By Professor_Severus_Snape on Saturday, 15 January 2022
Category: GameWorld

Ένα σκοτεινό, υπέροχο παραμύθι

Εδώ και πολλές δεκαετίες, μία από τις βασικότερες μορφές αυτού που ονομάζεται «παρεΐστικη διασκέδαση» αφορά τα επιτραπέζια παιχνίδια, με φίλους που μαζεύονται συνήθως στο σπίτι του ενός, περνώντας πολλές ευχάριστες ώρες. Τα RPGs βρίσκονται ίσως στην κορωνίδα αυτού του είδους και συγκεκριμένα εκείνα που ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού και της μυθοπλασίας. Ασφαλώς, δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα και σπουδαιότερο σημείο αναφοράς από το σύμπαν του Dungeons & Dragons, ενός παιχνιδιού το οποίο γεννήθηκε στην Αμερική και έχει κατακτήσει σχεδόν όλον τον πλανήτη. Η πρώτη έκδοσή του κυκλοφόρησε πριν από σχεδόν μισό αιώνα, το 1974, ενώ ειδικά τα τελευταία χρόνια καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Μάλιστα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 έχει εισχωρήσει και στα videogames, εμπνέοντας πολλές δεκάδες τίτλων έως σήμερα, οι οποίοι βασίζονται στον κόσμο του. Άλλωστε επρόκειτο για ένα παιχνίδι-πρωτοπόρο στην κατηγορία του, το οποίο ακολούθησαν-μιμήθηκαν εκατοντάδες άλλα μέχρι τις μέρες μας.

Δέκα χρόνια μετά το Dungeons & Dragons, ένα ακόμη tabletop fantasy RPG είδε το φως της δημοσιότητας, από εκείνα τα οποία προέκυπταν κατά δεκάδες ετησίως πλέον, προερχόμενο τώρα από τη Γερμανία. Το όνομα αυτού, The Dark Eye, το οποίο σε βάθος χρόνου εμπλουτίστηκε και διαπλατύνθηκε σημαντικά, «μεγάλωσε» ως προς το fan base του και μάλιστα γιγαντώθηκε στη χώρα της κεντρικής Ευρώπης. Εμπνευστής και αρχικός δημιουργός του ήταν ο Ulrich Kiesow, ο οποίος απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή το 1997 σε ηλικία μόλις 47 ετών. Το σύμπαν του Dark Eye, Das Schwarze Auge στην γερμανική, ενέπνευσε και αυτό με τη σειρά του περίπου μια ντουζίνα videogames μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, αρχής γενομένης από το Realms of Arkania: Blade of Destiny, στο μακρινό 1992. Η ήπειρος στην οποία αναπτύσσεται το franchise ονομάζεται Aventuria και ο χάρτης της χωρίζεται σε βασίλεια, στα οποία οι διάφορες φυλές των Ανθρώπων, των Ξωτικών και των Νάνων διαβιούν μαζί με όλα τα πιθανά και απίθανα πλάσματα που μπορεί να συναντήσει κάποιος. Σε έναν κόσμο ο οποίος «διψά» για ήρωες ανά πάσα στιγμή, απέναντι τόσο στις σκοτεινές δυνάμεις που τον επιβουλεύονται όσο και κατά τις αναρίθμητες πολεμικές συγκρούσεις που τον ταλανίζουν, το Dark Eye προσκαλεί και προκαλεί όσους είναι αρκετά γενναίοι… ή ανόητοι.

