Το πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας αποδείχθηκε κρίσιμο έως οριακό για την Pendulo Studios, την κραταιά ισπανική εταιρία ανάπτυξης point & click adventures, το μέλλον της οποίας τέθηκε για πρώτη φορά υπό αμφισβήτηση από την ίδρυσή της στο μακρινό 1993. Αφήνοντας οριστικά πίσω την τριλογία Runaway, τη μακροβιότερη και πλέον επιτυχημένη σειρά της (2001-2009), τα επόμενα projects της δεν ήταν αντίστοιχης ποιότητας, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και υλοποίησης, με τους developers να παρουσιάζουν μικρότερου βεληνεκούς προσπάθειες, απευθυνόμενες σε πιο casual παίκτες πλέον, σε μια απόπειρα προσαρμογής στα σύγχρονα δεδομένα, στο γεγονός ότι η εποχή του συγκεκριμένου genre έχει παρέλθει, ενώ οι νεότεροι gamers δεν έχουν την υπομονή και τις αντοχές των παλαιότερων. Η κακή πορεία τόσο του Next Big Thing (2011) όσο και του Yesterday (2012) σε εμπορικό επίπεδο σήμαναν το τέλος της συνεργασίας των Ισπανών με τη γαλλική publisher Focus Home Interactive μετά από δώδεκα χρόνια. Και παρότι οι πρώτοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν μέσα από ports των παιχνιδιών τους για iOS, για την αναγέννησή τους έδειξαν να χρειάζονται κάτι περισσότερο· αυτό το βρήκαν τελικά στο «πρόσωπο» της επίσης γαλλικής Microids, η οποία τους εμπιστεύθηκε και τους επέτρεψε να συνεχίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ζέση να αποτυπώνουν τα οράματά τους.
Η συνεργασία Pendulo-Microids ξεκίνησε το Νοέμβριο 2014, περίοδο κατά την οποία οι πρώτοι άρχισαν να εργάζονται στο παιχνίδι που θα αποτελούσε το sequel του Yesterday. Το Yesterday Origins κυκλοφόρησε τελικά εν έτει 2016, τέσσερα χρόνια μετά τον προκάτοχό του, διάστημα που δεν ήταν το μεγαλύτερο μεταξύ τίτλων των Ισπανών, καθώς στα δύο πρώτα Runaway είχαν μεσολαβήσει πέντε (2001-2006). Πλην όμως, αιτία ήταν τότε η αργοπορημένη διάθεση του A Road Adventure σε χώρες του εξωτερικού, που δεν επέτρεπε σχέδια για ένα sequel μέχρις ότου επιβεβαιωνόταν η επιτυχημένη πορεία του. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, οι Ίβηρες developers έδειξαν να επιστρέφουν με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο, παρουσιάζοντας αναμφισβήτητα την καλύτερη δημιουργία τους χρονικά μετά το τρίτο Runaway, A Twist of Fate, υπενθυμίζοντας σε τελευταία ανάλυση τις πραγματικές δυνατότητές τους.
Η περίπτωση του Yesterday μπορεί να πει κάποιος ότι ήταν «ειδική», υπό την έννοια ότι η Pendulo προσπάθησε να διηγηθεί για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια μια ιστορία με original concept, έχοντας ωστόσο στη διάθεσή της μόλις το 1/4 του μπάτζετ του τελευταίου Runaway, με συνέπεια να παρουσιάσει το μικρότερο παιχνίδι της σε διάρκεια, ίσως μετά από το Igor: Objective Uikokahonia στο ντεμπούτο της (1994). Το δε σενάριο δεν είχε πάντοτε την απαιτούμενη σαφήνεια και, κυρίως, η προσέγγισή του ήταν κάπως επιφανειακή και βεβιασμένη, ενώ άλλα χαρακτηριστικά «φώναζαν» επίσης για τα χαμηλά production values του τίτλου, περί των οποίων έχουμε αναφερθεί εκτενέστερα σε προηγούμενη ευκαιρία.
