Η πενταετία 2008-2012 υπήρξε εξαιρετικά παραγωγική για την Cranberry Production, τη γερμανική εταιρία ανάπτυξης με έδρα το Ανόβερο, η οποία, εντρυφώντας στα point & click adventures, παρουσίασε στο διάστημα αυτό τέσσερεις τίτλους, ούτε λίγο ούτε πολύ, μέχρι τη στιγμή που διαλύθηκε το 2012 μαζί με την publisher και «μαμά» εταιρία DTP Entertainment AG. Περίοπτη θέση μεταξύ αυτών καταλαμβάνουν τα δύο sequels του Black Mirror (2009, 2011), που είχε δημιουργήσει έξι χρόνια νωρίτερα η τσεχική Future Games, δύο πάρα πολύ καλά παιχνίδια με εξαιρετική ατμόσφαιρα, πλούσιο σενάριο και μεγάλη διάρκεια, όπως και το original, περί των οποίων αναφερθήκαμε εκτενώς σε προηγούμενες ευκαιρίες. Πλην όμως, το ντεμπούτο των Γερμανών ως Cranberry, καθώς ως 4Head Studios υπήρχαν ήδη από το μακρινό 1997, είχε πραγματοποιηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, όταν το 2008 κυκλοφόρησε το Mata Hari, το πρώτο εγχείρημά τους στο συγκεκριμένο genre.
Για όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν, η Ολλανδέζα Mata Hari γεννήθηκε το 1876 και εκτελέστηκε το 1917 στη Γαλλία. Απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη στην τότε Ευρώπη και μέχρι σήμερα είναι ευρέως γνωστή για δύο εντελώς διαφορετικούς λόγους: αφενός, για τον πρωτοποριακό, για εκείνη την εποχή, αισθησιακό χορό της, την έντονη σεξουαλικότητα και το δυναμικό χαρακτήρα της, που της επέτρεψαν να αναμειχθεί με τις πλουσιότερες κοινωνικές τάξεις της περιόδου, ερχόμενη δε σε επαφή με ισχυρούς άνδρες διαφορετικών χωρών· αφετέρου, λόγω των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν από τη Γαλλία εναντίον της για κατασκοπία υπέρ των Γερμανών κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οδήγησε στο θάνατο χιλιάδες στρατιώτες, επιφέροντας τελικά την καταδίκη της στην εσχάτη των ποινών: το εκτελεστικό απόσπασμα.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος αλλά και τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας κατά τα τελευταία 100 χρόνια δείχνουν ότι είναι πιθανότερο πως η Mata Hari χρησιμοποιήθηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος για απώλειες των Γάλλων, παρά μαρτυρούν την ενοχή της επί όσων της καταλογίστηκαν. Οι «διεθνείς» συναναστροφές της, ακόμη και με Γερμανούς, ασχέτως του γεγονότος ότι η Ολλανδία δεν συμμετείχε στον πόλεμο, σε συνδυασμό με τη «χαλαρών ηθών» περσόνα της, διέπλασσαν το ιδανικό προφίλ ενός εξιλαστήριου θύματος, το οποίο θα ξέπλενε αστοχίες μιας ολόκληρης χώρας κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, έστω κι αν αυτή ήταν τελικά μεταξύ των επικρατουσών.
Το παιχνίδι της Cranberry εμπνέεται από την ιστορία της Mata Hari, δανείζεται στοιχεία από τη ζωή της και παρουσιάζει μια υπόθεση η οποία την τοποθετεί πράγματι σε ρόλο κατασκόπου, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει εν πρώτοις τη διαβίωσή της με τον τρόπο που η ίδια επιθυμεί, υποκύπτοντας ενίοτε σε πιέσεις ή εκβιασμούς, και προσεγγίζοντας σε δεύτερο επίπεδο την προοπτική του πολέμου, δίχως ωστόσο να τον υποστηρίζει. Η ιστορική ακρίβεια δεν αποτελεί προτεραιότητα για τους developers, κι αυτό καθίσταται αρκετά σαφές, παραμένοντας ωστόσο εντός του πλαισίου του «μύθου» της πρωταγωνίστριας. Ως adventure, ωστόσο, το Mata Hari εισέπραξε μέτριες κριτικές, στην καλύτερη των περιπτώσεων, περνώντας εν πολλοίς απαρατήρητο, παρά το γεγονός ότι το 2008 δεν ήταν μια καλή χρονιά για το genre, με μόνη αξιοσημείωτη περίπτωση ενδεχομένως τη δεύτερη σεζόν του Sam & Max από την Telltale Games. Είναι αλήθεια πως αν δεν είχα αγαπήσει τα δύο επόμενα projects των Γερμανών, τα sequels του Black Mirror, δύσκολα θα έδινα στο συγκεκριμένο μια ευκαιρία, την οποία όμως απέκτησε δικαιωματικά μετά τις εξαιρετικές εντυπώσεις που άφησαν εκείνα.
