Η Daedalic Entertainment είναι μια γερμανική εταιρία ανάπτυξης και publisher, για την οποία οι συστάσεις περιττεύουν, τουλάχιστον προς μια συγκεκριμένη κατηγορία παικτών. Στο «πρόσωπό της», οι λάτρεις των κλασικών point & click adventures βλέπουν την ομάδα η οποία, περισσότερο από κάθε άλλη, κατόρθωσε να διατηρήσει το genre στο προσκήνιο με τόσο συστηματικό και έντονο τρόπο καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία, ξεκινώντας ήδη από τα τέλη των ‘00s. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος πως, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι ήταν η Sierra στην κατηγορία κατά τη δεκαετία του ’80, εξακολουθώντας και κατά την επόμενη, και ό,τι έγινε η LucasArts στα ‘90s, υπήρξε η Deadalic κατά τα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια από την πρώτη εμφάνισή της, το 2008. Με περίπου 20 παιχνίδια «περιπέτειας» αυτού του είδους και πολλά διαφορετικά IPs, το team, που σήμερα απαρτίζεται από περίπου 65 ανθρώπους, διευρύνθηκε και συρρικνώθηκε στο διάστημα αυτό, συνεχίζοντας ωστόσο να έχει δυναμική παρουσία με νέα games σε ετήσια βάση.
Το 2014 η Daedalic πούλησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της στην επίσης γερμανική Bastei Lübbe, μεγάλη publisher που δραστηριοποιείται στο χώρο της λογοτεχνίας, τόσο σε έντυπη όσο και ηλεκτρονική μορφή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παραρτήματος της πρώτης στο Ντίσελντορφ το 2016, πέραν της βάσης της στο Αμβούργο. Στις αρχές του 2018, μάλιστα, παρουσιάστηκε ένα ακόμη στούντιο, με έδρα το Μόναχο αυτή τη φορά, ωστόσο σύντομα η όψιμη «μαμά» άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις, αναζητώντας αγοραστή για τις μετοχές που είχε αγοράσει πριν από λίγα χρόνια. Συνοπτικά, η επένδυσή της θεωρήθηκε εν τέλει καταστροφική και, καθώς δεν έβρισκε ενδιαφερόμενο, το 2020 ξεπούλησε πίσω το μεγαλύτερο μερίδιό της, στους αρχικούς ιδιοκτήτες και δημιουργούς της Daedalic(!),και συγκεκριμένα το 41% των μετοχών της εταιρίας, έναντι του ευτελούς ποσού των 410.000 ευρώ! Η τελευταία προχώρησε σχεδόν αναπόφευκτα στην περιστολή των δραστηριοτήτων της, κλείνοντας τα δύο προαναφερθέντα παραρτήματά της και εξακολουθώντας πλέον να δημιουργεί από την έδρα της.
Στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε πολλά από τα έργα και τις ημέρες της Daedalic, με αφορμή τα τέσσερα Deponia games, τη μεγαλύτερη σειρά της, αλλά και τα δύο adventures στο σύμπαν του Dark Eye, Chains of Satinav και Memoria. Εν προκειμένω, και για να γίνει ο συσχετισμός, η προαναφερθείσα πρόσκαιρη συνεργασία της με τη Bastei Lübbe μετουσιώθηκε άμεσα στην απόφαση ανάπτυξης ενός παιχνιδιού, βασισμένου σε βιβλίο του οποίου τα δικαιώματα στη γερμανική γλώσσα διατηρεί η συγκεκριμένη εταιρία. Ο λόγος βεβαίως για το Pillars of the Earth του Ουαλού Ken Follett, ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο στο χώρο της ιστορικής μυθιστοριογραφίας και πλέον επιτυχημένο του συγγραφέα, με περισσότερα από 27 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως! Με αρχική έκδοση το 1989, το βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη σε mini σειρά οκτώ επεισοδίων κατά τη διετία 2010-11. Και παρότι υπάρχουν από κάποιες έως αρκετές διαφορές σε ορισμένα σημεία μεταξύ νουβέλας και τηλεοπτικής σειράς ή πλέον του ίδιου του παιχνιδιού, το γεγονός ότι στο τελευταίο συμμετέχει ως voice actor ο ίδιος ο Follett, καταδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς την παραδοχή και το χαιρετισμό του στην προσαρμογή της ιστορίας του και τις ιδέες που εισάγει η Deadalic.
