Αν κάποιος επιχειρήσει μια γρήγορη αναζήτηση για την ιστορική… ταυτότητα της gaming βιομηχανίας παγκοσμίως, μπορεί να διαπιστώσει ότι από τα ‘70s και τα ‘80s έως τις αρχές των ‘90s, η συντριπτική πλειοψηφία των εταιριών ανάπτυξης προερχόταν από τρεις χώρες: την Ιαπωνία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και το Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς οι συνθήκες άρχισαν να ωριμάζουν και αλλού, developers κυρίως από το λοιπό ευρωπαϊκό στερέωμα άρχισαν βαθμιαία να κάνουν την εμφάνισή τους και το φαινόμενο να γενικεύεται. Συγκεκριμένα στην Ευρώπη προέκυψαν κατά κύριο λόγο εταιρίες από τη Γερμανία και τη Γαλλία, μαζί με κάποιες από την Πολωνία, την Κροατία, την Ουγγαρία αλλά και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η οποία τότε βρισκόταν υπό διάλυση. Κι ενώ, έχοντας εισέλθει για τα καλά στη δεκαετία του ’90, στο παιχνίδι έμπαιναν πλέον και οι Σκανδιναβοί, developers από την ιβηρική χερσόνησο και δη την Ισπανία εμφανίζονταν επίσης στο προσκήνιο. Οι τελευταίοι επί της ουσίας επανέρχονταν μετά τις απόπειρες που είχαν γίνει στα ‘80s, με εταιρίες οι οποίες, ως επί το πλείστον, «είχαν σβήσει» τότε σε λιγότερο από δέκα χρόνια.
Στο πλαίσιο όλων αυτών των ζυμώσεων, η πρώτη όντως δυναμική ισπανική παρουσία στο χώρο επρόκειτο να είναι αυτή της Pendulo Studios. Μια εταιρία, η οποία ιδρύθηκε το 1993 και έμελλε να δημιουργήσει συνεπή παράδοση στα videogames, συγκεκριμένα στην κατηγορία των adventures. Συμπληρώνοντας πλέον 28 χρόνια ζωής, παραμένει η μακροβιότερη εταιρία ανάπτυξης παιχνιδιών στη χώρα της, με έδρα τη Μαδρίτη, καταφέρνοντας επιπλέον να διατηρεί την ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα. Η Pendulo «γεννήθηκε» σε μια περίοδο που τα adventures βρίσκονταν στο απόγειό τους, με τη Sierra να δεσπόζει στην κατηγορία και τη LucasArts να κάνει την αντεπίθεσή της μέσα από τους υπέροχους τίτλους που είχε κυκλοφορήσει στις αρχές της δεκαετίας και ήδη από τα τέλη της προηγούμενης. Στα πεπραγμένα της τελευταίας έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε προηγούμενες ευκαιρίες, ωστόσο εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι η επίδρασή της στους Ισπανούς, και όχι μόνο, ήταν καταφανής. Η ίδρυση της Pendulo προέκυψε τρεις μήνες μετά το Maniac Mansion II: Day of the Tentacle της LucasArts, ενώ οι Αμερικανοί κατέγραφαν ήδη στο παλμαρέ τους τίτλους όπως The Secret of Monkey Island (1990), Monkey Island 2: LeChuck's Revenge (1991), Indiana Jones and the Fate of Atlantis (1992) και άλλους, προγενέστερους.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σ’ αυτά τα 28 χρόνια παρουσίας, η ισπανική εταιρία έχει αναπτύξει συνολικά δέκα συν έναν τίτλους, ενώ ο επόμενος αναμένεται έως το τέλος του έτους. Ακόμη περισσότερο, αποδεικνύει ότι επενδύει σταθερά στα παιχνίδια της επεκτείνοντας τα franchises τους μέσα από sequels, κάτι που ισχύει για επτά από τα προαναφερθέντα δέκα games της. Το πρώτο εγχείρημά της παρουσιάστηκε εν έτει 1994, υπό τον εντελώς… «κουφό» τίτλο Igor: Objective Uikokahonia! To 1997 κυκλοφόρησε το Hollywood Monsters, εμπνευσμένο από… ό,τι λέει το όνομα(!),του οποίου πνευματικός διάδοχος υπήρξε μετά από 14 ολόκληρα χρόνια το The Next Big Thing, εν έτει 2011. Πριν, ωστόσο, η Pendulo κυκλοφορήσει το τελευταίο παιχνίδι της μέχρι στιγμής, Blacksad: Under the Skin (2019), και πριν στραφεί στα δύο games της σειράς Yesterday (2012, 2016), το franchise το οποίο την καθιέρωσε επί της ουσίας στη βιομηχανία αλλά και τα adventures δεν ήταν άλλο από την τριλογία Runaway. Το πρώτο εξ αυτών ήταν και το παρθενικό των Ισπανών στην τρέχουσα χιλιετία, με έτος κυκλοφορίας το 2001, ενώ τα δύο επόμενα κεφάλαια ακολούθησαν σε ορίζοντα… δεκαετίας, το 2006 και 2009, αντίστοιχα.
