By Professor_Severus_Snape on Saturday, 23 April 2022
Category: GameWorld

Ο μαθητευόμενος μάγος

Η Daedalic Entertainment είναι μια εταιρία, η οποία δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις προς τους fans των κλασικών point & click adventures. Με παρουσία σε ετήσια βάση στο χώρο της gaming βιομηχανίας από το 2008 και εξής, οι Γερμανοί δημιουργοί κράτησαν ψηλά τη σημαία ως οι συστηματικότεροι -αν όχι και οι σπουδαιότεροι- εκφραστές του genre καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Αναζητώντας κάποιος το παραγωγικότερο διάστημα αυτής της διαδρομής, σίγουρα θα σταματήσει στη διετία 2012-2013, όταν παρουσίασαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, από τρεις main τίτλους κάθε χρόνο! Στους πέντε εξ αυτών έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το πρόσφατο παρελθόν: πρόκειται για την τριλογία Deponia αλλά και τα δύο Dark Eye. Πλην όμως, το πρώτο παιχνίδι που κυκλοφόρησε εντός του 2013 ήταν ένα από τα λιγοστά της εταιρίας, τα οποία δεν επρόκειτο να υποδεχτούν κάποιο sequel στο μέλλον. Έως εκείνη τη στιγμή, αυτό είχε συμβεί με το… 1½ Knights: In Search of the Ravishing Princess Herzelinde (2008), βασισμένο στην ομώνυμη ταινία γερμανικής παραγωγής που παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά, αλλά και το A New Beginning (2010).

Το Night of the Rabbit προέκυψε, λοιπόν, μεταξύ παιχνιδιών που αφενός αποδεικνύονταν από τα πλέον εμπορικά της εταιρίας, στην περίπτωση των Deponia, αφετέρου συνέχιζαν να θέτουν ψηλά τον πήχη της αφήγησης, με ένα από τα πλέον πρόσφατα παραδείγματα να αποτελεί το Dark Eye: Chains of Satinav. Η αυτοτέλεια του συγκεκριμένου τίτλου, ωστόσο, σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο της παρουσίασής του, ίσως λειτούργησαν εις βάρος του ως ένα βαθμό, αδικώντας την προσπάθεια των developers. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εξαιρετικό videogame, με υπέροχο concept, το οποίο κατατάσσεται δικαιωματικά μεταξύ των πολύ «δυνατών» της Daedalic. Ίσως μάλιστα είναι εκείνο με την πλέον ευρηματική δομή, τόσο σε επίπεδο σεναρίου όσο και ορισμένων gameplay μηχανισμών, τουλάχιστον έως τότε, για λογαριασμό των Γερμανών. Έχω την αίσθηση ότι στο επίπεδο αυτό κατόρθωσε να φτάσει αργότερα μόνο το Deponia Doomsday (2016), τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της συγκεκριμένης σειράς, μέσα από έναν άλλο δρόμο.

Ιθύνων νους του Night of the Rabbit, writer και director τέθηκε ο Matt Kempke, στην παρθενική συνεργασία του με τη συγκεκριμένη εταιρία ανάπτυξης, ενώ μάλιστα το 2017 ήταν εκ των επικεφαλής του επιβλητικού Ken Follett’s The Pillars of the Earth και συναρμόδιος για την προσαρμογή της ομώνυμης νουβέλας, περί του οποίου επίσης επεκταθήκαμε σε προηγούμενη ευκαιρία. Εν προκειμένω ο Kempke δημιουργεί ένα πρωτότυπο παιχνίδι, στο οποίο προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό, διοχετεύοντας όλη του την έμπνευση, προκειμένου να διηγηθεί ένα φανταστικό παραμύθι· μια ιστορία, η οποία ισορροπεί υποδειγματικά μεταξύ των αθώων, παιδικών ονείρων ενός αγοριού, που ελπίζει να μπορέσει να κάνει μαγικά όπως ένας ταχυδακτυλουργός, και της όχι ασυνήθιστης προσέγγισης των Ευρωπαίων παραμυθάδων διαχρονικά, δεόντως των Γερμανών μεταξύ αυτών, που θέλουν συχνά-πυκνά οι περιπέτειές τους να έχουν έντονα στοιχεία αβεβαιότητας για την έκβαση της υπόθεσης, μελαγχολίας ή ακόμη και δράματος. Είναι ένα μικρό «διαμάντι», για το σύνολο της εμπειρίας που προσφέρει, δίχως απαραίτητα να βρίσκεται στο ίδιο σημείο σε επιμέρους τομείς.

Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ένα 12χρονο παιδί, ο Jeremiah Hazelnut, τον οποίο συνηθέστερα αποκαλούν απλώς Jerry. Σε μια εξοχική περιοχή, στις παρυφές του αστικού ιστού, ο Jerry απολαμβάνει τις τελευταίες μέρες των καλοκαιρινών διακοπών του. Όπως κάθε βράδυ, έτσι και τώρα, πρόκειται να ονειρευτεί τη βαθύτερη επιθυμία του, να γίνει μάγος! Ένα όνειρο, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα, όπως προϊδεάζει το εισαγωγικό βίντεο. Το Night of the Rabbit ξεκινά δύο μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία· διάστημα, το οποίο ο μικρός είναι αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί στο έπακρο… τουλάχιστον από τη στιγμή που τον ξύπνησε η μαμά του για να μην παρακοιμηθεί! Βεβαίως, η πρώτη του αποστολή είναι να μαζέψει απλώς τα βατόμουρα που της χρειάζονται για την πίτα που θα φτιάξει, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες!

Η κυρίως υπόθεση θα αρχίσει να εκτυλίσσεται λίγο αργότερα, όταν ο ήρωάς μας κάνει μια απρόσμενη γνωριμία, με τον Λαγό που προϋποθέτει ο τίτλος. Το όνομα αυτού, The Marquis De Hoto, ο οποίος θα αναλάβει να εκπαιδεύσει τον υποψήφιο μάγο! Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω, παρενθετικά και μόνο, ότι η αρχική ονομασία του τίτλου ήταν The Rabbit’s Apprentice. Σύντομα η μαθητεία του Jerry θα ξεκινήσει, αλλά υπό προϋποθέσεις που δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, σ’ έναν κόσμο άρρηκτα συνδεδεμένο με άλλους, ακόμη και με το δικό του! Το σενάριο διανοίγεται με πολύ όμορφο τρόπο, εισάγοντας τον gamer ολοένα και βαθύτερα στο παραμυθένιο περιβάλλον του, σε μια απρόσμενη περιπέτεια, η οποία αυξάνει προοδευτικά το ενδιαφέρον σε σειρά επιπέδων, κερδίζοντας τις εντυπώσεις κάθε φορά για τις μικρές ή μεγαλύτερες «πινελιές» με τις οποίες εμπλουτίζεται. Το concept είναι πανέμορφο και δομημένο με τρόπο που αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, για τους λόγους που αναφέρθηκαν εξ αρχής.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Night of the Rabbit είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκειά του εξακολουθεί να προσθέτει καινούρια στοιχεία στο gameplay, διανθίζοντας τους point & click μηχανισμούς του με νέες δυνατότητες που αποκτά ο πρωταγωνιστής καθώς η εκπαίδευσή του συνεχίζεται και η ιστορία προχωρά. Στην πορεία της περιπέτειας, ο Jerry, όπως κάθε μαθητευόμενος μάγος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, θα μάθει διάφορα ξόρκια, ενώ το πρώτο… special ability που θα αποκτήσει, αφορά τη δυνατότητά του να βλέπει, μέσα από ένα μαγικό νόμισμα, πράγματα που με γυμνό μάτι παραμένουν αόρατα! Για τα περαιτέρω, ωστόσο, δε θα ειπωθούν περισσότερα εδώ, παρά μόνο ότι υπάρχουν προαιρετικές δραστηριότητες που αφορούν τη συγκέντρωση διαφόρων collectables, προσδίδοντας ένα επιπλέον ενδιαφέρον στην εξερεύνηση ενός κόσμου, ο οποίος σφύζει από ζωή. Τούτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους NPCs, καθένας εκ των οποίων έχει ιδιαίτερη, ξεχωριστή προσωπικότητα, που μόνο απαρατήρητη δεν περνά. Το βέβαιο είναι ότι το story εμβαθύνει βαθμιαία, ολοένα και περισσότερο.

Στο σύνολό του, το εικαστικό συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση της παραμυθένιας αίσθησης, ακόμη κι αν το κυρίως μέρος του παιχνιδιού διαδραματίζεται σε σχετικά περιορισμένη περιοχή. Τα facial expressions των χαρακτήρων είναι μάλλον ελλιπή, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα games της Daedalic, εν τούτοις τα animations παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ατυχώς, ο τεχνικός τομέας δεν είναι αψεγάδιαστος, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις συνάντησα glitches, είτε με NPCs να εξαφανίζονται, ιδίως σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, είτε συνηθέστερα οι υπότιτλοι, ενώ παρατηρήθηκαν και ορισμένες αδικαιολόγητες πτώσεις των καρέ. Ένα ακόμη αρνητικό είναι ότι το παιχνίδι έχει ταυτίσει την αξιοποίηση του μαγικού νομίσματος με τη χρήση του hotspot button. Κι έτσι ενώ στην πρώτη περίπτωση μπορεί το νόμισμα να είναι απαραίτητο για να προχωρήσει η υπόθεση, η χρησιμοποίησή του σε άλλη συγκυρία αποκαλύπτει αυτομάτως όλα τα σημεία ενδιαφέροντος στον εκάστοτε χώρο.

