By Professor_Severus_Snape on Saturday, 09 April 2022
Category: GameWorld

Το Βασίλειο των Ψιθύρων

Όταν η Daedalic Entertainment ιδρυόταν το 2007, ουδείς μπορούσε να προβλέψει ότι κατά τα επόμενα δέκα χρόνια θα κατόρθωνε να εδραιωθεί στη gaming βιομηχανία μέσα από μια υποκατηγορία ενός genre, το οποίο αντικειμενικά έφθινε με σταθερούς ρυθμούς, και μάλιστα να το διατηρήσει στο προσκήνιο με συστηματικότερο τρόπο από κάθε άλλη προσπάθεια. Τα point & click adventures επιβίωσαν σε ένα σημαντικό βαθμό μέσα από τις αξιόλογες κυκλοφορίες των Γερμανών developers, με τις ποιοτικές επιλογές από εκεί και πέρα να είναι σχετικά περιορισμένες. Στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στα πεπραγμένα της εταιρίας με έδρα το Αμβούργο, με αφορμή την άτυπη τετραλογία των Deponia games (2012-2016), τα Chains of Satinav (2012) και Memoria (2013) από το σύμπαν του Dark Eye, καθώς επίσης το Ken Follett's The Pillars of the Earth (2017), όλα από πολύ καλά έως εξαιρετικά παιχνίδια, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Το έναυσμα, ωστόσο, είχε προηγηθεί ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, αρκετά πριν τα Deponia χαρακτηρίσουν την παρουσία της στο χώρο.

Το ντεμπούτο της Daedalic έγινε μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυσή της, και μάλιστα με δύο τίτλους. Ο πρώτος ήταν το Edna & Harvey: The Breakout, που είχε ξεκινήσει ως πανεπιστημιακό project, και το οποίο εν έτει 2011 ακολούθησε ένα sequel ονόματι Edna & Harvey: Harvey's New Eyes. Ο δεύτερος είχε όνομα-σιδηρόδρομο και ήταν το 1½ Knights: In Search of the Ravishing Princess Herzelinde, βασισμένο σε ομώνυμη ταινία γερμανικής παραγωγής κατά το ίδιο έτος (2008), η οποία απέτυχε παταγωδώς, ενώ και το παιχνίδι δεν άντεξε στο χρόνο. Το 2009 οι Γερμανοί επανήλθαν, δείχνοντας από το ξεκίνημά τους ότι οι ετήσιες κυκλοφορίες, και μάλιστα περισσότερες από μία κάθε φορά, επρόκειτο να αποτελέσουν τον κανόνα της πορείας τους, όπως απέδειξε η συνέχεια, έστω κι αν στην προκειμένη περίπτωση το δεύτερο videogame ήταν το παρθενικό της hidden object, ονόματι The Tudors, εμπνευσμένο από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία είχε ήδη παρουσιάσει τρεις σεζόν. Το βασικό παιχνίδι, που διέθεσε η εταιρία το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επανακυκλοφόρησε μία πενταετία αργότερα (2014) ως Special Edition πλέον, περιλαμβάνοντας κάποια extra χαρακτηριστικά, κυρίως όχι in-game.

Το Whispered World ήταν, τουλάχιστον σε αισθητικό επίπεδο, εκείνο το οποίο προσδιόρισε ως ένα βαθμό το ύφος των επόμενων δημιουργιών της Daedalic, δίχως ωστόσο να κρύβει τις σχετικά περιορισμένες δυνατότητες αυτών των πρώτων, σχεδόν πειραματικών προσπαθειών της. Πλην όμως, το γεγονός δεν την εμπόδισε να παρουσιάσει ένα «γλυκύτατο» παιχνίδι, ένα παραμύθι με όμορφα χρώματα, αλλά και μια μόνιμη «σκιά», η οποία πλανάται στο φαινομενικά γαλανό ουρανό του κόσμου του, σκεπάζοντας κατ’ αρχάς τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Άλλωστε δεν πρόκειται παρά για ένα μικρό αγόρι, ονόματι Sadwick, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μόνιμη μελαγχολία. Μαζί με τον μεγαλύτερό του αδερφό, Ben, και τον παππού τους ταξιδεύουν ως ένα περιφερόμενο τσίρκο από περιοχή σε περιοχή στο βασίλειο που διαβιούν, κάνοντας διάφορα ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, διασκεδάζοντας τους ανθρώπους. Ο Sadwick είναι ο γελωτοποιός της κομπανίας, φορώντας μονίμως μια στολή κλόουν, ακόμη και στον ύπνο του. Είναι επίσης σαφές ότι έχει πρόβλημα αυτοπεποίθησης, εισπράττοντας συχνά τα επικριτικά σχόλια του αδερφού του, καλούμενος επιπλέον να αντιμετωπίζει και την πνευματική… αστάθεια του παππού του. Ο ίδιος είναι μικρούλης και λίγο αδέξιος, ωστόσο οι μισές ζημιές που κάνει, απορρέουν κατά τα φαινόμενα από την πολύ χαμηλή αυτοεκτίμησή του.