Το Runaway: A Road Adventure, όπως είναι ο πλήρης τίτλος του πρώτου μέρους της σειράς, διατέθηκε στην αγορά μετά από ουκ ολίγα προβλήματα, τα κυριότερα εκ των οποίων σχετίζονταν με την ανάγκη μετάβασης από 2D σε 3D character models, όπως αυτή είχε προκύψει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και ενώ είχε ήδη ολοκληρωθεί το πρώτο κεφάλαιο του παιχνιδιού. Για να πραγματοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η στροφή, απαιτούνταν και τα κατάλληλα στελέχη, τα οποία ωστόσο δεν υπήρχαν στην Pendulo, ενώ ακόμη και η ισπανική δεξαμενή των developers δεν φάνταζε εκείνη τη στιγμή ικανή να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρία δούλεψε με έναν πυρήνα μόλις εννέα ατόμων, ενώ οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν κατά κύριο λόγο εξωτερικοί συνεργάτες. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, δικαίωσε απόλυτα τους δημιουργούς, που κατόρθωσαν μάλιστα να αξιοποιήσουν τεχνικές στον οπτικό τομέα οι οποίες δεν είχαν εφαρμοστεί σε άλλο videogame έως τότε.
Η ιστορία του παρθενικού Runaway κάθε άλλο παρά ανοίκεια στη δυτική pop κουλτούρα μπορεί να χαρακτηριστεί. Βάσει αυτής, ο Brian, ετών 23 και αριστούχος της Φυσικής, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη για το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Berkeley, όπου έχει γίνει δεκτός για διδακτορικές σπουδές. Πριν ξεκινήσει, αποφασίζει να περάσει από το Μανχάταν, προκειμένου να πάρει ένα βιβλίο που έχει ήδη παραγγείλει. Ξαφνικά, από έναν παράδρομο ξεπροβάλλει σε αλλόφρονα κατάσταση μια νεαρή κοπέλα, η οποία τρέχοντας πανικόβλητη χτυπά στον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του και προσγειώνεται αναίσθητη στην άσφαλτο. Έντρομος ο Brian, τη μεταφέρει στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώνει ότι δεν έχει χτυπήσει σοβαρά.
Λίγο πριν εγκαταλείψει τη Gina, όπως είναι το όνομά της, στη φροντίδα των γιατρών, εκείνη τον εκλιπαρεί να παραμείνει και να την προστατέψει, καθώς η ζωή της απειλείται άμεσα. Όπως του εξηγεί, υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας του πατέρα της από τη μαφία, ο οποίος εργαζόταν ως μυστικός πράκτορας για λογαριασμό της κυβέρνησης· την ώρα του ατυχήματος, η ίδια πάσχιζε να ξεφύγει από τους διώκτες της και δολοφόνους, που μόλις την είχαν ανακαλύψει. Ο πατέρας της είχε δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης, την οποία οι εκτελεστές του διενεργούσαν εκ μέρους των αδερφών Sandretti, της ιταλικής μαφίας της πόλης, οι οποίοι παρακολουθούσαν τη διαδικασία και πρόσταζαν. Το μόνο στοιχείο που πρόλαβε να της δώσει ο πατέρας της πριν αιχμαλωτιστεί, ήταν ένας περίεργος σταυρός. Όπως προοιωνίζει ο τίτλος της Pendulo, το παιχνίδι διηγείται την ιστορία ενός ανθρωποκυνηγητού, καθώς ο Brian και η Gina προσπαθούν αφενός να επιβιώσουν, αφετέρου να ανακαλύψουν τη σημασία του σταυρού, ο οποίος περιήλθε στην κατοχή της δεύτερης.
