Στα τέλη 2013 είχαν συμπληρωθεί ήδη τέσσερα χρόνια από τότε που η Daedalic Entertainment είχε κυκλοφορήσει το Whispered World, μόλις το τρίτο point & click adventure της σε μια αξιοσημείωτη διαδρομή την οποία επρόκειτο να καταγράψει στο χώρο, εξακολουθώντας έως σήμερα. Εκείνη την περίοδο, κι ενώ η γερμανική εταιρία ανάπτυξης είχε ήδη παρουσιάσει μεταξύ άλλων τα πρώτα τρία Deponia games αλλά και δύο τίτλους του ίδιου genre στο σύμπαν του Dark Eye, η ανακοίνωση αφορούσε μια επικείμενη συνέχεια του παιχνιδιού του 2009. Παρότι όμως ο ορίζοντας κυκλοφορίας του είχε οριοθετηθεί περί το τέλος του επόμενους έτους, χρειάστηκε εν τέλει να περάσουν τρία χρόνια μέχρι το συγκεκριμένο project να τεθεί προς διάθεση.
Το Silence: The Whispered World II, όπως είναι η πλήρης ονομασία του, παρουσιάστηκε Νοέμβριο 2016, επτά ολόκληρα χρόνια μετά τον προκάτοχό του, διάστημα μεγαλύτερο από κάθε άλλο sequel μεταξύ των franchises των Γερμανών δημιουργών. Το συγκεκριμένο παιχνίδι εξελίχθηκε σε μια κατηγορία από μόνο του για τη Daedalic, καθώς υπήρξε το πρώτο adventure της εταιρίας, το οποίο πέρασε σε τρισδιάστατα γραφικά -δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε και το State of Mind- αποπνέοντας μια απολύτως σύγχρονη αίσθηση, δίχως οι διαφοροποιήσεις του να περιορίζονται σ’ αυτό. Πρόκειται για το έργο του Marco Hüllen, δημιουργού και του πρώτου παιχνιδιού, που κάποτε είχε ξεκινήσει ως ακαδημαϊκή διπλωματική εργασία, στο οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ευκαιρία. Ο Hüllen, ένας artist κατά κύριο λόγο, διατηρώντας την original ιδέα και το concept τέθηκε επικεφαλής και του sequel, έχοντας εργαστεί ενδιάμεσα και σε άλλα παιχνίδια της εταιρίας. Εν προκειμένω υπογράφει επίσης ως art director και συνεπιμελείται το story.
Μετά το Deponia Doomsday, τέταρτο κεφάλαιο της δημοφιλέστερης σειράς της Daedalic, το Silence ήταν ο δεύτερος τίτλος της κατά το ίδιο έτος, και μάλιστα ο πρώτος ο οποίος αναπτύχτηκε με Unity engine και όχι με Visionaire, όπως όλα ανεξαιρέτως τα adventures των Γερμανών έως εκείνο το σημείο, και όχι μόνο. Οι τελευταίοι βρέθηκαν στην προκειμένη περίπτωση ενώπιον της μεγαλύτερης πρόκλησης που αντιμετωπίζει καθένας, ο οποίος αποφασίζει να ξεφεύγει από τις δύο διαστάσεις: το budget. Οι δύο όψεις του εγχειρήματος διαμόρφωσαν αφενός έναν τίτλο αρκετά μικρό σε διάρκεια, αλλά συγχρόνως τον πλέον εντυπωσιακό μεταξύ αυτών της εταιρίας, καθώς έγινε πραγματικά εξαιρετική δουλειά στον οπτικό τομέα. Το όραμα του Hüllen ξεδιπλώνεται με έναν υπέροχο τρόπο, καθώς ο πανέμορφος κόσμος του Silence αποκαλύπτεται πλέον σε όλο του το μεγαλείο, μετά την πρώτη γνωριμία, επτά χρόνια νωρίτερα. Το sequel ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στο συγκεκριμένο σύμπαν, και παρότι μπορεί κάποιος να το προσεγγίσει εν πολλοίς δίχως ιδία πείρα όσων προηγήθηκαν -άλλωστε αυτά συνοψίζονται στο ξεκίνημα μέσες-άκρες, παραμένει προτιμότερο να δώσει μια ευκαιρία στο Whispered World, το οποίο τελικά θα τον αποζημιώσει με τρόπο μοναδικό. Εξάλλου υπάρχουν αρκετές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα, οι οποίες μπορεί να μην επηρεάζουν άμεσα, αλλά συμβάλλουν σημαντικά στο immersion, καθώς οι… γνώστες αντιλαμβάνονται άμεσα και πλήρως τι αφορούν.
