By Professor_Severus_Snape on Saturday, 03 April 2021
Category: GameWorld

Ο κοιμώμενος δράκος

Ένα θέμα συζήτησης το οποίο θα είχε ενδιαφέρον μεταξύ καραβανάδων adventure gamers και όχι μόνο, αφορά τα κορυφαία franchises αυτής της κατηγορίας. Παιχνίδια τα οποία άντεξαν στο χρόνο, τουλάχιστον έως ενός σημείου, όχι μόνο μέσα από την ποιότητα της αρχικής κυκλοφορίας τους, αλλά και με την παρατεταμένη παρουσία τους διά sequels, έστω και σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν εξαιρετικοί τίτλοι εκεί έξω, οι οποίοι για διαφόρους λόγους δεν έτυχαν ποτέ κάποιας συνέχειας. Δύο τέτοια ενδεικτικά, αλλά κλασικά παραδείγματα είναι της LucasArts: πρόκειται για τα Full Throttle και Grim Fandango. Πολύ περισσότερες, ωστόσο, είναι οι περιπτώσεις σειρών που εύλογα καθιερώθηκαν ως τέτοιες, καταφέρνοντας μάλιστα κάποιες εξ αυτών να επιβιώνουν έως τις μέρες μας, επιδιώκοντας ενδεχομένως να συνδυάζουν αφενός την ατμόσφαιρα του παρελθόντος και αφετέρου τα τεχνικά χαρακτηριστικά αλλά και gameplay elements της εκάστοτε εποχής. Ασφαλώς, ο δεύτερος παράγοντας ίσχυε πάντοτε.

Αρκεί να δει κάποιος το χρονικό ορίζοντα ορισμένων franchises, προκειμένου να αντιληφθεί ότι είναι φυσικό επόμενο να υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ενίοτε και μεγάλες, τουλάχιστον μεταξύ πρώτου και τελευταίου τίτλου. Στο μεταξύ, οι αρχικοί developers μπορεί να έχουν αποχωρήσει, τα δικαιώματα να έχουν αλλάξει χέρια αρκετές φορές, αλλά οι παίκτες να εξακολουθούν να απολαμβάνουν ιστορίες στο ίδιο σύμπαν, ελέγχοντας τους ίδιους χαρακτήρες. Σε ό,τι έχει να κάνει με σειρές adventure games, λοιπόν, και καθώς τα παραδείγματα είναι πολλά, αξίζει να αναφερθούν ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αρχής γενομένης από τα projects της Sierra Entertainment, η οποία ιδρύθηκε το… 1979. Ίσως οι τρεις πιο κλασικές σειρές της είναι τα King’s Quest, Space Quest και Leisure Suit Larry. Η πρώτη ξεκίνησε το 1984 και μέχρι το 1998 ακολούθησαν επτά sequels. Η δεύτερη έκανε ντεμπούτο εν έτει 1986 και έως το 1995 υπήρξαν πέντε ακόμη παιχνίδια. Η τρίτη πρωτοεμφανίστηκε το 1987 και από τότε, μέσα από ουκ ολίγες διαφορετικές εταιρίες development, εξακολουθεί να βγάζει τίτλους, δέκα μέχρι στιγμής, ο τελευταίος εκ των οποίων μόλις πέρυσι!

Η σειρά Monkey Island της LucasArts είναι ίσως ό,τι πιο κλασικό και… παραδοσιακό έχει να παρουσιάσει η τελευταία στην κατηγορία των παιχνιδιών «περιπέτειας». Από το 1990 μέχρι το 2000 κυκλοφόρησε τέσσερεις τίτλους, ενώ το 2009 το franchise συνεχίστηκε με το πέμπτο μέρος, το οποίο ανέπτυξε η Telltale κατόπιν σχετικής άδειας που έλαβε. Η θρυλική σειρά Myst ξεκίνησε το 1993 από τη Cyan και έως το 2005 ακολούθησαν ακόμη τέσσερα παιχνίδια. Τα Sherlock Holmes της Frogwares έκαναν ντεμπούτο το 2002 και μέχρι το 2016 ακολούθησαν -ούτε λίγο ούτε πολύ- επτά sequels, ενώ έχει ήδη ανακοινωθεί νέο παιχνίδι εντός του 2021. Το λατρεμένο Syberia πρωτοεμφανίστηκε το 2002, ενώ, μετά τη συνέχειά του εν έτει 2004, η σειρά επέστρεψε μόλις το 2017, και πλέον έχει επίσης ανακοινωθεί νέος τίτλος και πάλι εντός του τρέχοντος έτους. Και η σχετική λίστα των adventures δεν έχει τελειωμό…