Τα κεφάλαια της τριλογίας Realms of Arkania αναπτύχθηκαν από τη γερμανική Attic Entertainment Software, κυκλοφόρησαν εν έτει 1992, 1994 και 1996 και αποδείχθηκαν τα πλέον επιτυχημένα εμπορικά, μεταξύ όλων των τίτλων που έχουν κυκλοφορήσει στο περιβάλλον του Dark Eye μέχρι σήμερα, υπερβαίνοντας συνολικά τα 2,4 εκ. πωλήσεων· αριθμός διόλου αμελητέος για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Έκτοτε όμως χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να προκύψει ο επόμενος τίτλος βασισμένος στον κόσμο αυτό, ονόματι Drakensang: The Dark Eye. Αν υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος είναι ότι όλα τα παιχνίδια του συγκεκριμένου brand έχουν αναπτυχθεί από γερμανικές εταιρίες. Επιπλέον, στο σύνολό τους, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, υπάγονται στην ευρύτερη κατηγορία των RPGs, κάτι απολύτως λογικό άλλωστε, με δύο συγκεκριμένες εξαιρέσεις.

Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, 2012-2015, η Daedalic Entertainment ανέπτυξε ισάριθμους τίτλους στο σύμπαν του Dark Eye. Συγκεκριμένα, κατά τη διετία 2014-2015 παρουσίασε τα Blackguards, δύο tactical RPGs, το πρώτο εκ των οποίων απέφερε τα μεγαλύτερα έσοδα για την εταιρία μεταξύ όλων των τίτλων της, παρότι δεν πούλησε των αριθμό αντιτύπων του Deponia (2012). Εν τούτοις, η κραταιά δύναμη στο χώρο των point & click adventures κατά την προηγούμενη δεκαετία δε θα μπορούσε να μην εμπιστευθεί το genre το οποίο και την ανέδειξε στο χώρο από το 2008 και εξής. Κάπως έτσι οι Γερμανοί δημιούργησαν εν πρώτοις και διαδοχικά, το 2012 και 2013, τα μόνα παιχνίδια επίλυσης γρίφων που έχει να επιδείξει ο συγκεκριμένος κόσμος. Η αρχή έγινε με έναν τίτλο, ο οποίος ήρθε να διηγηθεί μια πρωτότυπη ιστορία στον κόσμο της Aventuria, όπου πρωταγωνιστής δεν είναι κάποιος ιππότης-πολεμιστής ή φιλόδοξος πρίγκιπας, αλλά ο Geron, ένας απλός νεαρός χωρικός, τον οποίο συνοδεύει το κοινωνικό στίγμα «του φορέα κακής τύχης».

Η δράση του Dark Eye: Chains of Satinav εκκινεί από το βασίλειο του Andergast, όπου δεσπόζει η ομώνυμη πρωτεύουσα. Μια συνθήκη ειρήνης με το γειτονικό βασίλειο της Nostria φαίνεται πως είναι στα σκαριά, καθώς η βασίλισσα του τελευταίου ετοιμάζεται να επισκεφτεί τον ομόλογό της. Στο πλαίσιο της εορταστικής ημέρας, ο βασιλιάς έχει διοργανώσει διαγωνισμό για τους νέους της πόλης: κάθε διαγωνιζόμενος καλείται να εντοπίσει τέσσερα φύλλα βελανιδιάς από συγκεκριμένο υλικό και να τα καταθέσει στον επιτετραμμένο του. Ο πρώτος που θα το πετύχει, θα παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλέως και θα λάβει εύφημο μνεία από τον ίδιο. Ο Geron είναι αποφασισμένος να τα καταφέρει, με απώτερο στόχο και βαθύτερη ελπίδα να ξεφύγει από τη μοίρα του, που τον θέλει εφ’ όρου ζωής ως ειδικό στην… παγίδευση πτηνών, παραγιό του αγαπημένου του Gwinnling, ο οποίος και τον μεγάλωσε από τότε που πέθαναν οι γονείς του.