Το Yesterday Origins ήρθε να ανατρέψει όλη αυτή την πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας ως ένα βαθμό τι θα μπορούσαν να παρουσιάσουν οι Ισπανοί εάν δεν είχαν οικονομικούς περιορισμούς την πρώτη φορά. Και τούτο διότι, όπως στο Yesterday έτσι και τώρα, η προσέγγιση είναι παρόμοια, αλλά η υλοποίηση ασύγκριτα καλύτερη, δίνοντας την εντύπωση ότι το πρώτο δεν απέδωσε παρά μόλις ένα 30%, τηρουμένων των αναλογιών. Και καθώς περί προσέγγισης ο λόγος, για δεύτερη φορά στο franchise η υπόθεση εκτυλίσσεται μέσα από πολλά back and forth, τα οποία όμως αυτή τη φορά δένουν εξαιρετικά, εκτεινόμενα πλέον σε βάθος πολλών αιώνων, όπως καθίσταται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή, ενώ ο καθαρός gameplay χρόνος μοιράζεται σημαντικά μεταξύ τότε και τώρα.
Το παιχνίδι ξεκινά στα τέλη του 15ου αιώνα, σε ένα ισπανικό χωριό ονόματι Fuentenegra. Ο γιος του Δούκα της περιοχής, ένα νεαρό παιδί, έχει καταδικαστεί σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση ως Υιός του Σατανά και διαπομπεύεται οδηγούμενος στη φυλακή, όπου πρόκειται να υποβληθεί σε φριχτά βασανιστήρια και εν τέλει να θανατωθεί. Το καταδικαστικό πόρισμα, το οποίο προέκυψε με συνοπτικές διαδικασίες, βασίστηκε στο γεγονός ότι ο Miquel de Castro, όπως είναι το όνομά του, μπορεί να κατανοεί, να ομιλεί, να γράφει και να διαβάζει κάθε ξένη γλώσσα! Επί του παρόντος, πάντως, αν θέλει να αποδράσει γλυτώνοντας από τον δυνάμει βασανιστή και δήμιο του, οφείλει να βιαστεί. Στην προσπάθειά του αυτή, μάλιστα, θα διαπιστώσει άμεσα ότι έχει έξωθεν βοήθεια, δίχως να γνωρίζει από ποιον, αλλά τουλάχιστον είναι καλό για αρχή ότι δεν τον θέλει νεκρό όλο το χωριό, τώρα που και ο πατέρας του τον έχει αποκηρύξει. Μετά τον πρόλογο της περιπέτειας η δράση μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή, όπου ο John Yesterday, πρωταγωνιστής του πρώτου παιχνιδιού, συγκατοικεί πλέον με την αγαπημένη του Pauline Petit στο Παρίσι, γνώριμη και αυτή από την προηγούμενη φορά.
Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω πως οτιδήποτε παρουσιάζεται στο sequel συνδέεται άμεσα με το original, καθώς αποκαλύπτονται μονίμως στοιχεία που σχετίζονται με το παρελθόν του John και όχι μόνο, καλύπτοντας κενά και απαντώντας γενικότερα σε απορίες που δημιουργήθηκαν τότε, αλλά είχαν παραμείνει μετέωρες. Ως γνωστόν, ο John είναι… αθάνατος! Για την ακρίβεια, κάθε φορά που πεθαίνει, επανέρχεται στη ζωή στην ηλικία και την κατάσταση που ήταν όταν πέθανε την πρώτη φορά(!), κι αυτό είναι κάτι που συνέβη πριν από 500 και πλέον χρόνια! Ήταν το έτος 1501 όταν ένας ιερέας ονόματι Ginés de Orduña τον υπέβαλε σε μια αλχημική μετάλλαξη, η οποία του επιτρέπει να επανέρχεται στη ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνοντας ωστόσο τη μνήμη του κάθε φορά. Τούτο όμως δεν ισχύει για την Pauline, η οποία μόλις πριν από τρία χρόνια υποβλήθηκε στην ίδια διαδικασία, αλλά διατηρεί τις αναμνήσεις της όποτε νεκρανασταίνεται! Ήδη από την πρώτη συζήτηση του ζευγαριού, ο gamer αντιλαμβάνεται ότι η καταδίκη και η φυλάκιση του νεαρού του προλόγου δεν είναι ένα τυχαίο συμβἀν, αλλά μια ανάμνηση: ο John ήταν ο ίδιος ο Miquel!
