπαινίσσονται την ανατολική προέλευσή του. Για την ολοκλήρωση του Monochroma χρειάστηκα κάτι λιγότερο από 5,5 ώρες, οι οποίες πράγματι «με έπεισαν» για έναν απλό και συμπαθητικό τίτλο, ο οποίος θα μπορούσε να έχει περισσότερους και απαιτητικότερους γρίφους, καθώς η έμπνευση της Nowhere Studios στη δημιουργία ενός πλούσιου σε εικαστικό περιεχόμενο κόσμου ήταν τέτοια που της έδινε κάθε δικαίωμα. Και τούτο διότι, αν και δεν υπάρχει λέξη, κατορθώνει να διηγηθεί μέχρι τέλους μια ιστορία, που δεν παύει να περνά μηνύματα. Ίσως μάλιστα οι γείτονες να είναι σε θέση να τα εκτιμήσουν πολύ καλύτερα, για συγκεκριμένους λόγους.

Leave Comments