Η αγάπη των developers για το σινεμά είναι εμφανής σε πολλά σημεία. Ως υπόθεση, το Runaway εμπνέεται έμμεσα ή αμεσότερα από αρκετές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ ως gameplay επηρεάζεται, κατά δήλωση του Rafael Latiegui (co-writer, co-designer και art director), από τα προαναφερθέντα κλασικά games της LucasArts, τη σειρά Space Quest της Sierra και όχι μόνο. Και παρότι το σενάριο μπορεί να μη διαθέτει ιδιαίτερες δόσεις πρωτοτυπίας, είναι τόσο καλά δομημένο, ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια, κατορθώνοντας να ισορροπεί υποδειγματικά μεταξύ δράματος και κωμωδίας, σοβαρότητας και… καλτίλας. Κυρίως, όμως, τα στοιχεία που το διατηρούν ψηλά είναι αφενός οι υπέροχοι χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, δίχως την παραμικρή ομοιότητα του ενός με τον άλλο ως ψυχοσύνθεση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, παραμένοντας άπαντες εξαιρετικά ενδιαφέροντες και «δοτικοί» στην εξέλιξη της υπόθεσης. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη χρήση «έντονης γλώσσας και εικόνων», όπως θα έλεγε κάθε επιτροπή αξιολόγησης της καταλληλότητας του περιεχομένου ενός οπτικοακουστικού προϊόντος. Στην Ισπανία το γεγονός αυτό εξασφάλισε στο Runaway ένα τιμιότατο 18+, το οποίο ωστόσο δεν ήταν αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να «σοκάρει», αλλά να περιγράψει μια δυνητικά ρεαλιστική ιστορία, τουλάχιστον στη φαντασία των δημιουργών, δίχως «γλυκανάλατα στρογγυλέματα».
Είχε τύχει να ασχοληθώ με το παιχνίδι κατά την εποχή κυκλοφορίας του, ωστόσο από εκείνη την εμπειρία δεν επιβίωναν σήμερα παρά σπαράγματα ασαφών εικόνων, ορισμένες εκ των οποίων επανέρχονταν τυχαία μόλις τώρα, ασχολούμενος πλέον υπό ένα ασυγκρίτως ωριμότερο πρίσμα με τον τίτλο της Pendulo. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι τότε, με κάποιον τρόπο που δε θυμάμαι για κανένα λόγο, είχα προχωρήσει αρκετά, χωρίς όμως να έχω φτάσει στον τερματισμό. Η βασική αφορμή για τη συγκεκριμένη αναφορά σχετίζεται με το εξαιρετικό εικαστικό του Runaway, το οποίο, ως άλλος άνθρωπος πλέον, βρήκα εξίσου πανέμορφο, όπως τότε, με τη μεγαλύτερη εντύπωση να μου προκαλεί εκ νέου η έντονη χρωματική παλέτα, που δε διστάζει να παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των πολύ διαφορετικών, αλλά πάντοτε λεπτομερών, περιοχών στις οποίες διαδραματίζεται ο τίτλος καθώς η περιπέτεια εκτυλίσσεται. Ο σχεδιασμός των χαρακτήρων είναι υπέροχος σε όλες τις περιπτώσεις, με έμφαση σ’ αυτόν της Gina, στον οποίο οι developers έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή, δημιουργώντας μια από τις πλέον sexy NPC φιγούρες ever. Ο δε Brian είναι εκείνος ο οποίος εξελίσσεται περισσότερο εμφανισιακά, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κάποιος ήδη από το εισαγωγικό βίντεο.
Σε ό,τι αφορά τη δυσκολία του game, αυτή δεν προκύπτει τόσο από την πολυπλοκότητα των γρίφων, οι οποίοι δεν παύουν να είναι πολλοί και ενίοτε αρκετά απαιτητικοί, αλλά από την αδυναμία εντοπισμού ορισμένων αντικειμένων, που με τη σειρά της σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει τα όρια του ενοχλητικού, μέχρι τη στιγμή που περνάει τυχαία ο κέρσορας από πάνω τους! Το pixel hunting είναι έντονο σε τέτοιες στιγμές, ενώ υπάρχουν και «σπαζοκεφαλιές», οι οποίες σε κάποιες λίγες περιπτώσεις προϋποθέτουν σχεδόν… τυχαία αλληλεπίδραση μεταξύ των inventory items και εκείνων του περιβάλλοντος, δίχως να υπολογίζονται οι στιγμές στις οποίες ο παίκτης καλείται να επανέλθει στα ίδια αντικείμενα προϊούσης της ιστορίας, κάτι που δεν είναι κι ό,τι πιο συνηθισμένο στα adventures. Συνολικά ο βαθμός πρόκλησης κυμαίνεται πάνω από το μέσο όρο, αξιώνοντας ιδιαίτερη προσοχή και… καθαρή ματιά, κυριολεκτικά. Προκειμένου να φτάσω στα end credits χρειάστηκα περίπου 18 ώρες συνολικά.