Το Andergast φαινομενικά ευημερεί, ειδικά με την επικείμενη ανακωχή με τη Nostria, ωστόσο ουδείς λησμονεί κάτι που συνέβη 13 χρόνια νωρίτερα· όταν ο βασιλιάς έκαψε στην πυρά έναν Προφήτη (Seer), ο οποίος, εκτός από την αναγγελία του επικείμενου θανάτου του πρώτου, είχε κατηγορηθεί για την εξαφάνιση παιδιών, η τύχη των οποίων δε μαθεύτηκε ποτέ. Ο Gwinnling, ο οποίος έχει αποκτήσει μάλλον υψηλότερες γνώσεις από τις προδιαγραφές της καταγωγής του, θυμάται ότι τότε κυκλοφορούσαν φήμες που ήθελαν τον συγκεκριμένο Προφήτη να ελέγχει ολόκληρες στρατιές κορακιών, τα οποία είχε διατάξει να κατακτήσουν ή έστω να καταστρέψουν την πρωτεύουσα του βασιλείου. Για το λόγο αυτό και έχει θορυβηθεί, βλέποντας περισσότερα από τα αναμενόμενα για την εποχή κοράκια να επανεμφανίζονται. Κυρίως, μάλιστα, διότι ταλαιπωρείται από εφιάλτες που του προκαλούν αϋπνίες· φαινόμενο, που είχε παρατηρηθεί ευρύτερα και τότε, αποδιδόμενο στα ίδια τα κοράκια. Επιπλέον, μόνο να τον προβληματίζει ακόμη εντονότερα μπορεί η πρόσφατη δολοφονία ενός ηλικιωμένου ιππότη, ο οποίος συμπεριλαμβανόταν μεταξύ εκείνων που είχαν εκτελέσει τον Προφήτη.

Καθώς όμως έκαστος… εφ’ ω ετάχθη, εκείνο που ενδιαφέρει επί του παρόντος τον Geron είναι να επικρατήσει στο διαγωνισμό, αποτινάσσοντας τη «ρετσινιά» του γρουσούζη! Για να κερδίσει, ωστόσο, θα πρέπει να υπερκεράσει τα εμπόδια που του βάζει ένας ανταγωνιστής και ο… παλικαράς του, τα οποία περιλαμβάνουν χλεύη, απειλές αλλά και χειροδικίες. Την κακή φήμη του αυτή οφείλει κατά σύμπτωση στο προαναφερθέν περιστατικό που έλαβε χώρα προ 13 ετών: όταν ο Προφήτης, λίγο πριν καεί στην πυρά, στράφηκε προς τον ίδιο, ένα νήπιο τότε, λέγοντάς του κάτι που από τους λοιπούς παρισταμένους εκλήφθηκε ως κακοτυχία, την οποία θα τους έφερνε στο μέλλον. Τη… δημόσια εικόνα του Geron δε βοηθά ακόμη μία φήμη που υπάρχει για το άτομό του: ότι έχει μαγικές ικανότητες. Η λεπτομέρεια εν προκειμένω είναι πως αυτό εν μέρει αληθεύει! Ο ήρωάς μας κατέχει ένα ελάχιστο μαγικό ταλέντο, το οποίο εξαντλείται στη δυνατότητά του να σπάζει, με τη δύναμη της θέλησής του, εύθραυστα αντικείμενα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση.

Όλα τα ανωτέρω αποτελούν πληροφορίες που προκύπτουν στα πρώτα δέκα λεπτά του παιχνιδιού. Το πρώτο κεφάλαιο έχει σχεδόν προλογικό χαρακτήρα και εξακολουθεί, καθώς ο Geron, δίχως να υπεισέλθουμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες, κάποια στιγμή θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμό του, ο οποίος έχει καταστραφεί από το… bullying που υπέστη στο ξεκίνημα. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια του Gwinnling, ο τελευταίος του ζητά να αιχμαλωτίσει μια νεράιδα, την οποία χρειάζεται για την παρασκευή του φίλτρου που θα του επιτρέψει να απωθήσει τα κοράκια. Αυτό θα οδηγήσει τον πρωταγωνιστή σε μια απρογραμμάτιστη εξόρμηση και μια ακόμη πιο απρόσμενη συνάντηση… Βεβαίως, όσα αναφέρθηκαν έως εδώ δε διαμορφώνουν παρά το… εισαγωγικό σημείωμα μιας περιπέτειας που δεν έχει ξεκινήσει ακόμη! Το Chains of Satinav έχει πλούσιο περιεχόμενο, πολλές, εντυπωσιακές και πανέμορφες τοποθεσίες που αποκαλύπτονται όσο η ιστορία εκτυλίσσεται, παράλληλα με ενδιαφέροντες νέους χαρακτήρες, ο καθένας εκ των οποίων κομίζει και κάτι στον κόσμο του.