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 παρουσιάστηκε μια από τις πλέον αγαπημένες σειρές στο χώρο. Ο λόγος για τα Broken Sword, τα οποία έτυχαν ένθερμης υποδοχής από τους λάτρεις αυτού του genre και ιδιαιτέρως τα δύο πρώτα, φτάνοντας μαζί τα δύο εκ. αντίτυπα σε πωλήσεις, επιτυχία η οποία επαναλήφθηκε και μέσα από τα remasters τους τη διετία 2009-2010. Παρά το συγκεκριμένο γεγονός, ωστόσο, και παρότι τα δύο πρώτα games είχαν κυκλοφορήσει… back to back, το 1996 και 1997 αντίστοιχα, χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια προκειμένου να υπάρξει συνέχεια. Αυτή επήλθε μαζί με μια σειρά δομικών αλλαγών σε ό,τι γνώριζαν οι fans του franchise έως τότε, καθώς το τρίτο μέρος πέρασε για πρώτη φορά στις τρεις διαστάσεις αφενός, εγκαταλείποντας μάλιστα το point & click χαρακτηριστικό αφετέρου. Η εξέλιξη θα μπορούσε να ερμηνευθεί ξεκάθαρα ως μια πιο console friendly επιλογή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το Broken Sword: The Sleeping Dragon κυκλοφόρησε συγχρόνως, εκτός των PC, σε PlayStation 2 και Xbox. Πάντως αυτό δεν ήταν είδηση από μόνο του, καθώς τα δύο πρώτα παιχνίδια της σειράς είχαν διατεθεί εντός του ίδιου έτους και στο PlayStation. Η διαφορά πλέον αφορούσε την είσοδο σε 3D περιβάλλοντα.

Έτσι, λοιπόν, ο Αμερικανός George Stobbart και η Γαλλίδα Nicole Collard επιστρέφουν για μία ακόμη φορά, με τον πρώτο να έχει γίνει πλέον δικηγόρος κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών και τη δεύτερη να εξακολουθεί να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα La Liberté… εν Παρισίοις. Το παιχνίδι ξεκινά με τον George να ταξιδεύει αεροπορικώς στο Congo για επαγγελματικούς λόγους, προκειμένου να συναντήσει έναν επιστήμονα ο οποίος ισχυρίζεται πως έχει κατασκευάσει ένα μηχάνημα που μπορεί να δημιουργεί απεριόριστη ενέργεια. Σύντομα όμως τα πράγματα παίρνουν πολύ άσχημη τροπή, καθώς το δικινητήριο αεροσκάφος μπαίνει σε μια καταιγίδα -η οποία, βάσει του πιλότου, εμφανίστηκε από το πουθενά- και πέφτει! Σαν από θαύμα, οι δύο άντρες κατορθώνουν να επιζήσουν από το ατύχημα, όταν όμως ο George καταφέρνει να προσεγγίσει επιτέλους -έστω και σε απόσταση αναπνοής- τον πελάτη του, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του.

Την ίδια περίοδο, στο Παρίσι, ο αρχισυντάκτης της Nico της ορίζει να μεταβεί στο σπίτι κάποιου χάκερ για μια συνέντευξη που θέλει να δώσει σχετικά με το τέλος του κόσμου, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Φτάνοντας όμως στο κατώφλι του, ακούει τρεις πυροβολισμούς. Όπως μπορεί ο καθένας να μαντέψει, οι δύο δολοφονίες συνδέονται με κάποιον τρόπο. Δεδομένων όσων αναφέρθηκαν, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ασαφή, καθώς στο πρώτο εισαγωγικό βίντεο εμφανίζεται μια άγνωστη φιγούρα, ένας άντρας ο οποίος φορά τρεις χρυσούς σταυρούς στο σώμα του, ενωμένους με χρυσή αλυσίδα. Δύο ακόμη στέκονται μπροστά του και τον προσφωνούν διδάσκαλο και κύριο, για να πάρουν την απάντηση ότι η -άγνωστη σε εμάς- δύναμη ήδη γιγαντώνεται. Σε περίπτωση αποτυχίας των μαθητών του, το τίμημα θα είναι ένας Αρμαγεδδών.

Όπως συνέβη και στο Broken Sword II: The Smoking Mirror, ο παίκτης αναλαμβάνει τον έλεγχο τόσο του George όσο και της Nico, αλλά αυτή τη φορά ο χρόνος τους μοιράζεται σαφώς περισσότερο. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα η δράση μεταφέρεται από το ένα σημείο στο άλλο, βοηθώντας σημαντικά στην αφήγηση της ιστορίας καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται παράλληλα, όπως συμβαίνει στο ξεκίνημα. Η υπόθεση είναι για μία ακόμη φορά εξαιρετική και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Όσα έχουν σημειωθεί μέχρι τούδε δεν αποτελούν παρά προεισαγωγικά μιας πλούσιας περιπέτειας με κεφάλαια και τοποθεσίες ίσως περισσότερες από κάθε άλλη φορά, οι οποίες ζωντανεύουν… αλλιώς μέσα από τα όμορφα -για την εποχή τους- 3D γραφικά πλέον.

Από εκεί και πέρα, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Broken Sword, το οποίο κάνει και πάλι την εμφάνισή του, και μάλιστα πιο έντονα από ποτέ, αφορά την πιθανότητα θανάτου των πρωταγωνιστών. Το franchise συνεχίζει μια παράδοση η οποία δεν επιτρέπει πάντα στον παίκτη να παίζει ξέγνοιαστος, καθώς μια λάθος επιλογή μπορεί να τον οδηγήσει, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, με μια σφαίρα στο στήθος ή μέσα σε ένα σακί στο βυθό του Σηκουάνα. Η διαφορά εν προκειμένω είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό η λογική του γρίφου. Για την ακρίβεια, πλέον υπάρχουν quick time events, στα οποία ο gamer καλείται να αντιδράσει άμεσα πατώντας το κατάλληλο πλήκτρο, προκειμένου να μη βρεθεί νεκρός από τη μια στιγμή στην άλλη.

Έχοντας εγκαταλειφθεί η χρήση του ποντικιού, ο χειρισμός των ηρώων γίνεται αποκλειστικά με πληκτρολόγιο ή gamepad. Παρότι η πρώτη εντύπωση είναι ξένη, ειδικά αν κάποιος έρχεται αμέσως μετά τα δύο προηγούμενα Broken Sword, το user interface αποδεικνύεται σύντομα αρκετά απλό και συνηθίζεται. Ως προς τις επιμέρους διαθέσιμες ενέργειες, ίσως οι πλέον αξιοσημείωτες προσθήκες αφορούν τη δυνατότητα των πρωταγωνιστών να τρέξουν ή να περπατήσουν στις μύτες των ποδιών τους. Τα τρισδιάστατα γραφικά προσφέρουν τώρα τη δυνατότητα νέων ειδών puzzles σε σχέση με το παρελθόν, δυνατότητα την οποία αξιοποίησαν οι developers της Revolution, δείχνοντας ωστόσο μια υπέρμετρη προτίμηση σε γρίφους που είχαν να κάνουν με μετακίνηση κιβωτίων. Αυτό προσέδωσε ένα στοιχείο επανάληψης, το οποίο στο παρελθόν ήταν άγνωστο για τη σειρά, και ως εκ τούτου δεν πέρασε απαρατήρητο, λειτουργώντας σε τελευταία ανάλυση εις βάρος της εξέλιξης της πλοκής. Από εκεί και πέρα ο George και η Nico έχουν πλέον τη δυνατότητα να σκαρφαλώνουν, να περπατούν κολλημένοι στον τοίχο ή να κρέμονται πάνω από χάσματα και γενικότερα να πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα τη λογική του «ζην επικινδύνως»!

Στο Sleeping Dragon κάνουν αισθητή την παρουσία τους αρκετές σκηνές δράσης, τηρουμένων των αναλογιών, οι οποίες συνεπάγονται συνήθως κάποιο quick time event κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, έχοντας μάλιστα ένα πολύ μικρό διάστημα αντίδρασης για την αποφυγή του μοιραίου. Ενδεχομένως κάποιους τους ξένισε αυτή η εξέλιξη, προσωπικά ωστόσο τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα· και τούτο διότι ενώ ο τίτλος δεν ξεφεύγει επί της ουσίας από τα πλαίσια ενός παιχνιδιού περιπέτειας, η συγκεκριμένη προσθήκη τον καθιστά αυτομάτως πολύ πιο ζωντανό και διαδραστικό λόγω του physical contact μεταξύ των ίδιων των χαρακτήρων, το οποίο αιφνιδιάζει διότι δεν το περιμένεις εύκολα σε ένα adventure γενικώς, πολύ περισσότερο όταν ούτε οι προκάτοχοι του συγκεκριμένου έχουν δώσει τέτοια δείγματα γραφής. Με άλλα λόγια, οι developers της Revolution ρίσκαραν και το αποτέλεσμα οπωσδήποτε τους δικαίωσε. Ο Charles Cecil, director και εκ των writers της ιστορίας, αλλά και η υπόλοιπη ομάδα, η οποία αποτελείται εν πολλοίς από γνώριμους συντελεστές σε όσους έπαιξαν τους προηγούμενους τίτλους της σειράς, τα κατάφεραν για μία ακόμη φορά.

Στο voice act υπήρξαν και πάλι ολικές ανακατατάξεις όσον αφορά την επιστροφή χαρακτήρων από τα προηγούμενα games, συμπεριλαμβανομένης της Nico, πλην του Rolf Saxon ο οποίος δάνεισε για τρίτη φορά τη φωνή του στον George. Σε αντίθεση μάλιστα με το Smoking Mirror, τώρα δόθηκε σαφώς μεγαλύτερη προσοχή στην προφορά των in-game characters, όπως είχε συμβεί και στο πρώτο παιχνίδι, Shadow of the Templars, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα και το αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο πειστικό για τους χαρακτήρες που μιλούν αγγλικά δίχως να είναι η μητρική τους γλώσσα. Το χιούμορ είναι διάχυτο εκ νέου, ακόμη και στις πλέον κρίσιμες στιγμές, ενώ χαρακτηρίζει και πάλι εξίσου την πλειοψηφία των χαρακτήρων, όπως συνέβη στο ντεμπούτο της σειράς, αλλά είχε ατονήσει κάπως στο πρώτο sequel επικεντρώνοντας τότε περισσότερο στις ατάκες του πρωταγωνιστή.

Τη μουσική σύνθεση υπογράφει για πρώτη φορά ο Ben McCullough, αλλά το ύφος της παραμένει απολύτως πιστό στα παραδεδομένα. Ο συγκεκριμένος είχε ήδη συνεργαστεί με τη Revolution τρία χρόνια νωρίτερα, για το soundtrack του Gold and Glory: The Road to El Dorado, το ένα από τα δύο παιχνίδια των Βρετανών εν έτει 2000 μαζί με το In Cold Blood. Οι τίτλοι αυτοί ήταν οι μοναδικοί που μεσολάβησαν μεταξύ του δεύτερου και τρίτου Broken Sword. Με το Road to El Dorado είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ όταν είχε διατεθεί στην αγορά επί τη ευκαιρία της κυκλοφορίας της ομώνυμης ταινίας στους κινηματογράφους, και ομολογώ ότι τότε μου είχε αρέσει ιδιαίτερα. Διαφορετικές οι απαιτήσεις, σε κάθε περίπτωση… Πάντως, όπως εσχάτως ανακάλυψα, εκείνη ήταν η πρώτη μου επαφή με παιχνίδι της Revolution.

Επιστρέφοντας στο Broken Sword: The Sleeping Dragon, έχω την αίσθηση ότι ορισμένοι γρίφοι είναι πιο απαιτητικοί σε σχέση με το παρελθόν, αν και αυτό ίσως είναι συμπέρασμα που προκύπτει έχοντας παίξει μόνο τη Director’s Cut και τη Remastered Edition των δύο πρώτων παιχνιδιών της σειράς, αντίστοιχα, οι οποίες προσέθεσαν ένα… υποχρεωτικό hint marker που απουσίαζε στις original εκδόσεις. Το σίγουρο είναι ότι σε μια-δυο περιπτώσεις κόλλησα σε σημεία που επί της ουσίας δεν υπήρχε καν γρίφος, «σκοτώνοντας» τουλάχιστον τέσσερεις ώρες, φτάνοντας στους τίτλους τέλους μετά από περίπου 17,5 ώρες gameplay. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, εν έτει 2003, το τρίτο παιχνίδι της σειράς αποδείχθηκε συνολικά μια εξαιρετική συνέχεια των Broken Sword μετά από μια εξαετία. Ο τίτλος, με τη -για μία ακόμη φορά- υποδειγματικά δομημένη ιστορία του και παρά τις ουκ ολίγες αλλαγές του, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων δικαιώνοντας όσους περίμεναν τόσο καιρό. Όπως απέδειξε ο χρόνος, το sequel του Sleeping Dragon δεν επρόκειτο να αργήσει πλέον τόσο πολύ…

Leave Comments