Το έργο του συγγραφέα λαμβάνει χώρα στην Αγγλία, στην καρδιά του 12ου αιώνα, εκκινώντας παραμονές πρωτοχρονιάς του 1136. Ο βασιλιάς Henry, γιος του William του Κατακτητή, έχει πεθάνει την 1η Δεκεμβρίου, σε ηλικία 67 ετών, όπως γνωρίζουμε από τα πραγματικά γεγονότα. Είναι η στιγμή της έναρξης μιας έντονης πολιτικής αστάθειας στη χώρα, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «Αναρχία» και διήρκησε 18 χρόνια, έως το 1153. Ο βασιλιάς είχε έναν και μόνο άρρενα κληρονόμο, τον William Adelin, ο οποίος πνίγηκε στις 25 Νοεμβρίου 1120 στο περιβόητο ναυάγιο του White Ship, μαζί με ακόμη 300 περίπου συνεπιβάτες, μεταξύ των οποίων πολλοί ευγενείς, όταν το καράβι προσέκρουσε σε ύφαλο στη θάλασσα της Μάγχης, στη Νορμανδία, ταξιδεύοντας προς την Αγγλία. Δίχως να αποκτήσει νέο γιο, ο Henry όρισε διάδοχο την κόρη του, γνωστή ως Empress Maud, η οποία, όπως διδάσκει η ιστορία, από το 1128 είχε νυμφευθεί τον Geoffrey of Anjou. Βάσει του παιχνιδιού, τελευταία επιθυμία του βασιλιά ήταν ο νεογέννητος γιος της κόρης του και εγγονός του να τον διαδεχόταν ως Henry II όταν ενηλικιωνόταν, με τη μητέρα του να κυβερνά αντ’ αυτού έως εκείνη τη στιγμή.
Ο βασιλιάς μπορεί να είχε συγκεκριμένα σχέδια, ωστόσο ο θάνατός του επέφερε αμφισβήτηση από τους άρχοντες της Νορμανδίας στο ζήτημα της διαδοχής. Οι τελευταίοι δεν είδαν «με καλό μάτι» το γάμο της Maud με τον Geoffrey: η κομητεία του Anjou συνόρευε με το δουκάτο της Νορμανδίας και κάπως έτσι οι ούτως ή άλλως κακές σχέσεις τους έγιναν τώρα ακόμη χειρότερες. Η αναταραχή που ξέσπασε, εξελίχθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ξάδερφος της Maud, Stephen of Blois, εκμεταλλευόμενος τη στήριξη που του παρείχαν οι Νορμανδοί, κατέπλευσε προς την Αγγλία και κατέλαβε το θρόνο διά της βίας, σ’ αυτήν την πρώτη φάση της περί ης ο λόγος εποχής της Αναρχίας. Σε τούτο το ιστορικό πλαίσιο, από το οποίο ο Follett εμπνέεται και διηγείται μια πρωτότυπη ιστορία, προσαρμόζει με τη σειρά της η Deadalic το βιβλίο του Ουαλού, προκειμένου να αφηγηθεί την ίδια περιπέτεια, μέσα από μια ελαφρώς ή σχετικώς διαφοροποιημένη οπτική γωνία. Το αισθητικό αποτέλεσμα αυτού του πραγματικά φιλόδοξου εγχειρήματος διαφαίνεται ήδη από τις πρώτες στιγμές, ενώ σταδιακά αποκαλύπτεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και περιγράφεται από μία και μόνο, απλή λέξη: μαγευτικό!