Η περιπέτεια περιστρέφεται αυτή τη φορά γύρω από δύο πρωταγωνιστές αλλά και playable χαρακτήρες, τον έφηβο Noah και τη μικρή αδερφή του, Renie, οι οποίοι μεγαλώνουν στο ορφανοτροφείο κάποιας μικρής κωμόπολης, κατά τα φαινόμενα. Χειμώνας βαρύς και το χιόνι πέφτει πυκνό, όταν ξαφνικά η περιοχή δέχεται επίθεση από μαχητικά αεροσκάφη εποχής Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα δύο παιδιά τρέχουν να προφυλαχθούν σε καταφύγιο, όμως μια δεύτερη επιδρομή καταφέρνει να τους χωρίσει. Σύντομα ο Noah θα συνειδητοποιήσει ότι έχει μεταφερθεί με εντελώς ανεξήγητο τρόπο σ’ ένα γνώριμο κόσμο, το Silence! Και παρότι πολλά πράγματα είναι όπως τα θυμάται, κάποια τετράποδα κατάμαυρα τέρατα… αποτελούν νέα προσθήκη! Πρόκειται για τους Ανιχνευτές (Seekers), όπως θα μάθει από μια απρόσμενη νέα γνωριμία, η οποία θα τον καθησυχάσει για την αδερφή του. Η ιστορία αρχίζει να εκτυλίσσεται σταδιακά σ’ ένα μαγευτικό περιβάλλον, το οποίο τελικά κεντρίζει το ενδιαφέρον ίσως ακόμη περισσότερο από την ίδια. Ο gamer συχνά απορροφάται από τα υπέροχης αισθητικής τοπία και επίπεδα, την ίδια στιγμή που το concept στον πυρήνα του, τουλάχιστον σεναριακά, κυμαίνεται πολύ κοντά σ’ αυτό της προηγούμενης φοράς. Η διαφορά είναι ότι τότε ο παίκτης αγνοούσε περί τίνος πρόκειται, ενώ τώρα μπορεί να κάνει ασφαλείς εκτιμήσεις σχετικά νωρίς.
Είναι αλήθεια ότι κάποιος ο οποίος δεν έχει εμπειρία του Whispered World, μπορεί να απολαύσει μια περιπέτεια με χαρακτηριστικά που διατηρούν το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Παρά ταύτα, έχουμε την αίσθηση ότι το Silence δεν αναπτύσσει το story του στο βαθμό που θα έπρεπε. Δεν είναι τόσο η μικρή διάρκειά του, η οποία στην περίπτωση του υπογράφοντος, με απενεργοποιημένα όλα τα hints, άγγιξε οριακά μόλις τις επτά ώρες, όσο το γεγονός ότι παραμένει «στα ρηχά» σε μια σειρά επιπέδων. Το σκηνικό στήνεται κάπως βιαστικά, καθώς οι πρωταγωνιστές εμπλέκονται σε διαμάχη μιας επαναστατικής ομάδας εναντίον εκείνης, την οποία τα μέλη της τελευταίας αποκαλούν «Ψεύτικη Βασίλισσα» (False Queen), ενώ πολλά σημεία παραμένουν ασαφή. Την ίδια στιγμή, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που εισάγονται, προσεγγίζονται αρκετά επιπόλαια, καθώς δε γίνονται γνωστές επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτούς, που θα επέτρεπαν την ταύτιση του gamer μαζί τους. Οι δε NPCs οι οποίοι επιστρέφουν από την προηγούμενη φορά, δεν αρκούν προκειμένου να καλύψουν αυτά τα κενά, μολονότι η παρουσία τους είναι ομολογουμένως ευχάριστη. Σαφώς καλύτερα είναι τα δεδομένα σε ό,τι αφορά τους Noah και Renie, παρότι και σ’ αυτήν την περίπτωση υπήρχαν οπωσδήποτε περιθώρια βελτίωσης.
Πέραν των 3D γραφικών, ειδοποιός διαφορά του Silence σε σχέση με τον προκάτοχό του αλλά και όλα τα προηγούμενα adventures της Daedalic αποτελεί η παντελής απουσία inventory. Οι γρίφοι του παιχνιδιού είναι αισθητά μειωμένοι, περιορίζονται σε αλληλεπίδραση των ηρώων με αντικείμενα του περιβάλλοντός τους και προϋποθέτουν σωστή εκτίμηση των συσχετισμών που προκύπτουν μεταξύ αυτών. Ο βαθμός δυσκολίας είναι σχετικά χαμηλός, με κάποιες εξαιρέσεις, στις οποίες απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή. Βεβαίως, καθώς δε νοείται ο κόσμος αυτός χωρίς την παρουσία του γνώριμου από την προηγούμενη φορά… Spot, πολύτιμος σύμμαχος των δύο πρωταγωνιστών είναι η αγαπημένη κάμπια όλων, ήδη από το Whispered World. Ο Spot επιστρέφει προκειμένου να βοηθήσει καθοριστικά τους φίλους του για μία ακόμη φορά στην επίλυση πολλών puzzles, την οποία Noah και Renie δε θα μπορούσαν να επιτύχουν ποτέ! Έχει και πάλι τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές πέραν της κανονικής του, να γίνεται επίπεδος ή να φουσκώνει σα μπαλόνι, ενώ ορισμένες ακόμη που γνωρίσαμε στο παρελθόν, καθώς και κάποιες καινούριες, διατίθενται περιστασιακά. Πρόκειται για την attraction του franchise, πέραν πάσης αμφιβολίας!