Μετά από τέσσερα χρόνια παρουσίας στο χώρο των adventures και ακόμη περισσότερους τίτλους που πρόλαβε να αναπτύξει στο διάστημα αυτό, η Daedalic παρουσιάζει εν προκειμένω ένα πραγματικό παραμύθι, το οποίο έχει ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος: βασιλιάδες, θρύλους, μαγεία, νεράιδες, ιππότες, στοιχειά, ζώα με ανθρώπινη λαλιά, παράξενα πλάσματα… Αξιοποιώντας ένα μεσαιωνικού χαρακτήρα περιβάλλον, το Chains of Satinav ξεδιπλώνει μια υπέροχη όσο και σκοτεινή ιστορία, απορροφώντας σύντομα σ’ έναν κόσμο μαγικό, όμορφο και επικίνδυνο, όπου για μία ακόμη φορά η ζωή συμπλέκεται με το θάνατο, το καλό μάχεται το κακό, ενώ το μεταφυσικό παρεμβάλλεται στη φύση ως κάτι… φυσικό! Η προσοχή που έχει δοθεί στη διαμόρφωση της υπόθεσης δημιουργεί ένα μοναδικό συναίσθημα, ξεχασμένο από τους περισσότερους στα βάθη της παιδικής τους ηλικίας, όταν τα παραμύθια της γιαγιάς ή της μαμάς ήταν αγαπημένη συνήθεια, και η μετέπειτα ανάγνωση, διαδικασία που επιτάχυνε το σκοπό. Το story συνυπογράφεται από τη lead game designer του παιχνιδιού, Franziska Reinhard, και τους Tilman Schanen, Mark Wachholz, άπαντες με προϋπηρεσία και σε προηγούμενα games της εταιρίας, ενώ δεν κρύβονται οι επιρροές από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, είτε αφορούν μέρος του concept καθ’ αυτό είτε ακόμη και τη ρητορική που χρησιμοποιείται.

Την υπέροχη ατμόσφαιρα του τίτλου απογειώνει με απαράμιλλο τρόπο ο οπτικός τομέας, καθώς υιοθετείται μια προσέγγιση που παραπέμπει αρκετά έντονα σε ελαιογραφίες, κορυφώνοντας την παραμυθένια αίσθηση, η οποία αποπνέεται σε κάθε έκφανση της περιπέτειας. Τα τοπία είναι μαγευτικά, οι εκάστοτε χώροι σφύζουν από λεπτομέρεια και δημιουργείται μονίμως η εντύπωση ότι τα πάντα συμβαίνουν επάνω σ’ έναν ποικιλόχρωμο, εντυπωσιακό καμβά. Η δημιουργία της Daedalic έχει όλα τα φόντα να χαρακτηριστεί αριστουργηματική ως προς την αισθητική της, εικόνα η οποία ενισχύεται τρομερά από ένα εκ των κορυφαίων soundtracks που μπορεί να συναντήσει κάποιος στα videogames. Παρότι η διάρκειά του είναι μικρότερη της μισής ώρας, η συμμετοχή του στην όλη εμπειρία είναι καταλυτική και ταυτισμένη μαζί της, άνευ περαιτέρω συζήτησης.

Με ορισμένες από τις πλέον υποβλητικές και ατμοσφαιρικές συνθέσεις που έχω απαντήσει, είναι δυστύχημα ότι αυτό το διαμάντι της μουσικής, ελέω του αντικειμενικά περιορισμένου κοινού στο οποίο μπορεί να απευθύνεται ένα γερμανικό point & click adventure εν έτει 2012, παραμένει άγνωστο στους περισσότερους· δυστύχημα για τους ίδιους τους gamers, τουλάχιστον όσους μπορούν να εκτιμήσουν κάποια πράγματα παραπάνω, με επικά ορχηστρικά momentums και άψογα διακριτικά themes, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα πρώτα, αν δεν είναι ακόμη καλύτερά τους. Το soundtrack υπογράφεται από τους Dominik Morgenroth και Daniel Pharos, οι οποίοι έχουν ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν, εντός και εκτός Daedalic, ενώ εν προκειμένω παίζουν επίσης κιθάρα, πλαισιωμένοι από ορισμένους ακόμη καλλιτέχνες στα υπέροχα φωνητικά, το βιολί και την άρπα.