Παρότι οι εξελίξεις σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο είναι ραγδαίες και, πράγματι, επηρεάζουν άμεσα τους πάντες εντός των αγγλικών εδαφών, σ’ αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο που φαίνεται ότι ξεσπά, το έργο του Follett επικεντρώνεται συνειδητά σε πράγματα συγκεκριμένα και σαφώς μικρότερης κλίμακας: Αφενός, τη φιλοδοξία ενός ικανότατου πλην άνεργου αρχιτέκτονα της εποχής, του Tom, ο οποίος έχει ως όνειρο ζωής την κατασκευή ενός επιβλητικού καθεδρικού ναού, τέτοιου που κανείς άλλος δε θα μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Αφετέρου, την προσπάθεια του μοναστηριού της εικονικής κωμόπολης του Kingsbridge και του λαού της ευρύτερης περιοχής να αντεπεξέλθουν στις κακοπάθειες και τις αναρίθμητες δυσκολίες που προκύπτουν συνεχώς, σε εποχές όπου οι άρχοντες μάχονται για τα προσωπικά συμφέροντά τους, αλλά τα κύρια θύματα της εμπόλεμης κατάστασης, εκείνα που στην πραγματικότητα έχουν μόνο να χάσουν, δεν είναι παρά οι υπήκοοι των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το Kingsbridge τοποθετείται εκεί που σήμερα βρίσκεται η κωμόπολη Marlborough της κομητεία του Wiltshire, σε απόσταση περίπου 120 χιλιομέτρων δυτικά του Λονδίνου. Αφορμή για την επιλογή της τοποθεσίας από τον Follett στάθηκε η ύπαρξη τριών καθεδρικών ναών σε όμορες περιοχές, του Winchester, του Gloucester και του Salisbury.
Μέσα από τους σύνθετους πρωταγωνιστικούς και όχι μόνο χαρακτήρες του, και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, ο συγγραφέας παρακολουθεί επί της ουσίας τη μακρόχρονη, επίπονη και εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία ανέγερσης ενός καθεδρικού ναού στο μοναστήρι του Kingsbridge, παρουσιάζοντας με έναν υπέροχο αφηγηματικό τρόπο πώς επηρεάζεται η περιοχή και βεβαίως το ίδιο το μοναστήρι από το γεγονός. Αυτά, την ίδια στιγμή που, ελέω του πολέμου που μαίνεται και της ματαιοδοξίας κάθε άρχοντα ξεχωριστά, από τον σφετεριστή βασιλιά έως τους εκκλησιαστικούς και εκείνους τους ελάσσονος δυναμικής, ουδείς μπορεί να παραμείνει αμέτοχος και ουδέτερος. Ως εκ τούτου, το βιβλίο εκτείνεται σε βάθος αρκετών δεκαετιών συνολικά, κάτι που βεβαίως δεν αλλάζει εν προκειμένω. Το Ken Follett’s The Pillars of the Earth, όπως είναι ο πλήρης τίτλος του παιχνιδιού, αφηγείται το ιστορικό-κοινωνικό δράμα μέσα από την οπτική τριών playable χαρακτήρων, οι οποίοι, πέραν της προσωπικής περιπέτειας του καθενός, που ούτως ή άλλως διαμορφώνεται παράλληλα, λειτουργούν πρωτίστως ως κιβωτοί· διά τούτων βιώνεται η δυστοπική πραγματικότητα της εποχής, ενώ οι ίδιοι πασχίζουν να ισορροπήσουν, αν όχι να ορθοποδήσουν εντός αυτής.