Με ανάλογες αφορμές εκτυλίσσεται η δράση, κάθε φορά που επιστρέφει αρκετούς αιώνες πίσω, συνδέοντας ένα κατά τα φαινόμενα όχι απολύτως λησμονημένο παρελθόν με το παρόν, το οποίο επί… του παρόντος δείχνει να έχει περάσει σε μια φάση καθημερινής ρουτίνας. Το σενάριο είναι εξαιρετικό και πλούσιο στο σύνολό του, ενώ η δομή του εξίσου δυναμική και συνεκτική, αυτό δηλαδή που δεν κατόρθωσε το παρθενικό Yesterday. Τα γεγονότα του sequel κορυφώνονται βαθμιαία όταν διαδραματίζονται στον 21ο αιώνα, ενώ παρουσιάζουν εξ αρχής μεγάλο ενδιαφέρον όταν λαμβάνουν χώρα στα τέλη του Μεσαίωνα. Συγχρόνως, βεβαίως, η ίδια η εναλλαγή των σκηνικών από εποχή σε εποχή και όχι μόνο, η οποία δεν ήταν απούσα και την προηγούμενη φορά, συμβάλλει τα μέγιστα στον πλουραλισμό που επιδεικνύει ο τίτλος.
Μια μεγάλη αλλαγή αφορά την κομβική αναβάθμιση του ρόλου της Pauline ως συμπρωταγωνίστριας αλλά και playable character πλέον μαζί με τον John, σε αρκετά σημεία του παιχνιδιού. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε συνάρτηση με τη ριζική αναβάθμιση κάθε NPC που εμφανίζεται επί της οθόνης, παλαιών αλλά και -πραγματικά πολλών- νέων, ο χαρακτήρας των οποίων αποδίδεται με ιδανικό τρόπο εν πρώτοις μέσα από τους διαλόγους αλλά και την ίδια την αφήγηση, τα οποία συνυπογράφουν οι συνήθεις ύποπτοι της Pendulo, Josué Monchan και Ramón Hernáez, για το ποιόν των οποίων έχει υπάρξει εκτενής αναφορά σε ουκ ολίγες περιπτώσεις κατά το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιδόσεις των voice actors είναι πράγματι αξιοσημείωτες στο σύνολό τους, με τη Sharon Mann να ξεχωρίζει αυτή τη φορά επιστρέφοντας ως Pauline και τον Doug Rand να ανταποκρίνεται επάξια και πάλι ως John. Ο David Gasman παραμένει απολαυστικός στο ρόλο του ημίτρελου Boris, ενώ στο ύψος του στέκεται και ο Paul Bandy ως Ginés. Ο τελευταίος, σε ένα άλλο παιχνίδι της Microids ως publisher, οκτώ χρόνια νωρίτερα είχε εξαιρετική παρουσία ως ο πληρεξούσιος δικηγόρος Hubert De Nolent στο «αστυνομικό» Sinking Island: A Jack Norm Investigation.
Η συνολική διάρκεια του Yesterday Origins είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του προκατόχου του, αν και όχι σπουδαία σε απόλυτους αριθμούς. Προσωπικά χρειάστηκα περίπου 14 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, ακριβώς τις διπλάσιες από τις αντίστοιχες του original. Η δε δυσκολία είναι σαφώς αυξημένη, καθώς απαιτείται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα αλλά και σκέψη σε αρκετά σημεία, δίχως βεβαίως να συγκρίνεται με την αντίστοιχη τίτλων περασμένων δεκαετιών. Το pixel hunting είναι κάπως εντεταμένο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα projects των Ιβήρων δημιουργών, τουλάχιστον για όσους επιχειρούν αποφεύγοντας -μετά παρρησίας- τη χρήση του hotspot button. Από εκεί και πέρα, παρά την υπέροχη όσο και έντονη χρωματική παλέτα του, καθώς επίσης την καρτουνίστικη αισθητική του, στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν πάγια τα παιχνίδια της Pendulo, ο τίτλος είναι εξαιρετικά «ωμός» και σκοτεινός, τόσο ως προς τις περιγραφές, ιδίως όταν αυτές αφορούν όργανα βασανιστηρίων και την ίδια τη διαδικασία, όσο και ως προς τις εικόνες του. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι έντονη και ανεπιτήδευτη, και όλα αυτά χαρίζουν δικαίως στον τίτλο ένα 18+ rating, έναντι του 16+ του original.