Το soundtrack του τίτλου είναι ό,τι πιο ατμοσφαιρικό θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος, με ήχους και εφέ που δανείζονται στοιχεία εν πολλοίς από την country μουσική, την ευρύτερη κατηγορία της ambient αλλά και τη jazz, απόλυτα πιστούς στις εικόνες που συνοδεύουν. Μελωδίες, οι οποίες ακούγονται ευχάριστα και χαλαρωτικά ακόμη και στη διάρκεια της μέρας, φέροντας την υπογραφή του David Garcia-Morales Inés, ο οποίος στο πρόσφατο παρελθόν είχε συνεργαστεί με μια άλλη ισπανική εταιρία, την Pyro Studios, στα πλαίσια του κλασικού RTT Commandos: Behind Enemy Lines (1998). Το main theme του παιχνιδιού, καθώς και δυο-τρία τραγούδια ακόμη, ερμηνεύονται από τη Vera Domínguez, της οποίας η φωνή θυμίζει έντονα εκείνη της -εκλιπούσας, πλέον- Dolores O'Riordan των Cranberries. Το voice acting αποδεικνύεται πραγματικά προσεγμένο, παρότι αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο σε τέτοιου είδους projects. Τόσο ο άσημος Marc Biagi στο ρόλο του Brian όσο και η -ήδη έμπειρη τότε- Lani Minella ως Gina κάνουν καλή δουλειά σε συνεργασία με όσους τους πλαισιώνουν, ενώ ως όνομα στο cast ξεχωρίζει ο Jon St. John, ο διαχρονικός Duke Nukem της δημοφιλούς ομώνυμης σειράς.
Σε εμπορικό επίπεδο, το Runaway: A Road Adventure τα πήγε εκπληκτικά, τηρουμένων των αναλογιών: του γεγονότος ότι επρόκειτο για το πλέον φιλόδοξο ισπανικό videogame τουλάχιστον έως εκείνη τη στιγμή, των δυσκολιών που αντιμετώπισε κατά την ανάπτυξή του αλλά και εκείνων που προέκυψαν κατά το publishing, σε μια ούτως ή άλλως πολύ πιο δύσκολη εποχή για κάτι τέτοιο, όταν η αρμόδια εταιρία διανομής Dinamic Multimedia, τέως Dinamic Software, η οποία ταλανιζόταν από τεράστια οικονομικά προβλήματα, χρεωκόπησε μόλις δύο μήνες μετά το release του παιχνιδιού. Το «ξεπέταγμα» έγινε όταν η Pendulo ξεπέρασε τα νομικά κωλύματα και βρήκε νέους publishers για το εξωτερικό και όχι μόνο, πραγματοποιώντας «άλμα» σε ορίζοντα διετίας με διαδοχικές κυκλοφορίες σε Ρωσία, Γερμανία, Τσεχία, Γαλλία, Ιταλία και Η.Π.Α., μεταξύ άλλων. Μέσα σε τρία χρόνια αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανέλθει το παιχνίδι σε πωλήσεις 500.000 αντιτύπων, οι οποίες οδήγησαν αυτονόητα στην απόφαση ανάπτυξης ενός sequel. Μέχρι σήμερα, το παρθενικό Runaway αποτελεί κατά τον υπογράφοντα ένα από τα πλέον αξιόλογα, καλοστημένα και πολύχρωμα adventures που υπάρχουν εκεί έξω, για το οποίο όλοι σήμερα θα μιλούσαν διαφορετικά αν είχε προκύψει από ένα studio όπως της αμερικανικής LucasArts ή ακόμη και της βρετανικής Revolution Software. Η συνέχεια έμελλε να έρθει πέντε χρόνια αργότερα…