14 Σεπτεμβρίου 2002. Η περιπέτεια της Kate Walker, Αμερικανίδας δικηγόρου, συνεχίζεται μετά την απροσδόκητη τροπή που πήραν τα πράγματα την τελευταία φορά, όταν, την ύστατη στιγμή, η ίδια αποφάσισε να ακολουθήσει τον υπέργηρο Hans Voralberg στην αναζήτηση του μυθικού νησιού Syberia και των μαμούθ, τα οποία ο θρύλος θέλει να επιβιώνουν μέχρι σήμερα, σ’ αυτήν την αχαρτογράφητη περιοχή του πλανήτη, ακόμη και την ύπαρξη της οποίας οι περισσότεροι αμφισβητούν. Πέντε μήνες μετά τη μετάβασή της στην Ευρώπη, σε ένα ταξίδι-ρουτίνα, που στόχο είχε τη μεταβίβαση ενός εργοστασίου κατασκευής πολυτελών μηχανικών παιχνιδιών και automatons κορυφαίων προδιαγραφών και ανυπέρβλητης ποιότητας σε μια πολυεθνική εταιρία, η Kate αποφάσισε στο τέλος να αφήσει τα πάντα πίσω της, κάνοντας δικό της το όνειρο ενός τρίτου.
Επιβαίνοντας μαζί με τον Hans στο υπέροχο τραίνο που κατασκεύασε κάποτε ο τελευταίος, και υπό τους χειρισμούς του Oscar, του automaton μηχανοδηγού, ο οποίος κατέχει ήδη ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της λόγω των κοινών προκλήσεων που έχουν αντιμετωπίσει έως εδώ, η Kate ταξιδεύει για τον επόμενο σταθμό, τέταρτο συνολικά από τη μέρα που αναχώρησε από την πανέμορφη κωμόπολη Valadilene, στις γαλλικές Άλπεις, με σταθερή κατεύθυνση προς τη βορειοανατολική Ευρώπη και τελικά Ασία. Ενώ πορεύεται πλέον στην καρδιά της Σιβηρίας, συγχρόνως η εταιρία της στη Νέα Υόρκη κινητοποιείται προκειμένου να την πείσει να επιστρέψει. Η ίδια, ωστόσο, φαίνεται ότι έχει πάρει ήδη την απόφασή της, αρκετό καιρό νωρίτερα, για την ακρίβεια.
Πρώτη στάση σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του ταξιδιού, στην κωμόπολη του Romansburg, για έναν ακόμη ανεφοδιασμό του τραίνου, αυτή τη φορά σε συνάρτηση με τις καιρικές συνθήκες, οι οποίες αναμένονται ακόμη πιο αντίξοες στην συνέχεια, σε περιοχές όπου ελάχιστοι άνθρωποι έχουν πατήσει. Στο περιθώριο της παραμονής της Kate και των συντρόφων της εκεί, διάφορα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν, όπως… προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτές είναι και οι πρώτες δοκιμασίες για τη νεαρή γυναίκα, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στην αμαξοστοιχία και τους επιβαίνοντες να συνεχίσουν· σ’ ένα ταξίδι-πρόκληση για τον Hans, το προχωρημένο της ηλικίας και η κατάσταση της υγείας του οποίου δεν εγγυώνται τις αντοχές του, πέρα από την ψυχική δύναμή του για την πραγματοποίηση του παιδικού ονείρου του.