Τα dialog trees έχουν πλέον εκλείψει και αυτά· απαιτούνται διαδοχικά «κλικ» στους χαρακτήρες προκειμένου να λένε περισσότερα πράγματα απ’ όσα προβλέπει το βασικό σενάριο. Αντί των πρώτων, σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρεται η δυνατότητα απόκρισης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δίχως ωστόσο να επηρεάζεται η εξέλιξη της υπόθεσης. Αντιθέτως, έχει προστεθεί πλέον το ενδεχόμενο θανάτου των χαρακτήρων αν δεν αντιδράσουν εγκαίρως σε κάποια quick time events. Από εκεί και πέρα, στα αρνητικά συγκαταλέγονται οι μεγάλοι χρόνοι φόρτωσης, που μπορούν να φτάσουν ακόμη και τα 15 δευτερόλεπτα κατά περίσταση, δημιουργώντας δεύτερες σκέψεις για κάθε άσκοπη ή «αβέβαιη» μετακίνηση σε άλλο σημείο της εκάστοτε περιοχής.
Μαζί με τον Hüllen, το story συνυπογράφει η Anne von Vaszary, η οποία επιμελείται επίσης τους διαλόγους, ενώ αμφότεροι, σε συνεργασία με τον Ulrich Wanitschke, είναι επίσης οι game και narrative designers. Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι η von Vaszary είχε αντίστοιχους ρόλους, κάποια χρόνια νωρίτερα, στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο της εξαιρετικής τριλογίας Black Mirror (2009, 2011), της επίσης γερμανικής Cranberry Production. Σε άλλα σημεία, το voice acting ανταποκρίνεται κάτι παραπάνω από επαρκώς στις απαιτήσεις, στο σύνολο των ηθοποιών, οι οποίοι σε γενικές γραμμές είναι άγνωστοι. Εξαίρεση αποτελεί ο Tom Clarke Hill, γνωστότερος από τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σειρά Sniper Elite ως Karl Fairburne, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε και στα Deponia games ως Captain Bozo. Ένα μικρό ρόλο αναλαμβάνει εν προκειμένω και ο Glen McCready, ο οποίος την αμέσως επόμενη χρονιά επανήλθε σε παιχνίδι της Daedalic, ως Prior Philip, ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών του εντυπωσιακού Ken Follett's The Pillars of the Earth, στο οποίο αναφερθήκαμε στο πρόσφατο παρελθόν.
Την παράσταση στον ηχητικό τομέα κλέβει με διαφορά το υπέροχο soundtrack, διάρκειας σχεδόν μίας ώρας, ακολουθώντας πιστά τα βήματα εκείνου του Whispered World. Τις λεπτεπίλεπτες και εξαιρετικά διανθισμένες συνθέσεις υπογράφει αυτή τη φορά ο Tilo Alpermann, με όργανα κλασικής μουσικής να κυριαρχούν, μεταξύ των οποίων πιάνο, βιολιά, βιολοντσέλα και μια σειρά πνευστών, συνεισφέροντας τα μέγιστα στο αίσθημα μελαγχολίας που αποπνέει ολόκληρο το franchise. Πραγματικά, αποτελεί κρίμα που τέτοιες μελωδίες είναι αισθητά δυσκολότερο να φτάσουν σε εκείνους που μπορούν να τις εκτιμήσουν, μόνο και μόνο διότι αποτελούν τμήμα ενός videogame. Μάλιστα ο συγκεκριμένος δημιουργός επέστρεψε το 2017, συνθέτοντας ένα εξίσου εξαιρετικό soundtrack και για το προαναφερθέν, Pillars of the Earth. Ντεμπούτο στη γερμανική εταιρία είχε κάνει το 2013, τότε για το Night of the Rabbit, περί του οποίου ωστόσο θα αναφερθούμε εκτενώς στο προσεχές διάστημα.
Το Silence: The Whispered World II προέκυψε ως ένας παραπόταμος στον ποταμό των κλασικών point & click adventures της Daedalic Entertainment, κομίζοντας κάτι «φρέσκο» και ανανεωτικό στην αξιοσημείωτη διαδρομή της, ελέω των… καλλιτεχνικών ανησυχιών του δημιουργού της σειράς, Marco Hüllen. Ένας τίτλος-χάρμα οφθαλμών, με τα εντονότερα και πιο ζωηρά χρώματα που θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται δικαίως μεταξύ των πλέον παραμυθένιων που έχει συναντήσει ο υπογράφων, ενδεχομένως μαζί με τα Trine games. Παρά τις όποιες αδυναμίες του, οι οποίες δείχνουν να καθρεφτίζουν κυρίως περιορισμένους οικονομικούς πόρους, παρά οτιδήποτε άλλο, είναι αδύνατο να αρνηθεί κάποιος την ομορφιά του κόσμου του. Δεν υπάρχει αρκετά καλός λόγος.