Οι γρίφοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι ενδιαφέροντες, μολονότι ο βαθμός δυσκολίας τους ποικίλει, χωρίς να ανέρχεται πάντως σε πολύ υψηλό επίπεδο. Παίζοντας δίχως hints ή άλλη βοήθεια, χρειάστηκα οριακά κάτι λιγότερο από 21 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, εκ των οποίων περίπου 2,5 δαπανήθηκαν εκουσίως σ’ ένα πολύ εθιστικό card game! Υπεύθυνος για τα puzzles είναι ο ίδιος ο Kempke σε συνεργασία με τον Ulrich Wanitschke, ο οποίος εν έτει 2016 επρόκειτο να είναι co-game και narrative designer στο Silence: The Whispered World II, και πάλι της Daedalic ασφαλώς, στο οποίο αναφερθήκαμε διεξοδικά σε προηγούμενη ευκαιρία. Υπεύθυνη για την πολύ όμορφη και «ζεστή» σχεδίαση των χαρακτήρων είναι η Olga Andriyenko, με συμμετοχή και σε προηγούμενα projects της εταιρίας.

Ο τομέας του ήχου αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τα δυνατά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, κι έχει σημασία εδώ να ξεκινήσουμε από το voice acting, ένα από τα καλύτερα που έχουν να επιδείξουν οι Γερμανοί δημιουργοί στη 15ετή διαδρομή τους. Έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι, τουλάχιστον τα αγγλικά voice overs, δε συμπεριλαμβάνονται στα ατού των τίτλων τους, με τη βασική εξαίρεση να αποτελούν τα τέσσερα Deponia games. Με το Night of the Rabbit να κυκλοφορεί μεταξύ των τριών πρώτων, στην περίπτωση αυτή αξιοποιήθηκε ένα cast ηθοποιών με ιδιαίτερη εμπειρία στο χώρο, κάποιοι εκ των οποίων είχαν ήδη συμμετάσχει σε games της Daedalic ή θα συμμετείχαν και στο μέλλον. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο απαντάται ο άσημος Jed Kelly, ο οποίος ωστόσο καταφέρνει να πείσει για την ηλικία και το ύφος του Jerry. Στο ρόλο του Λαγού, The Marquis De Hoto, συναντούμε τον Wayne Forester, που ίσως κάποιοι θυμούνται ως Siegfried of Denesle στο πρώτο Witcher (2007), ενώ με μικρότερα parts συμμετέχουν τόσο η Charlotte Moore όσο και η Alix Wilton Regan. Τη μεν πρώτη, οι φίλοι των Deponia είχαν ήδη γνωρίσει ως Toni, πρώην κοπέλα του πρωταγωνιστή, Rufus, τη δε δεύτερη ως Goal, αντικείμενο του πόθου του, αντίστοιχα.

Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα games της γερμανικής εταιρίας, το soundtrack αποτελεί μια εξαιρετική δουλειά του ομοεθνή μουσικοσυνθέτη Tilo Alpermann, στην πρώτη συνεργασία του από τις τρεις συνολικά με τη Daedalic. Ατμοσφαιρικές μελωδίες, συνολικής διάρκειας μίας ώρας, οι οποίες εκτείνονται σε όλο το φάσμα των ήχων που θα μπορούσαν να προέρχονται από μια φιλαρμονική ορχήστρα -και όχι μόνο, ταξιδεύουν τον gamer μέσα σ’ αυτήν την πρωτότυπη περιπέτεια του Jerry. Ο Alpermann υποβάλλει με εμφαντικό τρόπο στην περίπτωση αυτή τα διαπιστευτήριά του, ενώ η συνέχεια έμελλε να είναι αναλόγως υψηλής ποιότητας, με τις συνθέσεις του στα προαναφερθέντα, Silence και Pillars of the Earth. Το Night of the Rabbit αποδείχθηκε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τον υπογράφοντα, τίτλος που δημιουργεί ένα υπέροχο, παραμυθένιο πλαίσιο, το οποίο είναι ικανό και δεν αργεί να συμπαρασύρει οποιονδήποτε εξακολουθεί να κρύβει μέσα του ένα 12χρονο παιδί. Όταν μάλιστα τούτο συνοδεύεται από ένα ξεχασμένο όνειρο αυτής της ηλικίας, να γινόταν κάποτε ένας σπουδαίος μάγος, το αποτέλεσμα είναι εγγυημένο!

Leave Comments