Το Syberia II κυκλοφόρησε τον Μάρτιο 2004, συνολικά 26 μήνες μετά το εμβληματικό πρώτο παιχνίδι. Και παρότι αμφότερα αντιμετωπίζονται αυτονοήτως ως δύο διαφορετικά games, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το ίδιο και το αυτό, πρωτίστως λόγω της υπέροχης ιστορίας που διηγείται, και η οποία δεν αφήνει χρονικά το παραμικρό κενό μεταξύ των δύο τίτλων, αλλά συγχρόνως και λόγω της αναλλοίωτης αισθητικής του original στο sequel και παράλληλα όλων των gameplay μηχανισμών. Με άλλα λόγια, το αριστούργημα που δημιούργησε ο Benoît Sokal, συγγραφέας και art director, για λογαριασμό της Microids, εταιρία ανάπτυξης και εκδότρια της διλογίας, επεκτάθηκε μέσα από την αναμενόμενη συνέχεια του. Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο δημιουργός, κάποια στιγμή είχε εξεταστεί το ενδεχόμενο να παρουσιαστεί η ιστορία σε ένα μόνο τίτλο, αλλά τελικά κρίθηκε ότι η διάρκειά του θα ήταν πολύ μεγάλη, και για το λόγο αυτό «έσπασε» σε δύο μέρη.
Ο πανέμορφος κόσμος που εμπνεύστηκε και παρουσίασε ο Sokal την πρώτη φορά, τώρα επιστρέφει εξίσου ελκυστικός, με το λευκό του χιονιού να κυριαρχεί πλέον στη χρωματική παλέτα, καθώς η Kate και οι συνοδοιπόροι της συνεχίζουν αποφασισμένοι ολοένα και πιο βαθιά στις αχανείς εκτάσεις της Σιβηρίας. Η καλλιτεχνική ευαισθησία, η λεπτότητα της προσέγγισης και η αισθητική ποιότητα του Βέλγου developer αποτυπώνονται στο ακέραιο για μία ακόμη φορά, με τρόπο που δε μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο εκείνον που αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα πέρα από τα βασικά. Στο πλαίσιο αυτό και σε συνέχεια όσων σημειώθηκαν σε άλλη συνάφεια αναφορικά με το πρώτο παιχνίδι της σειράς, έχω την αίσθηση πως είναι αρκετά ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος ότι το σύμπαν το οποίο συλλαμβάνει και ο τρόπος με τον οποίο το αποδίδει ο Sokal είναι σχεδόν απίθανο να μπορούσε να το εκφράσει ένας μη Ευρωπαίος δημιουργός, επί παραδείγματι ένας Αμερικανός.
Η ιστορία την οποία διηγείται το Syberia, το υπόβαθρο του εργοστασίου των Voralberg και της παραγωγής αυτού, το ιδιαίτερο ύφος καθεμίας περιοχής την οποία επισκέπτεται η ηρωίδα στη διάρκεια του ταξιδιού της, από τη Valadilene έως το Romansburg… κι ακόμη παραπέρα, το γεγονός ότι επιτυγχάνεται σαφώς η απόδοση της προσωπικότητας όλων των NPCs, παρότι δεν εμβαθύνει ποτέ πραγματικά, και επιπλέον η παρουσία της Kate, μιας Αμερικανίδας, σε ένα καταρχήν ευρωπαϊκό περιβάλλον, με τη δική του κουλτούρα και τους κώδικες επικοινωνίας, όλα αυτά δοσμένα με έναν παραμυθένιο, αλλά συγχρόνως ρεαλιστικό τρόπο, είναι στοιχεία που υποδηλώνουν τις παραστάσεις του Βέλγου οραματιστή. Σε συνδυασμό με όσα υπογραμμίστηκαν για τη ροή της περιπέτειας της Kate Walker από την πρώτη στιγμή και την προοπτική που κάποια στιγμή υπήρξε, περί ενός και μόνο τίτλου, θεωρώ ότι είναι πολύ πιο ακριβές, αν όχι δίκαιο, να προσεγγίζεται το Syberia II ως το δεύτερο μέρος της ίδιας gaming εμπειρίας, παρά ως sequel του πρώτου παιχνιδιού.