Ο πρόλογος αρχίζει αναμενόμενα με γνώριμο τρόπο για τους λάτρεις του βιβλίου ή της τηλεοπτικής σειράς. Ο αρχιτέκτονας Tom, γνωστός ως Tom Builder, και η οικογένειά του πασχίζουν να επιβιώσουν απέναντι στο πολικό ψύχος και την πείνα, μέσα στο χιονισμένο δάσος όπου έχουν καταλήξει. Πρόκειται για τα δύο μικρά παιδιά του, Alfred και Martha, ενώ η γυναίκα του, Agnes, είναι και πάλι ετοιμόγεννη! Στόχος τους είναι να φτάσουν εγκαίρως στο Shiring, όπου ο πατέρας ελπίζει ότι θα μπορέσει να βρει δουλειά, εξασφαλίζοντας άμεσα τροφή και στέγη για τους ανθρώπους του. Κατά προτίμηση, όχι οποιαδήποτε δουλειά, αλλά την οικοδόμηση ενός ναού που θα μείνει στους αιώνες. Τα πράγματα ωστόσο δεν εξελίσσονται καλά, καθώς η Agnes δίνει ζωή στο δεύτερο αγόρι της, αλλά η ίδια χάνει τη μάχη επάνω στη γέννα. Ο Tom σύντομα θα κληθεί να πάρει την πιο δύσκολη και αποτρόπαιη απόφαση της ζωής του… Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος δεν είναι παρά ο τέταρτος playable ήρωας του project της Daedalic, λειτουργώντας εν πολλοίς ως ένα… πρελούδιο, τρόπον τινά, της κυρίως ιστορίας και των βασικών χαρακτήρων.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ήδη από το κεντρικό μενού του τίτλου, η περιπέτεια χωρίζεται σε τρία βιβλία, τρία parts, συνολικά 21 κεφαλαίων, τα οποία κατανέμονται ισομερώς. Τα τρία μέρη του παιχνιδιού κυκλοφόρησαν σε διάστημα επτά μηνών κατά τη σεζόν 2017/18. Κάθε βιβλίο εξακολουθεί από εκεί που σταμάτησε το προηγούμενο, ενώ το σενάριο δε βιάζεται να παρουσιάσει και τους τρεις πρωταγωνιστές. Στο ίδιο πλαίσιο, η δημιουργία των Γερμανών developers δε θυσιάζει ούτε κεραία της αφήγησης υπέρ της δράσης, με συνέπεια να δίνει δικαιώματα σε σχόλια περί αργής εξέλιξης της πλοκής. Πλην όμως, είναι ξεκάθαρο ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν ποτέ αυτό το νόημα, αλλά η εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και την αντίδρασή τους κάθε φορά στα διαδοχικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν, η διεξοδική παρουσίαση σημείων της καθημερινότητάς τους και βεβαίως η υποδειγματική αποτύπωση σε κάθε ευκαιρία, η οποία τελικά προσφέρεται ανά πάσα ώρα και στιγμή, του ζοφερού περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα.
Το κυρίως παιχνίδι ξεκινά καθώς ο μοναχός Philip, επικεφαλής του κελιού του αγίου Ιωάννη στο Δάσος, προσεγγίζει το κοινόβιο του Kingsbridge, προκειμένου να δει τον ηγούμενο James, ανήμερα πρωτοχρονιάς του 1136. Όμως η καμπάνα χτυπά δυσοίωνα και ο ταξιδιώτης δε θα αργήσει να μάθει το νέο: ο ηγούμενος είναι νεκρός! Εξαφανίστηκε προ μίας εβδομάδας. Μετά από αναζήτηση ωρών, ίχνη του εντοπίστηκαν στη χιονισμένη γέφυρα-σύνορο της κωμόπολης και μια τρύπα στο παγωμένο ποτάμι που περνά από κάτω. Το πτώμα του, ωστόσο, δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Στη δυσάρεστη έκπληξη, η ευχάριστη αφορά την παρουσία του αδερφού του Philip στο μοναστήρι, Francis. Ιερέας ο τελευταίος, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει, επιστρέφοντας άπραγος στο Gloucester. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να εντοπίσει κάποιον επί δύο εβδομάδες αγνοούμενο αγγελιοφόρο του κόμητος Robert, στα εδάφη του οποίου διακονεί και ο ίδιος. Ο πρώτος απεσταλμένος μετέφερε ένα απόρρητο έγγραφο, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Η αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών επί του θέματος συνιστά την πρώτη πρόκληση για τον Philip, ενώ το όνομά του δε θα αργήσει να εμπλακεί με τον εντονότερο τρόπο στην υπόθεση διαδοχής του James!
