Το 2012 εξελίχθηκε κατά γενική ομολογία σε μια καλή χρονιά για τα adventure games, καθώς αξιόλογοι τίτλοι ήρθαν στο προσκήνιο, εισάγοντας καινούρια franchises ή δίνοντας συνέχεια σε παλαιότερα, πέραν των διαφόρων μεμονωμένων προσπαθειών. Μεταξύ αυτών, η αμερικανική Telltale Games παρουσίασε το πρώτο episodic The Walking Dead, το οποίο σημείωσε σημαντική εμπορική επιτυχία, τηρουμένων των αναλογιών, και θα συνεχιζόταν για ακόμη τρεις σεζόν συν ένα παιχνίδι τριών επεισοδίων με πρωταγωνίστρια τη -γνωστή, ιδίως από την τηλεοπτική σειρά- Michonne, που προέκυψε ενδιάμεσα. Την ίδια χρονιά, η γερμανική Daedalic Entertainment παρουσίασε τους δύο πρώτους τίτλους της σειράς Deponia, η οποία θα αποκτούσε ακόμη δύο κεφάλαια στο μέλλον, ενώ παράλληλα διέθεσε και το Dark Eye: Chains of Satinav, το οποίο μετά από ένα χρόνο ακολούθησε ένα sequel. Εν έτει 2012 η ισπανική Pendulo Studios επέστρεψε στο genre με το παρθενικό Yesterday, που πλαισιώθηκε από ένα δεύτερο παιχνίδι το 2016. Η δε ουκρανική Frogwares παρουσίασε το Testament of Sherlock Holmes, έκτο κεφάλαιο της σειράς την οποία επιμελείται εδώ και 20 χρόνια, ενώ η γερμανική King Art Games ανέπτυξε το Book of Unwritten Tales: The Critter Chronicles, prequel του τίτλου που είχε κυκλοφορήσει το 2009.
Μέσα σ’ αυτόν τον οργασμό των adventures, η γερμανική Cranberry Production παρουσίασε το τέταρτο παιχνίδι της σε διάστημα πενταετίας και τελευταίο πριν από τη διάλυση όχι μόνο της ίδιας, αλλά της «μαμάς» και publisher DTP Entertainment AG. Το συγκεκριμένο κυκλοφόρησε μόλις ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της Black Mirror τριλογίας, το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο της οποίας είχαν αναλάβει οι δύο εταιρίες, παρουσιάζοντας ισάριθμα εξαιρετικά games, τα οποία όχι μόνο σεβάστηκαν, αλλά και ανέδειξαν τα παραδοθέντα του πρώτου. Το Lost Chronicles of Zerzura ήρθε να προστεθεί στη λίστα των τίτλων του genre που κυκλοφόρησαν εντός του 2012, προκειμένου, όπως προοιωνίζεται ο τίτλος του, να διηγηθεί μια ιστορία που κυμαίνεται μεταξύ θρύλων, μύθου και πραγματικότητας.
Ο θρύλος αναφέρει ότι η Zerzura είναι μια μυστική κάτασπρη πόλη και συγχρόνως όαση, η οποία φημολογείται ότι βρίσκεται κάπου στην έρημο της Σαχάρας, στην ευρύτερη περιοχή της Αιγύπτου ή της Λιβύης, δυτικά του Νείλου ποταμού, στη Βόρεια Αφρική. Οι πρώτες έμμεσες κειμενικές αναφορές χρονολογούνται περί το 13ο αιώνα, ενώ δύο αιώνες αργότερα, το 1481, υπάρχουν συγκεκριμένες περιγραφές από κάποιον εμίρη στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπως του της μετέφερε ένας οδηγός καραβανιών της περιοχής. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι μετά από μια αμμοθύελλα, που κόστισε τη ζωή των συντρόφων του, ενώ περιπλανιόταν σε αλλόφρονα κατάσταση ελέω της έλλειψης νερού, εντοπίστηκε από μια παράξενη ομάδα ανδρών με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια, οι οποίοι τον περιέθαλψαν και τον οδήγησαν στην πόλη τους, ονόματι Zerzura.