Βασικοί game designers του τίτλου είναι οι Hal Barwood και Noah Falstein, κάτι που προβληματίζει ακόμη περισσότερο για την τελική ποιότητά του, καθώς πρόκειται για δύο πολύ έμπειρους συντελεστές, πρώην συνεργάτες στα «καλά adventure χρόνια» της LucasArts, με credits σε μια σειρά τίτλων αυτής, μεταξύ των οποίων δεσπόζει η σύμπραξή τους στην υλοποίηση του Indiana Jones and the Fate of Atlantis (1992) ως designers και writers! Το Mata Hari δίνει σχεδόν εξ αρχής την εικόνα μιας ημιτελούς προσπάθειας, εντύπωση η οποία ενισχύεται ενόσω το παιχνίδι εξελίσσεται. Εν πρώτοις, παρατηρούνται αρκετές αυξομειώσεις στην ποιότητα των pre-rendered γραφικών. Ούτως ή άλλως, εισάγονται κατά κανόνα χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα textures είναι θολά. Το τελευταίο προκαλεί ακόμη πιο αρνητική εντύπωση όταν η κάμερα κάνει κοντινά πλάνα στους χαρακτήρες κατά τη διάρκεια των διαλόγων, όπου φαντάζουν… ξεφονταρισμένοι, να συνομιλούν μπροστά σε ένα απολύτως ασαφές, ακαθόριστο background, την ίδια στιγμή που αποκαλύπτεται ο ανεπαρκής σχεδιασμός και των ιδίων, με αρκετές ακαλαίσθητες γωνίες. Στο ίδιο μήκος κύματος, το lip sync απέχει παρασάγγας από τη διεκδίκηση δαφνών ποιότητας, ενώ ανάλογες αδυναμίες προκύπτουν και στο νευραλγικό τομέα του gameplay.
Όπως διαπιστώνει αρκετά σύντομα κάποιος, το παιχνίδι είναι εντελώς «μονοκόμματο» ως προς την εξέλιξή του. Η λογική «πήγαινε εκεί και κάνε αυτό» κυριαρχεί, δίνοντας μια πολύ «στείρα» εικόνα η οποία πασχίζει, σχετικά ανεπιτυχώς, να εμπλουτιστεί από mini games αλλά και puzzles πρώτου προσώπου, που με τη σειρά τους αυξάνονται συνεχώς και μαζί τους ο βαθμός δυσκολίας, ο οποίος, πέραν τούτων, κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Τα στοιχεία αυτά, δεδομένης και της «σκληρής» γραμμικής πλοκής, σημαίνουν τελικά ένα μικρό σε διάρκεια τίτλο, για την ολοκλήρωση του οποίου προσωπικά χρειάστηκα περίπου δέκα ώρες, οι οποίες μπορεί να είναι ακόμη λιγότερες, αναλόγως της προσέγγισης του καθενός και της χρήσης του panic button που κάνει skip τα mini games και τους πιο απαιτητικούς γρίφους… αλλά δεν δίνει απαραίτητους πόντους. Στο διάστημα αυτό, ο gamer έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει αλλεπάλληλα ταξίδια μεταξύ Παρισίου, Μονακό, Βερολίνου και όχι μόνο. Το backtracking είναι ίδιον της δημιουργίας της Cranberry.
Στα θετικά του Mata Hari συγκαταλέγονται τα δύο διαφορετικά φινάλε, στα οποία καταλήγει κάποιος αναλόγως των προαναφερθέντων πόντων που έχει συγκεντρώσει. Αυτοί χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη αφορά την ανακάλυψη στοιχείων σε δυσδιάκριτα σημεία, τα οποία ενισχύουν το κατασκοπευτικό… δαιμόνιο της αντιηρωίδας. Η δεύτερη σχετίζεται με τα skills που έχει αναπτύξει, όπως αυτά προκύπτουν ως επί το πλείστον βάσει της ικανότητάς της να ξεφεύγει από εχθρικούς κατασκόπους, όταν καλείται να μεταβεί από πόλη σε πόλη μέσω ενός mini game επί χάρτου. Η τρίτη αναδεικνύει το καλλιτεχνικό ταπεραμέντο της πρωταγωνίστριας, καθώς την τοποθετεί επί σκηνής, να λικνίζεται στους ρυθμούς της oriental μουσικής, σε ακόμη ένα mini game.