Εξυπακούεται ότι τα ανωτέρω δεν αποτελούν παρά «το άλφα» της ιστορίας, όμως οτιδήποτε περισσότερο θα μαρτυρούσε πράγματα που «χτίζονται» σταθερά και μεθοδικά για συγκεκριμένο λόγο, και σίγουρα όχι για να συμπυκνωθούν βάναυσα σε μία ή λίγες παραγράφους. Κάποια στιγμή ο δρόμος θα οδηγήσει τον Tom στο παρακμάζον κοινόβιο του Kingsbridge, έχοντας προηγουμένως γνωρίσει την Ellen, μια έκνομη γυναίκα που ζει στα δάση μαζί με το μικρό γιο της, ονόματι Jack, ο οποίος είναι ο δεύτερος main character. Τρίτη πρωταγωνίστρια είναι η δυναμική Aliena, κόρη του κόμητος Bartholomew του Shiring, εικονικής περιοχής σε κοντινή απόσταση από το Kingsbridge. Ο πατέρας της, ωστόσο, ανήκει στην πλευρά των υποστηρικτών της αυτοκράτειρας Maud, και σε περίπτωση που ηττηθεί, εάν δεχτεί επίθεση στο Earlscastle, οι συνέπειες θα είναι τρομερές… Ο Follett οικοδομεί αριστουργηματικά την ιστορία του, κι αυτό μεταφέρεται άψογα στο παιχνίδι, κατορθώνοντας συχνά να αποσπά το ενδιαφέρον από τους χαρακτήρες του, οδηγώντας τη ματιά του αναγνώστη ή του gamer στη μεγάλη εικόνα: τον εμφύλιο πόλεμο, το ρόλο των προεξαρχόντων της Εκκλησίας στη χώρα, τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση των μοναχών του Kingsbridge και των απλών ανθρώπων και, βεβαίως, τη συστηματική προσπάθεια κατασκευής ενός μεγαλοπρεπούς καθεδρικού ναού, ο οποίος αρχιτεκτονικά δε θα έχει μέτρο σύγκρισης.
Στο προαναφερθέν πλαίσιο είναι αδιανόητες οι καταστάσεις που προκύπτουν σε βάθος χρόνου και καλούνται να αντιμετωπίσουν άπαντες. Από τον ίδιο τον πόλεμο και τη φτώχεια, έως τις φυσικές καταστροφές, την απουσία πόρων για την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου οράματος και τις ισορροπίες που διαμορφώνονται μεταξύ των ισχυρών του κόσμου αυτού. Οι διακυμάνσεις που οδηγούν από το έσχατο σημείο, στην προοπτική, την ευημερία και πάλι πίσω, στο σημείο εκκίνησης, προκαλούν εγγυημένα αλλεπάλληλες ψυχρολουσίες σε όσους απορροφώνται από την απίθανη ιστορία του, η οποία δε χαρακτηρίζεται από «εκρηκτικές» στιγμές, αλλά εξαντλεί, συντηρώντας μια μόνιμη ένταση. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα παραμυθένιο, μόνο η σκοτεινή πραγματικότητα, που ακόμη κι όταν ο ήλιος λάμπει εκτυφλωτικά, δεν είναι ικανός να την κρύψει. Ένας πόλεμος συμφερόντων, συνωμοσίες, πολεμικές συγκρούσεις, άμετρη ισχύς και τα πολλά πρόσωπα της εξουσίας, πολιτικής, στρατιωτικής, εκκλησιαστικής. Και απέναντί τους ο πόνος, η ανέχεια, η αρρώστια, η κακουχία, ο φόβος, η αναξιοπρέπεια, που αποτελούν συνήθεια και τρόπο ζωής για τους πολλούς.