Το 1835 ο σπουδαίος Άγγλος Αιγυπτιολόγος Sir John Gardner Wilkinson αναφέρθηκε και αυτός στη μυθική πόλη, μεταφέροντας την πληροφορία ενός Άραβα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι την ανακάλυψε ψάχνοντας για τη χαμένη καμήλα του, δυτικά των οάσεων της Farafra και της Bahariya. Η συγκεκριμένη φήμη απέκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα αργότερα, όταν στην ευρύτερη περιοχή ανακαλύφθηκαν μη καταγεγραμμένες οάσεις, αν και η Zerzura εν τέλει δεν αναγνωρίστηκε ποτέ, ούτε όταν, περίπου 100 χρόνια αργότερα, Ευρωπαίοι εξερευνητές κινήθηκαν στοχευμένα προς τον εντοπισμό της. Καθώς όμως το άγνωστο πάντοτε εξάπτει το ενδιαφέρον και τη φαντασία, πόσο μάλλον όταν αφορά ολόκληρους πολιτισμούς, ο μύθος της λευκής σαν περιστέρι πόλης δύσκολα θα σβήσει, παρά μόνο αν αποδειχθεί αληθινός!
Στο ανωτέρω πλαίσιο, το οποίο προσφέρει αναμφίβολα πρόσφορο έδαφος για μια πρωτότυπη ιστορία, θέλησε η Cranberry να εντάξει το τελευταίο project της. Αυτό μάλιστα, κατά σύμπτωση -ή και όχι- κυκλοφόρησε μόλις δέκα μήνες μετά το release μιας από τις πολλές νουβέλες που υπάρχουν στο σύμπαν των Πειρατών της Καραϊβικής, υπό τον διακριτικό τίτλο “The Price of Freedom”, η οποία φέρει την υπογραφή της Αμερικανίδας Ann C. Crispin, που δυστυχώς έχασε τη μάχη με τον καρκίνο δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία μόλις 63 ετών. Στο βιβλίο αυτό ένας 25χρονος Jack Sparrow μπαίνει σε μια περιπέτεια, η οποία κάποια στιγμή θα τον εμπλέξει με την πόλη της Zerzura.
Σε ό,τι αφορά τη γερμανική εταιρία ανάπτυξης αποτελεί γεγονός ότι τα χρονικά περιθώρια για τη δημιουργία του τίτλου της ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένα, μόλις δώδεκα μήνες μετά την παρουσίαση του Black Mirror III, συνεπώς είναι απολύτως εύλογο ότι μια σειρά από assets του τελευταίου αξιοποιήθηκαν και στη προκειμένη περίπτωση, τα οποία είναι εμφανή σε όσους ασχολήθηκαν με εκείνο. Το Lost Chronicles of Zerzura, παρότι δεν είναι μεγάλο σε διάρκεια, δε βιάζεται να διηγηθεί αυτά που θέλει και να οδηγήσει την περιπέτεια εκεί που προδιαθέτει ο τίτλος του. Για την ακρίβεια, αν κάποιος αγνοεί τι εστί Zerzura, αδυνατεί να εντοπίσει εξ αρχής την κατεύθυνση του παιχνιδιού. Η ιστορία διαδραματίζεται στη δύση του Μεσαίωνα και συγκεκριμένα το 1514, εκκινώντας από την Ισπανία και τη Βαρκελώνη, όπου η Ιερά Εξέταση εξακολουθεί να διώκει μάγισσες, αιρετικούς και αλλοθρήσκους, σε εποχές όπου χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο, στο όνομα της… αληθινής πίστης. Η δράση του συγκεκριμένου adventure λαμβάνει χώρα 20 χρόνια μετά το εισαγωγικό βίντεο, στο οποίο μια μάνα κατορθώνει, με τη βοήθεια ενός φίλου της, να φυγαδεύσει τα δύο παιδιά της, το ένα εξ αυτών νεογέννητο, λίγο πριν η ίδια συλληφθεί από τον Μέγα Ιεροεξεταστή αυτοπροσώπως, έχοντας την κατάληξη που όλοι φαντάζονται.