Σα να μη φτάνουν τα ανωτέρω, ο Sadwick ταλαιπωρείται από εφιάλτες σε καθημερινή βάση, οι οποίοι δεν του επιτρέπουν να ξεκουραστεί πραγματικά. Και τούτο το βράδυ ήταν σαν όλα τα προηγούμενα. Η επόμενη μέρα, ωστόσο, ξημερώνει ηλιόλουστη σε ένα ξέφωτο του Δάσους του Φθινοπώρου (Autumn Forest) και η ρουτίνα του μικρού ήρωα αρχίζει, με τις αγγαρείες που του έχει σημειώσει ο Ben. Στο εισαγωγικό βίντεο του παιχνιδιού ο αφηγητής ξεκινά την ιστορία του μιλώντας για μια χώρα μακρινή, η οποία πρόκειται να πεθάνει. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, υπεύθυνος για την καταστροφή του κόσμου θα είναι ο ίδιος ο Sadwick, ακόμη κι αν ούτε ο ίδιος το γνωρίζει! Και πράγματι, ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού ξεκινά τις… δουλειές του, όπως κάθε φορά, διατηρώντας ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού του την ανάγκη να ερμηνεύσει τους εφιάλτες του.

Η πλοκή αρχίζει να εκτυλίσσεται όταν ο μικρός ήρωας μεταβαίνει στην κοντινή ακτή μιας λίμνης, όπου συναντά κάποιον άγνωστο. Ονομάζεται Bobby και, όπως ισχυρίζεται, είναι Chaski, δηλαδή αγγελιοφόρος στην υπηρεσία του βασιλιά, το κάστρο του οποίου βρίσκεται σε μια περιοχή ονόματι Corona. Ο Bobby φαντάζει… λεοντόκαρδος τύπος, καθώς τρέμει και τη σκιά του, αλλά εξακολουθεί να τιμά -νοερώς;- την αποστολή του. Ο μεγάλος φόβος του είναι οι Asgil, μια φυλή τεράτων η οποία, βάσει των ισχυρισμών του, έχει σχεδόν περικυκλώσει το παλάτι. Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβει να παραδώσει στο βασιλιά ένα πολύτιμο αντικείμενο, προκειμένου να μπορέσει εκείνος να αποτρέψει το τέλος του κόσμου! Ένα τέλος, το οποίο κατά τα φαινόμενα θεωρεί και ο απλός κόσμος ότι πλησιάζει, και για το λόγο αυτό εγκαταλείπει μαζικά τη χώρα, όπως αναφέρει εξαρχής ο Ben στον Sadwick, με αποτέλεσμα ο θίασός τους να δυσκολεύεται να βρει κόσμο για τις παραστάσεις του.