Ατυχώς, και καθώς περί αισθητικής ο λόγος, υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες και μάλιστα όχι λίγοι, οι οποίοι αδικούν κατάφορα τη συνολική προσπάθεια που έχει εμφανώς καταβληθεί. Εν πρώτοις, παρότι τα hand drawn γραφικά του παιχνιδιού είναι χάρμα οφθαλμών, τα animations των χαρακτήρων είναι εξαιρετικά «άτσαλα» και απότομα. Τα facial expressions είναι κατ’ ουσίαν ανύπαρκτα και περιορίζονται σ’ ένα ακαλαίσθητο ανοιγοκλείσιμο του στόματος κατά τη διάρκεια των διαλόγων, το οποίο μόνο κατ’ όνομα μπορεί να ενταχθεί σε μια συζήτηση για το lip sync. Κατά δεύτερον, ο τίτλος στιγματίζεται από ένα κακό voice act, στα όρια του ατάλαντου, το οποίο πασχίζει να… γκρεμίσει όσα οικοδομούν το υπέροχο εικαστικό, το soundtrack και η ωραία διήγηση σε επίπεδο immersion. Αγνοώ την ποιότητα των γερμανόφωνων ερμηνειών, αλλά αυτές εις την αγγλική υπονομεύουν όλα τα προηγούμενα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μεταξύ των οποίων ο εξαιρετικός αφηγητής. Δυστυχώς, στην πρώτη κατηγορία ανήκει και ο ηθοποιός που δανείζει τη φωνή του στον πρωταγωνιστή, Geron. Ο λόγος για τον Henry Sargeant, ο οποίος κατά την ίδια χρονιά (2012) είχε υποδυθεί και τον Alester Sarwyck, έναν εκ των δύο main playable characters και συμπρωταγωνιστή στο Game of Thrones, το action-RPG της γαλλικής Cyanide Studios, στο οποίο έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το παρελθόν. Και σ’ εκείνη την περίπτωση, ωστόσο, ο συγκεκριμένος ήταν τουλάχιστον ανεπαρκής.

Τα κακώς κείμενα εκτείνονται και στον τεχνικό τομέα, καθώς το Chains of Satinav έχει παραδοθεί ημιτελές και αδικαιολόγητα «βαρύ». Κάθε φορά που ο gamer θέλει να μετακινήσει τον ήρωα, στα πρώτα βήματα παρατηρείται έντονο stuttering, ενώ κατά τη μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο μεσολαβούν τουλάχιστον δυο-τρία δευτερόλεπτα μαύρης οθόνης, μέχρι να φορτώσει η εικόνα. Σ’ αυτά μπορεί να συνυπολογίσει κάποιος ότι ο Geron τρέχει όποτε θέλει και, όποτε όχι, απλώς περπατάει, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις κάνει pop-up, είτε ο ίδιος είτε NPCs, αφού στιγμιαία έχουν εξαφανιστεί! Περαιτέρω, στο τελευταίο σκέλος συνάντησα ένα bug, το οποίο με ταλαιπώρησε για μία ώρα, καθώς δεν εμφανιζόταν μια συγκεκριμένη επιλογή διαλόγου, που θα μου επέτρεπε να προχωρήσω. Το πρόβλημα λύθηκε εν τέλει κλείνοντας το παιχνίδι και φορτώνοντας το τελευταίο save! Από εκεί και πέρα, υπάρχουν αρκετά, μικρότερης σημασίας glitches, στα οποία δεν υπάρχει νόημα να επεκταθούμε. Παρά ταύτα, δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι ο πυρήνας της ομάδας που ανέπτυξε το Chains of Satinav ήταν εντελώς διαφορετικός από τον αντίστοιχο των Deponia games, τα δύο πρώτα εκ των οποίων κυκλοφόρησαν πριν και μετά το συγκεκριμένο, δίχως όμως να έχουν τεχνικά προβλήματα.