Πρωταγωνιστής του τίτλου είναι ο Feodor Morales, ένας νεαρός εφευρέτης, ο οποίος σε συνεργασία με τον -κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο- αδερφό του, Ramon, προσπαθεί αρχικά να πείσει έναν ευγενή της περιοχής ότι άξιζε η επένδυσή του σ’ αυτούς και την προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια ιπτάμενη κατασκευή, η οποία θα αντέχει το βάρος τουλάχιστον ενός ανθρώπου. Καθώς όμως τα σχέδιά τους δεν ευδοκιμούν προς ώρας, ο… επενδυτής τους μηνύει ότι δεν το έχει σε τίποτα να τους καταδώσει για αιρετικούς πειραματισμούς στην Ιερά Εξέταση, αν οι δοκιμές τους δεν επιτύχουν εντός μίας εβδομάδας. Αυτή είναι και η πρώτη αποστολή για τα δύο αδέρφια, καθώς η σκιά των Ιεροεξεταστών σκεπάζει τη Βαρκελώνη, ενώ οι ίδιοι οφείλουν ούτως ή άλλως να είναι πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις τους.
Καθώς, όμως, ο Ramon αρέσκεται πάγια περισσότερο στη μελέτη αρχαιολογικών κειμηλίων, αναζητώντας στοιχεία για κάποια μυστική πόλη της Αιγύπτου, ακόμη και τώρα που διακυβεύεται η ίδια η ζωή τους στα στενά χρονικά περιθώρια που τους έχουν τεθεί, το βάρος της… κατά παραγγελίαν εφεύρεσης επωμίζεται και πάλι ο Feodor. Επί της ουσίας, η κυρίως ιστορία αρχίζει να «ανοίγει» στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, όταν ο Ramon συλλαμβάνεται από στρατιώτες της Ιεράς Εξέτασης και, όπως πληροφορείται ο αδερφός του, πρόκειται να μεταφερθεί αιχμάλωτος στην Τρίπολη, πρωτεύουσα της Λιβύης στη Βόρεια Αφρική, με το πλοίο που έχει αγκυροβολήσει τις τελευταίες μέρες στην ισπανική πόλη. Ο Feodor καλείται τώρα πάση θυσία να βρει τρόπο να ακολουθήσει τον Ramon στην προσπάθειά του να τον ελευθερώσει.
Όπως όλοι οι τίτλοι της Cranberry, έτσι και ο συγκεκριμένος χωρίζεται σε αρκετά κεφάλαια, οι παραστάσεις μεταξύ των οποίων διαφοροποιούνται σημαντικά και εντυπωσιάζουν σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Σ’ αυτό συμβάλλει τα μέγιστα ο κατά κανόνα εξαιρετικός σχεδιασμός των επιπέδων, που διακρίνονται για τις λεπτομέρειές τους και συνολικά την πλούσια χρωματική παλέτα τους. Άλλωστε για την ανάπτυξη του τίτλου έχει χρησιμοποιηθεί και πάλι η Havok Vision Game Engine, όπως και στα δύο τελευταία κεφάλαια της Black Mirror τριλογίας, παρουσιάζοντας εκ νέου ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, μεταξύ αυτών στις σκιάσεις, τα εφέ του νερού και τη «συμπεριφορά» του ουρανού. Έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι τα πρόσωπα των χαρακτήρων, συμπεριλαμβανομένου του πρωταγωνιστή, στερούνται της απαιτούμενης ταυτότητας, καθώς μοιάζουν αρκετά generic. Εν τούτοις, η καλή αισθητική της Cranberry επιβεβαιώνεται ξανά, πράγμα λογικό, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη φορά μετά το Black Mirror III επανέρχεται ο βασικός πυρήνας των συντελεστών εκείνου, μεταξύ των οποίων o Michael Holzapfel ως επικεφαλής του project, καθώς επίσης writer και designer μαζί με τον Thomas Fischer.
Στοιχεία που διαφέρουν σε σχέση με το προηγούμενο εγχείρημα της εταιρίας αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής πλέον τρέχει όταν μπορεί, και δεν περπατάει, ενώ το pixel hunting φαντάζει ενδεχομένως λίγο πιο έντονο για όσους παίζουν δίχως βοήθειες, όπως ο υπογράφων. Και πάλι, ωστόσο, ο ήρωας μπορεί να μεταφέρει στο… τσεπάκι του ογκώδη και πολύ βαριά αντικείμενα, κάτι που, παρότι ως μηχανισμός κάθε άλλο παρά άγνωστος είναι στα videogames, αναμφίβολα αντίκειται στη ρεαλιστική απεικόνιση των μοντέλων των χαρακτήρων. Περαιτέρω, ορισμένα animations που ήδη γνωρίσαμε στα προηγούμενα παιχνίδια της εταιρίας, επανέρχονται αυτούσια, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Feodor μπορεί και αυτός να πεθάνει -όπως ο πρωταγωνιστής των προαναφερθέντων Black Mirror, συνεπώς τα manual saves είναι απαραίτητα, καθώς τα auto saves δεν είναι περισσότερα από τρία συνολικά. Στον ήχο, οι voice actors κάνουν ικανοποιητική δουλειά, ίσως πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι άγνωστοι στους gamers, μηδέ του Feodor εξαιρουμένου, στον οποίο δανείζει τη φωνή του ο James Naylor. Το δε soundtrack πλαισιώνει ατμοσφαιρικά τις εικόνες και τα τεκταινόμενα επί της οθόνης, με τα νυκτά έγχορδα να κυριαρχούν, προσφέροντας μια πολύ ευχάριστη μουσική υπόκρουση.
Ως ένα καταληκτικό σχόλιο, η διάρθρωση του Lost Chronicles of Zerzura είναι πραγματικά προσεγμένη, αποδίδοντας την ιστορία του με έναν όμορφο και αφηγηματικό τρόπο, ο οποίος αναζωογονεί το ενδιαφέρον καθώς ο παίκτης ανακαλύπτει προοδευτικά νέες περιοχές. Οι γρίφοι του, ωστόσο, είναι σαφώς πιο βατοί έναντι των δύο Black Mirror των Γερμανών developers, τα οποία είχαν προηγηθεί, καθιστώντας το συγκεκριμένο τίτλο αρκετά εύκολο σε γενικές γραμμές. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η διάρκειά του να μειώνεται, παρότι και συνολικά η περιπέτεια αυτή διαρκεί αισθητά λιγότερο. Προσωπικά χρειάστηκα οριακά περισσότερο από 13 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, ενώ στα δύο προηγούμενα projects της εν λόγω εταιρίας είχα δαπανήσει τις διπλάσιες κάθε φορά.
Ολοκληρώνοντας, πλέον, τον κύκλο των παιχνιδιών της Cranberry Production, θεωρώ ότι τα Black Mirror υπήρξαν με διαφορά οι κορυφαίες στιγμές της, ιδίως ως sequels του original τίτλου, το οποίο δεν ήταν δικό της, ενώ ο αδύναμος κρίκος ήταν οπωσδήποτε ο πρώτος, το Mata Hari (2008). Ωστόσο, στα παιχνίδια αυτά αναφερθήκαμε εκτενώς σε προηγούμενες ευκαιρίες. Το Lost Chronicles of Zerzura, εν τούτοις, προέκυψε ως μια ευχάριστη αλλά και αξιοσημείωτη «πινελιά» στη σύντομη διαδρομή της εταιρίας, ένα κύκνειο άσμα που δικαίωσε αυτόν το χαρακτηρισμό, λίγο καιρό πριν η DTP Entertainment AG «κατεβάσει ρολά». Τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα δικαιώματα αρκετών παιχνιδιών της τελευταίας θα περνούσαν στη σουηδική Nordic Games. Το brand του Black Mirror, όμως, επρόκειτο να είναι το μοναδικό εκ των adventures της Cranberry το οποίο θα επανερχόταν στο προσκήνιο, και συγκεκριμένα μέσα από ένα reboot της σειράς.