Το game προσφέρει ένα σύντομο recap του original, προκειμένου να μην απαιτείται το playthrough του τελευταίου, καθώς το sequel θεωρεί δεδομένη τη γνώση του παίκτη επί όσων έχουν προηγηθεί. Η αλήθεια πάντως είναι ότι αν κάποιος δεν έχει παίξει τον πρώτο τίτλο και ασχοληθεί απευθείας με το δεύτερο, αδικεί κατάφορα αμφοτέρους. Το Syberia είναι ο ορισμός της απόδοσης του νοήματος του γνωστού καβαφικού ποιήματος: «σημασία έχει το ταξίδι». Ένα ταξίδι που έχει αρχίσει από το προηγούμενο παιχνίδι και πλέον συνεχίζεται μετά τα κεφάλαια που έχουν μεσολαβήσει. Συνεπώς, κάποιος ο οποίος ξεκινά από τα μισά της διαδρομής, κατά βάθος έχει χάσει αμέσως όλη την ουσία της αφηγηματικής δημιουργίας του Sokal. Από το εισαγωγικό video του δεύτερου μέρους και τις πρώτες gameplay στιγμές, ο gamer βρίσκεται αυτομάτως σε ένα απολύτως γνώριμο περιβάλλον. Το user interface παραμένει αναλλοίωτο, με την προσθήκη -ως προαιρετική επιλογή- πληκτρολογίου, αν και η default επιλογή του mouse λειτουργεί άψογα, όπως και την πρώτη φορά, συνεπώς δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για κάποια διαφοροποίηση.
Σε σύγκριση με το πρώτο Syberia, αυτή τη φορά οι γρίφοι είναι λίγο πιο δύσκολοι κατά μέσο όρο, ενώ υπάρχουν δυο-τρία σημεία που αν η παρατηρητικότητα του παίκτη δε βρίσκεται στο… 120% είναι πολύ πιθανό να ταλαιπωρηθεί υπερβολικά, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Επί παραδείγματι, ενώ η συνολική διάρκεια του παιχνιδιού κανονικά κυμαίνεται και πάλι περί τις 13-14 ώρες, προσωπικά χρειάστηκα οριακά υπερδιπλάσιες, καθώς σε δύο περιπτώσεις τα βρήκα… σκούρα, για τα καλά. Την πρώτη φορά είχα έναν εντελώς λανθασμένο τρόπο «ανάγνωσης» ενός γρίφου, ενώ τη δεύτερη αδυνατούσα να εντοπίσω εκείνο το σημείο που θα μου επέτρεπε να προχωρήσω την ιστορία. Το pixel hunting στα καλύτερά του…
Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Sokal στα δύο Syberia είναι ότι κατορθώνει να πει πολλά πράγματα για τους χαρακτήρες του, από την Kate, τον Oscar και τον Hans έως τους υπόλοιπους που συναντά η πρώτη στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας, δίχως ποτέ να πλατειάζει μέσα από μακροσκελείς διαλόγους. Οι γραμμές τους είναι πάντοτε στοχευμένες, το ίδιο και οι όποιες εισαγωγικές αναφορές κάθε φορά, με τρόπο ώστε ο παίκτης να αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή ποιον έχει απέναντί του, ακόμη κι αν δεν τον έχει ξαναδεί, ενώ πολύ σύντομα θα τον αφήσει οριστικά πίσω του. Για το μαγευτικό εικαστικό του τίτλου με τα υπέροχα pre-rendered backgrounds ισχύουν όσα ακριβώς έχουν ειπωθεί σε προηγούμενη συνάφεια για το παρθενικό παιχνίδι του franchise. Μάλιστα αυτή τη φορά έχουν προστεθεί ενδιαφέρουσες «πινελιές», όπως πτηνά τα οποία εμφανίζονται επί της οθόνης σε κάποιες περιπτώσεις ή το χιόνι που πέφτει συχνά, ενώ έχει προσεχτεί ιδιαίτερα η αντανάκλαση της Kate σε λιμνάζοντα ύδατα αλλά και η συμπεριφορά αυτών όταν η ηρωίδα πατάει μέσα. Επιπλέον, η αναβαθμισμένη μηχανή γραφικών που χρησιμοποιήθηκε στο sequel επέτρεψε, μεταξύ άλλων, λεπτομερέστερη απόδοση των χαρακτηριστικών των προσώπων των χαρακτήρων, ιδιαιτέρως δε των ματιών τους.