Σε άλλα χαρακτηριστικά, όσον αφορά το gameplay καθ’ αυτό, ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να απαντήσει με διαφορετικό τρόπο σε συγκεκριμένα σημεία ορισμένων διαλόγων, όπως, ενδεικτικά, να πει αλήθεια ή ψέματα, δίχως όμως αυτό να επηρεάζει ουσιαστικά την εξέλιξη. Ο τίτλος της Daedalic είναι αρκετά βατός ως προς τη δυσκολία του, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, καθώς στη πορεία υπάρχουν ορισμένοι γρίφοι που μπορούν να παιδέψουν πολύ περισσότερο. Περίπου μέχρι το μέσο, η όποια πρόκληση εξαντλείται κυρίως στο έντονο pixel hunting, που υπάρχει ούτως ή άλλως καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας, τουλάχιστον για όσους, όπως ο υπογράφων, δεν κάνουν χρήση των τριών φύσεων indicators που είναι προαιρετικά διαθέσιμοι. Τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχουν πολλά μικρά αντικείμενα-σημεία ενδιαφέροντος, τα οποία, πέραν των διαστάσεών τους, «κρύβονται» ακόμη πιο εύκολα μέσα στο υπέροχο background. Ανεξαρτήτως αυτού, σε αρκετές περιπτώσεις ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δίνει έμμεσα hints προφορικά, διευκολύνοντας την κατάσταση. Οι γρίφοι είναι ευφάνταστοι στην πλειοψηφία τους, ευχάριστοι και αρκετά πρωτότυποι, ενώ το παιχνίδι «παίζει» έξυπνα στο επίπεδο αυτό και με τις μαγικές ικανότητες του Geron. Δίχως να υπολογίζω το προαναφερθέν bug, χρειάστηκα περίπου 20 ώρες καθαρού χρόνου προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, εκ των οποίων τουλάχιστον τέσσερεις αναλώθηκαν ιδίως σε τέσσερα-πέντε σημεία όπου «κόλλησα», για τον έναν ή τον άλλο λόγο.

Παρά τις ουκ ολίγες τεχνικές αδυναμίες του, το Dark Eye: Chains of Satinav αποδείχθηκε ένα πανέμορφο παραμύθι, αλλόκοτο, σκοτεινό και συνάμα πολύχρωμο, το οποίο χαιρετίστηκε δικαίως από τους adventurers για τη συνολική εμπειρία που προσέφερε. Εξακολουθώντας τη διαμόρφωση μιας παράδοσης που την ήθελε να παρουσιάζει τουλάχιστον μία συνέχεια στα μεγαλύτερα projects της, κάτι που τότε είχε ήδη συμβεί στην περίπτωση των Edna & Harvey (2008, 2011) και Deponia franchises (2012), η Daedalic Entertainment παρουσίασε ένα sequel στην περίπτωση αυτή, μόλις ένα χρόνο αργότερα. Το Dark Eye: Memoria έμελλε να γίνει το δεύτερο και τελευταίο παιχνίδι επίλυσης γρίφων στο συγκεκριμένο σύμπαν, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, όπου συμπληρώνονται 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο videogame. Κι αν βεβαίως η φύση του κόσμου αυτού είναι συνυφασμένη με το RPG στοιχείο, δεν παύει να προσφέρονται άπειρες δυνατότητες για μικρότερης κλίμακας, αλλά εξίσου δυναμικές ιστορίες στον απέραντο χάρτη της Aventuria. Εν έτει 2013, το Memoria ήρθε να επιβεβαιώσει ακριβώς του λόγου το αληθές.

Leave Comments