Το Pillars of the Earth διαφέρει αισθητά από όλα τα προηγούμενα αντίστοιχα games της Daedalic, καθώς πρόκειται ξεκάθαρα για το πρώτο narrative point & click adventure το οποίο παρουσιάζει. Παρότι διατηρεί ακέραιη την αισθητική των παιχνιδιών της κατηγορίας, περιορίζει στο ελάχιστο των αριθμών των γρίφων, αρκετοί εκ των οποίων σχετίζονται ακόμη και με προαιρετικά tasks που αφορούν ενίοτε τη βοήθεια-ανταπόκριση προς ορισμένους NPCs, οι οποίοι ίσως στη συνέχεια αποδειχθούν χρήσιμοι. Σε συντριπτικό ποσοστό, το gameplay επενδύει στη δυνατότητα του παίκτη να διαμορφώσει σημαντικές, αν όχι καθοριστικές, παραμέτρους στην εξέλιξη της ιστορίας, διά των αποφάσεων που λαμβάνει σε οριακές στιγμές ή ακόμη και πιο… ανύποπτες, και τον τρόπο με τον οποίο αποκρίνεται κατά περίσταση στον εκάστοτε διάλογο, θυμίζοντας στο επίπεδο αυτό παιχνίδια όπως εκείνα της Telltale Games ή της Dontnod Entertainment, τα οποία ευαγγελίζονται το ίδιο χαρακτηριστικό. Η προσέγγιση της γερμανικής εταιρίας δείχνει να ενισχύεται ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση αυτή μετά το μέσο του παιχνιδιού, σχεδόν εξαλείφοντας τους γρίφους. Κάπως έτσι η πρόκληση συνίσταται στην προσεκτική και όχι ελαφρά τη καρδία τοποθέτηση απέναντι στα τεκταινόμενα, καθώς οι επιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν ακόμη και μοιραίες. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου συνοψίζονται οι σημαντικότερες ενέργειες που έγιναν… ή δεν έγιναν κάθε φορά.
Ενδιαφέρων αφηγηματικός μηχανισμός αποδεικνύεται επίσης η μεσολάβηση περιπτώσεων κατά τις οποίες οι πρωταγωνιστές μεταβαίνουν από το ένα σημείο του χάρτη στο άλλο, διηγούμενοι την πορεία του ταξιδιού τους και τις νέες προκλήσεις που παρουσιάζονται, ακόμη κι αν αφορούν κάποια απόκλιση από το κύριο μονοπάτι τους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο παίκτης καλείται και πάλι να αποφασίσει για τις ενέργειες του χαρακτήρα του. Τα συγκεκριμένα ταξίδια, σε συνδυασμό με την πάροδο των εποχών αλλά και των ετών κατά την εξέλιξη της ιστορίας, αποκαλύπτουν τοπία και εικόνες αξεπέραστης ομορφιάς, με μια σειρά επιβλητικών πανοραμικών πλάνων που αποτυπώνει τη μεσαιωνική αισθητική σε όλο το μεγαλείο της. Τα… vibes των adventures της Deadalic στο σύμπαν του Dark Eye (2012, 2013) αντηχούν και εδώ, με πολλές ομοιότητες στον οπτικό τομέα, αλλά σε ένα κατά κανόνα πιο μουντό πλαίσιο.
Το επικό σκηνικό που συνθέτουν οι Γερμανοί οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα περισσότερα από 200 διαφορετικά backgrounds που συμπεριλαμβάνονται, πανέμορφα και ενίοτε εντυπωσιακά, είτε απεικονίζουν ένα δωμάτιο είτε δίνουν τη σφαιρική εικόνα μια ολόκληρης περιοχής. Ο Manuel Vormward επανέρχεται ως lead background artist μετά το Dark Eye: Memoria… κι αυτό εξηγεί από μόνο του πολλά. Ανάλογοι συνειρμοί των προαναφερθέντων προκύπτουν ως προς το σχεδιασμό των χαρακτήρων, υπεύθυνη για τους οποίους είναι τώρα η art director, Simone Grünewald, τέως γνωστή ως Simone Kesterton, μόνιμο στέλεχος της εταιρίας. Η συγκεκριμένη είχε τον ίδιο ρόλο και στη σειρά Deponia, ενώ εν προκειμένω είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς οι ενδυματολογικές-στυλιστικές ομοιότητες του Jack με τον Rufus, πάγιο πρωταγωνιστή της πρώτης.