Σε άλλα χαρακτηριστικά, η λογική των εικόνων σε στυλ comics που εμφανίζονται σε πρώτο πλάνο αντί των cinematics, ενδεικτικό του περιορισμένου budget της πρώτης προσπάθειας, επανέρχεται και εδώ, με τη διαφορά ότι τώρα τα animations είναι πολλαπλάσια, τόσο στις περιπτώσεις αυτές όσο και γενικότερα· κατά συνέπεια το γεγονός «περνά» εντελώς διαφορετικά στον παίκτη, περισσότερο ως άποψη πλέον, παρά αναγκαιότητα. Περαιτέρω, είναι γεγονός ότι το lip sync δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα στα αγγλικά voice overs, αν μη τι άλλο, ενώ θα μπορούσε επίσης να έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις διαθέσιμες απαντήσεις που προσφέρονται σε διάφορες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των διαλόγων· αυτές, αντί να επηρεάζουν κάπως την εξέλιξη της πλοκής, υπάρχουν απλώς και μόνο προκειμένου ο gamer να δύναται να εξαντλήσει κάθε πτυχή της εκάστοτε συζήτησης, ακόμη κι αν οι αποκρίσεις του είναι εκ διαμέτρου αντίθετες κάθε φορά, έχοντας τη δυνατότητα να επαναληφθούν.
Το παιχνίδι κυκλοφόρησε στο Xbox One περίπου 40-50 μέρες νωρίτερα από τις υπόλοιπες πλατφόρμες, κάτι που υποδηλώνει το σχεδιασμό του για χρήση gamepad, η οποία και προτείνεται από το ίδιο ξεκινώντας νέο playthrough. Στην πράξη πάντως αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον στους υπολογιστές είναι απολύτως playable με τον παραδοσιακό point & click τρόπο, ενώ έτσι αποφεύγεται και η αυτόματη αποκάλυψη κάθε σημείου ενδιαφέροντος, όπως ισχύει για όσους παίζουν με χειριστήριο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει, τέλος, στο υπέροχο soundtrack, το οποίο φέρει την υπογραφή ενός ακόμη συνήθους υπόπτου της ισπανικής εταιρίας ανάπτυξης στον τομέα, του Juan Miguel Martín Muñoz, ο οποίος παρουσιάζει τις πλέον πολυδιάστατες -αν όχι καλύτερες- συνθέσεις του, τουλάχιστον μέχρι αυτό το σημείο, ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικές και απολύτως ταιριαστές σε κάθε περίπτωση, σε κάθε εποχή, κάθε συγκυρία. Οι μελωδίες του εκτείνονται -αλλά δεν περιορίζονται- στην κλασική μουσική, τη τζαζ, τη μπλουζ και τη ροκ, συμπεριλαμβάνοντας επίσης κομμάτια που λειτουργούν άψογα ως υπόβαθρο όσων συμβαίνουν εκείνες τις στιγμές.
Το Yesterday Origins σήμανε τη δυναμική επιστροφή της Pendulo Studios στο χώρο, με μια δημιουργία η οποία κατατάσσεται δικαίως μεταξύ των πλέον αξιόλογων του παλμαρέ της. Η συνεργασία με τη Microids αποδείχθηκε καταλυτική για την επιβίωσή της, καθώς, πέραν όσων ήδη σημειώθηκαν, η αποτυχία της να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τον κόσμο εν έτει 2012 για ένα νέο project υπό την κωδική ονομασία Day One, την είχε οδηγήσει επί της ουσίας σε αδιέξοδο. Πλέον, όμως, τα πράγματα είχαν αρχίσει να βελτιώνονται και πάλι, όπως απέδειξε η μετέπειτα συμπόρευση των δύο εταιριών· αυτή έμελλε να καρποφορήσει ένα ακόμη παιχνίδι μετά από τρία χρόνια, όταν το 2019 κυκλοφόρησε το Blacksad: Under the Skin, βασισμένο σε ομώνυμη ισπανική σειρά comics, ενώ σε δύο μήνες από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές θα παρουσιαστεί ένας νέος τίτλος, ο οποίος παραπέμπει ρητά σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του «πατέρα» των θρίλερ του αμερικανικού κινηματογράφου και όχι μόνο: Alfred Hitchcock - Vertigo.