Το σενάριο του παιχνιδιού δε δείχνει να διεκδικεί ιδιαίτερες δάφνες πρωτοτυπίας, πλην όμως διηγείται με τρυφερό τρόπο ένα όμορφο, έστω και απλοϊκό παραμύθι, καθώς ο μικρός μελαγχολικός γελωτοποιός αρχίζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, εκκινώντας από την προδιάθεσή του να βοηθήσει τον Bobby στην αποστολή του. Έχοντας ήδη ξεκάθαρη άποψη για αρκετά από τα projects που ακολούθησαν, μία εκ των υστέρων ματιά στο Whispered World αρκεί για να καταδείξει εμφανώς ότι, πράγματι, στα αρχικά βήματά της η Daedalic παρουσιάζει έναν τίτλο στα όρια του δοκιμαστικού, όχι τόσο ως προς την ποιότητά του, η οποία είναι πραγματικά καλή, όσο προς το όλο στήσιμό του. Ακόμη κι αυτός, ωστόσο, μέσα από τη φαινομενική απλότητά του, καταδεικνύει την προοπτική των συντελεστών του σε μια σειρά επιπέδων: τη δημιουργία υπέροχων, φανταστικών κόσμων, όμορφων και μαγευτικών με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, την εξαιρετική αφήγηση των ιστοριών τους αλλά και μια σειρά έξυπνων γρίφων, οι οποίοι κατά κανόνα διατηρούν το ενδιαφέρον σε ένα αρκετά υψηλό σημείο.

Κάποιος ο οποίος έχει εμπειρία από επόμενα games των Γερμανών μπορεί να διακρίνει στο Whispered World ιδέες, χαρακτηριστικά και elements τα οποία αργότερα είτε εξελίχθηκαν είτε προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της εκάστοτε περίπτωσης. Ένα παράδειγμα αποτελεί το κατοικίδιο του Sadwick, μια… κάμπια που ακούει στο όνομα Spot! Ο Spot ακολουθεί παντού τον ήρωα και μάλιστα τον βοηθά στην επίλυση ουκ ολίγων γρίφων, μέσα από τα… special abilities που διαθέτει και τα οποία αυξάνονται όσο το παιχνίδι προχωρά. Οι δύο αρχικές δυνάμεις του είναι αφενός η δυνατότητά του να έχει την… κανονική μορφή του και αφετέρου να φουσκώνει σαν μπαλόνι(!), αποκτώντας όγκο και βάρος. Πρόκειται για ένα gameplay μηχανισμό, παραλλαγή του οποίου οι fans των τίτλων της Daedalic συνάντησαν μελλοντικά στα προαναφερθέντα, Chains of Satinav και Memoria, μέσα από τις μαγικές δυνάμεις των πρωταγωνιστών.

Σε ό,τι αφορά τα puzzles, αξίζει να σημειωθεί ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του παιχνιδιού διατηρούν έναν ικανοποιητικό βαθμό πρόκλησης, ενώ η δυσκολία αυξάνεται περισσότερο στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο αποδεικνύεται και το μεγαλύτερο σε έκταση. Υπάρχουν ελάχιστα mini games, ενώ μάλιστα προσφέρεται και η δυνατότητα άμεσης παράκαμψής τους. Από εκεί και πέρα ορισμένοι γρίφοι είναι κάπως εκτός λογικής, αν και συνήθως δεν περνά πολλή ώρα μέχρι την επίλυσή τους, έστω και τυχαία, ενώ άλλοι δείχνουν εν μέρει να επαναλαμβάνονται. Στο σύνολό τους, ωστόσο, κάθε άλλο παρά αφήνουν παράπονα. Στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι το pixel hunting είναι έντονο σε κάποιες περιπτώσεις, σε σημείο η απάντηση σε ορισμένα αινίγματα να βρίσκεται σε αντικείμενο το οποίο πέρασε απαρατήρητο, ακόμη και για αρκετή ώρα. Αυτό υπερβαίνεται μέσα από τη χρήση του hotspot button, το οποίο πάγια αποφεύγω, για… ιδεολογικούς λόγους. Δεδομένου αυτού του γεγονότος, σε συνδυασμό και με το challenge των mini games, χρειάστηκα περίπου 21 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους.

Στον οπτικό τομέα, είναι αλήθεια ότι το Whispered World έχει αισθητά απλοϊκότερα γραφικά και λιτότερα animations σε σχέση με επόμενες προσπάθειες των Γερμανών, πράγμα προφανώς όχι και τόσο παράλογο, θυμίζοντας έντονα τηλεοπτικά κινούμενα σχέδια της δεκαετίας του ’90, προσαρμοσμένα στο πλαίσιο ενός adventure, ακόμη περισσότερο στις περιπτώσεις των cinematics. Πλην όμως, αυτά τα στοιχεία δεν το εμποδίζουν σε τίποτα στη δημιουργία μιας πολύ όμορφης ατμόσφαιρας, μιας χώρας η οποία είναι πλέον σχεδόν άδεια από κατοίκους, και μόνο ελάχιστοι είναι εκείνοι που παραμένουν εκουσίως εγκλωβισμένοι στην πραγματικότητα του μικρόκοσμού τους, καθώς το τέλος πλησιάζει. Το παιχνίδι ξεκίνησε ως ακαδημαϊκή διπλωματική εργασία του Marco Hüllen στο μακρινό 2004(!), μία πενταετία πριν από την τελική κυκλοφορία του. Ο συγκεκριμένος είναι κατά βάσιν artist, εκείνος ο οποίος συνέλαβε την αρχική ιδέα του project και διαμόρφωσε, εκτός από τον κόσμο του, και τους χαρακτήρες του.

Ο Hüllen συνεργάστηκε την επόμενη χρονιά με τη Bad Brain Entertainment, και ένα demo του τίτλου είδε το φως της δημοσιότητας, ωστόσο η εταιρία διαλύθηκε την επόμενη χρονιά. Κάποια στιγμή μάλιστα το έως τότε, ημιτελές υλικό είχε διατεθεί και ως freeware, προκειμένου να το συνεχίσει κάποιος αν ενδιαφερόταν. Εν τέλει, το 2007 η Daedalic απέκτησε τα δικαιώματα του game, προσέγγισε τον δημιουργό και τον επαναπροσέλαβε προκειμένου να ολοκληρώσει το όραμά του. Συναρμόδιοι για το story και το game design μαζί με τον Hüllen είναι οι Jan Müller-Michaelis, υπεύθυνος επίσης για τους διαλόγους και ιδρυτικό στέλεχος της εταιρίας, και Sebastian Schmidt, co-lead scripter, ο οποίος επίσης ρίζωσε στην εταιρία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Το voice act αποδίδεται από άσημους ηθοποιούς στο χώρο και συμβατικές ερμηνείες, ενώ η παιδική φωνή του Sadwick συνηθίζεται μετά από λίγο. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό αποδεικνύεται το soundtrack, διάρκειας μόλις 26 λεπτών, συνοδεύοντας άψογα τις εικόνες επί της οθόνης, δίχως «εκρηκτικές» στιγμές, αλλά υποστηρίζοντας εξαιρετικά το μελαγχολικό τόνο του παιχνιδιού. Μουσικοί παίζουν πιάνο, φαγκότο και φλάουτο, τα οποία και έχουν την τιμητική τους στις μελωδίες που ακούγονται. Τις συνθέσεις έχει αναλάβει το Periscope Studio Hamburg, επικεφαλής του οποίου είναι ο Finn Seliger, διαχρονικός συνεργάτης των συντοπιτών developers.

Υπάρχει ένα καταληκτικό σχόλιο, το οποίο επιβάλλεται να γίνει: το Whispered World είναι πολύ περισσότερα πράγματα από όσα δείχνει. Κι ενώ όλα συνηγορούσαν στο ότι η Daedalic Entertainment έχει αφήσει το συγκεκριμένο τίτλο οριστικά στο παρελθόν, η επανακυκλοφορία του ως Special Edition το 2014, την οποία και δοκίμασα, ήρθε να αναθερμάνει το ενδιαφέρον. Όπως αποδείχθηκε, το γεγονός δεν ήταν παρά ο προπομπός ενός sequel, που θα κυκλοφορούσε εν τέλει δυόμισι χρόνια αργότερα και συνολικά επτά μετά το original release, σημαίνοντας τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση που έχει υπάρξει μεταξύ δύο τίτλων του ίδιου franchise, για λογαριασμό των Γερμανών δημιουργών. Μεταξύ των δύο Edna & Harvey games, καθώς επίσης του τρίτου και τέταρτου κεφαλαίου της σειράς Deponia, είχαν μεσολαβήσει μόλις τρία έτη. Πλην όμως, στο Silence: The Whispered World II, όπως είναι η πλήρης ονομασία του, θα αναφερθούμε στο προσεχές μέλλον.

Leave Comments