Σε ό,τι αφορά το σενάριο καθ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να σημειώσει κάποιος μια σειρά απλουστεύσεων και υπερβάσεων οι οποίες προκύπτουν κάθε φορά, καθώς η υπόθεση εκτυλίσσεται και η Mata Hari συνεχίζει να αντιμετωπίζει τη μία πρόκληση μετά την άλλη, αναλαμβάνοντας τις αποστολές που της δίνουν τρίτοι σε μια προσπάθεια εκμαίευσης πληροφοριών από εκατέρωθεν στόχους, τους οποίους ενίοτε καλείται να αποπλανήσει με όποιον τρόπο πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος, προκειμένου να αποσπάσει αυτό που επιδιώκει. Πράγματα συμβαίνουν, τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο, με μια ταχύτητα και ευκολία που δεν αφομοιώνεται εύκολα και που δεν μπορεί «να εννοηθεί» έτσι απλά, παρότι η ιστορία έχει μια συγκεκριμένη ροή. Εν τούτοις δεν υπάρχει ουσιαστική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ακόμη και στην ίδια την αντιηρωίδα, η πολυσχιδής προσωπικότητα της οποίας προσέφερε πολλά περιθώρια για το αντίθετο. Lead scripter του παιχνιδιού είναι ο Thomas Fischer, ο οποίος στο Black Mirror III, εκτός από το ρόλο αυτό, επρόκειτο να αναλάβει και καθήκοντα lead game designer. Το soundtrack, παρότι κυμαίνεται μόλις στα 15 λεπτά, αποτελεί μια από τις ευχάριστες, ατμοσφαιρικές «πινελιές» του τίτλου, κάτι αντίστοιχο όμως δεν ισχύει για το voice acting, το οποίο είναι μάλλον συμβατικό, όχι όμως κακό.
Προχωρώντας στις αναπόφευκτες συγκρίσεις, είναι εντυπωσιακή η ποιοτική διαφορά των τίτλων που παρουσίασε η Cranberry μέσα σε ένα χρόνο, από το Mata Hari (2008) στο Black Mirror II (2009). Από έναν τουλάχιστον μέτριο τίτλο, με αρκετά προβληματικά σημεία, πέραν και πλέον όσων ήδη σημειώθηκαν, σε ένα παιχνίδι-άξιο «κληρονόμο» της παρακαταθήκης του original, συνεχίζοντας μάλιστα εν έτει 2011 και με το δεύτερο sequel της σειράς, που κυμάνθηκε σε αναλόγως υψηλά επίπεδα. Είναι γεγονός ότι μετά το Mata Hari υπήρξαν αλλαγές ως προς τους επικεφαλής του επόμενου project, του οποίου ηγήθηκαν νέοι designers και writers· αυτοί, σε συνεργασία με αρκετούς από τους ίδιους συντελεστές της προηγούμενης προσπάθειας, παρουσίασαν κάτι πολύ ανώτερο.
Μόλις ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της Black Mirror τριλογίας, η οποία είχε ανεβάσει ξεκάθαρα τα στάνταρ της γερμανικής εταιρίας ανάπτυξης, η Cranberry παρουσίασε το τέταρτο και τελευταίο παιχνίδι πριν από τη διάλυσή της. Κάτι λιγότερο από τα δύο τελευταία δείγματα γραφής της θα αποτελούσε σίγουρα πισωγύρισμα, πόσο μάλλον σε μια περίοδο κατά την οποία το genre περνούσε ξεκάθαρα σε μια νέα εποχή. Αυτήν, δίχως να είναι πρωτοπόρα στην κατηγορία, σήμανε σε μεγάλο βαθμό, κατά την ίδια χρονιά, η κυκλοφορία του επεισοδιακού narrative adventure The Walking Dead της Telltale (2012), το οποίο ακολούθησαν πολλαπλοί ανάλογοι τίτλοι της συγκεκριμένης εταιρίας. Ως εκ τούτου, το Lost Chronicles of Zerzura, διατηρώντας την παραδοσιακή point & click «συνταγή», ήρθε προκειμένου να βάλει… σε σκέψη για μία ακόμη φορά τους απανταχού adventurers, οι οποίοι σιγά-σιγά θα προσαρμόζονταν, περιοριζόμενοι σε γρήγορα «κλικ» ώστε να δίνουν άμεσες διαδοχικές απαντήσεις σε ζωντανή ροή διαλόγου…