Στον ήχο, το παιχνίδι παρουσιάζει σε γενικές γραμμές ένα καλό voice act στο σύνολό του, υπερπλήρες από άποψη στελέχωσης καθώς 45 ηθοποιοί δανείζουν τις φωνές τους στις δεκάδες χαρακτήρων που εμφανίζονται επί της οθόνης(!), αποδίδοντας με το δέοντα τρόπο την κλίμακα του τίτλου, παρότι αυτός περιορίζεται εντός του πλαισίου που εκ των πραγμάτων θέτει ένα adventure. Εν τούτοις, δεν υπάρχει κάποιος που να ξεχωρίζει ιδιαίτερα για την ερμηνεία του, συμπεριλαμβανομένων των πρωταγωνιστών, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Αντιθέτως, ο τίτλος διανθίζεται από ένα υπέροχο soundtrack με την υπογραφή του Tilo Alpermann, ο οποίος είχε ανάλογο ρόλο και σε προηγούμενα games της Daedalic. Οι ορχηστρικές συνθέσεις του αποτελούν ό,τι πιο ατμοσφαιρικό θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος, συνοδεύοντας άψογα αυτή την αίσθηση μόνιμης μελαγχολίας που χαρακτηρίζει το σύνολο του παιχνιδιού. Επιπροσθέτως, δεν απουσιάζουν κάποια δυναμικότερα κομμάτια αλλά και αρκετά φωνητικά εκκλησιαστικού και άλλου χαρακτήρα, υψηλής αισθητικής και ποιότητας. Το score ερμηνεύεται από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Πράγας.
Επικεφαλής του project και αρμόδιοι για την προσαρμογή του βιβλίου του Ken Follett είναι οι Matt Kempke και Kevin Mentz, αμφότεροι με σημαντική παρουσία σε μια σειρά προηγούμενων παιχνιδιών της εταιρίας. Μαζί με τη Valentina Tamer υπογράφουν επίσης ως game designers, υπεύθυνοι επιπλέον για το κείμενο και τους διαλόγους. Βιώνοντας την υπέροχη πλην δραματική ιστορία του Pillars of the Earth, απαιτήθηκαν κάτι λιγότερο από 17,5 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, ενός παιχνιδιού το οποίο λυτρώνει, την ίδια στιγμή που αφήνει ανοικτές πληγές ελέω των επιλογών που έγιναν, των αποφάσεων που ελήφθησαν, των λόγων που αρθρώθηκαν, και όχι μόνο αυτών. Μεγαλύτερο σε διάρκεια αποδείχθηκε το δεύτερο βιβλίο, το οποίο ολοκληρώθηκε σε κάτι λιγότερο από οκτώ ώρες, ενώ τα επτά κεφάλαια του τρίτου περατώθηκαν σε μόλις 4,5. Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία της Daedalic Entertainment τιμά στο έπακρο το έργο του συγγραφέα, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη, άκρως ατμοσφαιρική εμπειρία, ξεφεύγοντας σκοπίμως από το στοιχείο των γρίφων προκειμένου να αναδείξει την αφήγηση ως απόλυτο ρυθμιστικό παράγοντα της πρώτης. Ένα πραγματικό «διαμάντι» στην κατηγορία των narrative point & click adventures, το οποίο δε μπορεί να αφήσει ασυγκίνητους όσους αντιλαμβάνονται κάποια περισσότερα πράγματα…