Στον ηχητικό τομέα ο τίτλος της Microids συνεχίζει στα ίδια κορυφαία επίπεδα, δίνοντας και πάλι έμφαση στους περιβαλλοντικούς ήχους, από τη βηματισμό της Kate στο εκάστοτε έδαφος και το κελάηδημα των πουλιών έως το θρόισμα του αέρα και όσα… παρεμβάλλονται μεταξύ αυτών. Το υπέροχο soundtrack, το οποίο δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τα 20 λεπτά και ακούγεται σε συγκεκριμένα σημεία στη διάρκεια του playthrough, υπογράφει αυτή τη φορά ο Inon Zur. Προσωπικά θεωρώ αξεπέραστο το συνδυασμό εικόνας και ήχου του πρώτου Syberia στο επίπεδο αυτό, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση η μουσική συνοδεύει καταπληκτικά τα τεκταινόμενα, ως απολύτως ταξιδιάρικη, σύμφωνη προς την προέλαση της Kate στα βάθη της Σιβηρίας. Ο Ισραηλινός συνθέτης πετυχαίνει ένα μοναδικό αποτέλεσμα, έχοντας ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του στο πρόσφατο παρελθόν, μέσα από δουλειές όπως στα Fallout Tactics: Brotherhood of Steel (2001), Icewind Dale II (2002) και όχι μόνο. Το voice act είναι αντίστοιχης ποιότητας με εκείνο της πρώτης φοράς, ίσως οριακά βελτιωμένο τώρα, ελέω ορισμένων δευτερευόντων χαρακτήρων οι οποίοι παρουσιάζονται, ενώ οι Sharon Mann, Jimmy Shuman και Allan Wenger επαναλαμβάνουν με υπέροχο τρόπο τους ρόλους τους ως Kate Walker, Oscar και Hans Voralberg, αντίστοιχα.
Ως προς τις πωλήσεις του, το Syberia II τα πήγε εξαιρετικά, καλύτερα από τον προκάτοχό του, με 600.000 αντίτυπα σε διάστημα δύο ετών, δικαιώνοντας απόλυτα τους συντελεστές αυτής της προσπάθειας. Όντας το δεύτερο μέρος μιας υπέροχης ιστορίας, η οποία είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν η ιδανική συνέχεια για κάθε λάτρη του πρώτου τίτλου και συνολικά ένα από τα καλύτερα adventures της νέας χιλιετίας και όχι μόνο, το οποίο επέμεινε να αντιστέκεται σθεναρά σε μια εποχή που πλέον ξεπερνούσε το συγκεκριμένο είδος παιχνιδιών. Μια περιπέτεια, η οποία υπόσχεται να συγκινήσει και να συνεπάρει ακόμη και σήμερα όσους ρομαντικούς της δώσουν αυτήν την ευκαιρία, εκείνους που θα δώσουν για την ακρίβεια μια ευκαιρία στον ίδιο τους τον εαυτό. Μετέπειτα, σχεδόν τίποτα δεν προμήνυε ότι το franchise θα επιστρέψει και πάλι. Ως εκ τούτου ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη και ακόμη μεγαλύτερη η χαρά, όταν ανακοινώθηκε αρχικά και εν συνεχεία κυκλοφόρησε το Syberia 3 μόλις το 2017(!), ήτοι 13 ολόκληρα χρόνια μετά τον προκάτοχό του! Ο Benoît Sokal και η Kate Walker δεν είχαν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη!