Στη «χρυσή» δεκαετία του ΄90 για τα point & click adventures κυκλοφόρησαν ουκ ολίγοι τίτλοι, οι οποίοι σήμερα θεωρούνται κλασικοί και πολλοί εξ αυτών αγαπημένοι για gamers που διανύουν την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους και μεγαλύτερους. Franchises που έρχονταν ήδη από το παρελθόν, όπως τα King’s Quest, Space Quest και Leisure Suit Larry της Sierra On-Line, πλαισιώνονταν πλέον από καινούρια, όπως τα Monkey Island, Myst και ασφαλώς πολλούς άλλους εξαιρετικούς τίτλους, οι οποίοι δεν έτυχαν κάποιου sequel. Η εικόνα αυτή συνεχίστηκε και μετά το 2000, με σειρές όπως τα Syberia, The Longest Journey, Runaway και άλλες, όχι απαραίτητα το ίδιο καταξιωμένες με εκείνες των προηγουμένων ετών. Το gaming είχε περάσει πλέον σε μια διαφορετική λογική και τα adventures, που κάποτε -έστω και μεταξύ άλλων- βρίσκονταν στην αιχμή του δόρατος, πλέον απλώς «φυλούσαν Θερμοπύλες», παρότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ουκ ολίγες αξιομνημόνευτες δημιουργίες.
Στο δεύτερο μισό των ΄90s η εμφάνιση του Broken Sword ερχόταν να φουντώσει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη κατηγορία παιχνιδιών. Το παρθενικό παιχνίδι του franchise, The Shadow of the Templars εν έτει 1996, είχε λάβει εξαιρετικές κριτικές, απολαμβάνοντας ανάλογης εμπορικής επιτυχίας, καθώς μέσα στην επόμενη τετραετία έφτασε τις 825.000 πωλήσεις, εκ των οποίων οι 480 στην αρχική τιμή του, συνεχίζοντας ανοδικά και στο αμέσως επόμενο διάστημα. Η ανταπόκριση της οποίας έτυχε, επέφερε απολύτως εύλογα ένα άμεσο sequel, το οποίο κυκλοφόρησε με τη συμπλήρωση ενός έτους από το πρώτο. Και το όνομα αυτού, Broken Sword II: The Smoking Mirror, με όλους τους βασικούς συντελεστές της σειράς να συνεχίζουν δυναμικά μετά την αναγνώριση που έλαβαν για το project της προηγούμενης χρονιάς. Ακόμη, δε, κι αν οι κριτικές που αποκόμισε το συγκεκριμένο ήταν λιγότερο καλές (τουλάχιστον το original, καθώς το remaster τα πήγε εξαιρετικά), ο κόσμος το κατέταξε και πάλι εκεί, ψηλά, όπως και την πρώτη φορά, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται όσο κλασικό και ο προκάτοχός του. Συγκεκριμένα, μέσα σε μια τριετία είχε ήδη σημειώσει 750.000 πωλήσεις, εκ των οποίων οι 510 σε full price. Και οι δύο τίτλοι μαζί, στις αρχές του 2001 είχαν πουλήσει πλέον 2 εκ. αντίτυπα!
Οι remastered εκδόσεις των προαναφερθέντων Broken Sword κυκλοφόρησαν στα PC τον Σεπτέμβριο 2010, ενώ το Shadow of the Templars είχε διατεθεί σε Wii και Nintendo DS ένα χρόνο νωρίτερα. Σε συνδυασμό με τις υψηλές πωλήσεις στις mobile versions αμφοτέρων, το ενδιαφέρον των αφοσιωμένων φίλων της σειράς αναθερμάνθηκε μετά από πολύ καιρό, ενώ η ανάπτυξη του πέμπτου μέρους αυτής έμελλε επιτέλους να ανακοινωθεί δύο χρόνια αργότερα και συνολικά έξι μετά την κυκλοφορία του προηγούμενου. Παρά ταύτα, σε ό,τι αφορά πάντα τις original εκδόσεις, τα στενά χρονικά περιθώρια μεταξύ των δύο πρώτων τίτλων της Revolution αλλά και οι δισταγμοί της publisher, Virgin Interactive, για ένα sequel σε adventure game, περιόρισε κατά το ήμισυ το διαθέσιμό budget των developers!
Οι ως άνω παράγοντες μεταφράστηκαν μοιραία και πρωτίστως σε ένα παιχνίδι περίπου κατά 40% μικρότερο σε διάρκεια, αλλά και μια ιστορία, η οποία παραμένοντας πολύ καλή, αδυνατεί να έχει το βάθος και την υποδομή της αντίστοιχης του πρώτου τίτλου. Και κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό συνυπολογίζοντας ότι το… διάβασμα του director και ιδρυτικού στελέχους της Revolution, Charles Cecil, προκειμένου να είναι σε θέση να διαμορφώσει το story του Shadow of the Templars, είχε ξεκινήσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν από τη διάθεσή του στην αγορά! Ανεξαρτήτως αυτού, η νέα περιπέτεια των George Stobbart και Nicole Collard διατηρεί ψηλά το ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή, παρότι οι εκάστοτε προκλήσεις, εντεταγμένες προφανώς μέσα σε ένα ευρύτερο ενιαίο πλαίσιο, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το επιμέρους διακύβευμα κάθε φορά. Η αρμονική σύνδεση των στοιχείων αυτών δεν είναι ποτέ εύκολη.
Σε αντίθεση με τη Director’s Cut edition του πρώτου Broken Sword, η οποία παρουσίασε ένα ολοκαίνουριο εισαγωγικό κεφάλαιο στην ιστορία δίνοντας στον gamer για πρώτη φορά τον έλεγχο της Nico, η remastered έκδοση του Smoking Mirror δεν προσέθεσε ανάλογο περιεχόμενο σε σχέση με εκείνη του 1997. Η αναβάθμιση αφορά ασφαλώς τον οπτικοακουστικό τομέα, διατηρώντας ωστόσο ακέραιη και σ’ αυτήν την περίπτωση την αισθητική του παρελθόντος. Περαιτέρω, προστέθηκαν κάποια δευτερεύοντα χαρακτηριστικά και μηχανισμοί, έγιναν μικροαλλαγές στο user interface, ενώ, όπως και στο προηγούμενο remaster, συμπεριλήφθηκε ένα hint system που μπορεί να βοηθήσει τον παίκτη σε περίπτωση που αυτός κολλήσει και θελήσει βοήθεια. Κυρίως, δε, διατηρήθηκε και σ’ αυτήν την περίπτωση το hint marker, που δεν είναι άλλο από ένα μικρό μπλε κύκλο ο οποίος αναβοσβήνει, επισημαίνοντας ότι στο ευρύτερο σημείο υπάρχει κάποιο «ενδιαφέρον» αντικείμενο. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται αρκετά δραστικά το pixel hunting, αλλά ταυτόχρονα και η ανάγκη για μια πιο προσεκτική παρατήρηση του χώρου, συνεπώς ο βαθμός δυσκολίας. Γενικότερα, έχω την αίσθηση ότι οι γρίφοι είναι κάπως πιο απλοί από του Shadow of the Templars, στο remaster του οποίου η προσθήκη των first-person mini games προσέδωσε μια σχετική ποικιλία και ενδεχομένως μια επιπλέον πρόκληση.
Η ιστορία του Broken Sword 2: The Smoking Mirror - Remastered εκκινεί έξι και πλέον μήνες μετά το τέλος του προηγούμενου παιχνιδιού. Αν παραγνωρίσει κάποιος ότι οι δύο πρωταγωνιστές και άλλοι τέσσερεις-πέντε χαρακτήρες επιστρέφουν επί της οθόνης και συνεπώς θεωρούνται γνωστοί, ο καθένας μπορεί να παίξει απευθείας αυτόν τον τίτλο δίχως να χάνει κάποιο δομικό στοιχείο της συγκεκριμένης υπόθεσης. Χάνει όμως την εμπειρία του πρώτου μέρους του franchise, κι αυτό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Ο George βρισκόταν στην Αμερική όλο αυτό το διάστημα, μέχρι που δέχτηκε μια πρόσκληση από τη Nico να επιστρέψει στο Παρίσι. Κι αν στην αρχή ο ίδιος πίστευε σε μια ρομαντική επανένωση, αποδεικνύεται ότι η τέως κοπέλα του(;) τον ήθελε μαζί της σε μια επίσκεψη στο σπίτι ενός αρχαιολόγου, προκειμένου να μάθει περισσότερα για μια πέτρα της φυλής των Μάγια, η οποία περιήλθε στην κατοχή της ερευνώντας, ως φωτορεπόρτερ, μια υπόθεση λαθρεμπορίου. Πλην όμως, η φιγούρα που τους υποδέχεται στο οίκημα μόνο καθηγητή Αρχαιολογίας δε θυμίζει. Σύντομα οι George και Nico βρίσκονται παγιδευμένοι και αναίσθητοι, ενώ η δεύτερη απαγάγεται από τον θηριώδη Μεσοαμερικανό, ο οποίος τους παρουσιάστηκε στην εξώπορτα.
Ο παίκτης αναλαμβάνει για μία ακόμη φορά το ρόλο του George Stobbart, ενώ σε συγκεκριμένες φάσεις του παιχνιδιού ελέγχει και τη Nico, κάτι που δεν αποτελεί είδηση για όσους ξεκίνησαν από το remaster του πρώτου Broken Sword, αλλά το 1997 ήταν νέο χαρακτηριστικό. Έτσι, λοιπόν, οι δύο πρωταγωνιστές μπλέκουν σε νέα περιπέτεια, μια ιστορία μυστηρίου η οποία θα τους φέρει και πάλι να ταξιδεύουν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Κι αν για τη Nico, ως δημοσιογράφο, αυτό δεν είναι τόσο παράλογο, αποτελεί σίγουρα σημείο αναφοράς το γεγονός ότι ο George ξεκίνησε την πρώτη φορά ως Αμερικανός τουρίστας στο Παρίσι και από τότε εξελίχθηκε σε… νέο Indiana Jones, τον οποίο μάλιστα μνημονεύει και ο ίδιος κάποια στιγμή στο πρώτο παιχνίδι της σειράς!
Όπως ο προκάτοχός του, το δεύτερο Broken Sword είναι επίσης ένα κλασικό 2.5D point & click adventure, η remastered έκδοση του οποίου, ωστόσο, απαλλάχθηκε από τις κάθετες μαύρες μπάρες της Director’s Cut του προηγούμενου τίτλου, επιτρέποντας widescreen εικόνα, αλλά μόνο σε ανάλυση 1024x768. Αν υπάρχει κάτι το οποίο γίνεται αντιληπτό ήδη από την πρώτη ώρα παιχνιδιού είναι ότι πλην του George, τον οποίο υποδύεται και πάλι ο κατά τα άλλα άσημος Rolf Saxon, που όμως κάνει πολύ καλή δουλειά, έχουν αλλάξει οι voice actors όλων των χαρακτήρων, όσων επανέρχονται μετά το Shadow of the Templars. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεται ακόμη και η Nico(!), παρότι η… καινούρια φωνή της έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με την προηγούμενη, αν και υπολείπεται κάπως σε αισθαντικότητα.
Είναι σαφές ότι οι developers δεν το έψαξαν ποτέ το θέμα υπερβολικά, ωστόσο αυτή τη φορά φρονώ ότι περιορίστηκαν χαμηλότερα από τον πήχη του πρώτου μέρους της σειράς. Και τούτο διότι εγκατέλειψαν ή -στην καλύτερη περίπτωση- υποβάθμισαν πολύ σημαντικά τη λογική του αγγλικού voice acting των NPCs, αλλά με τοπική προφορά· ένα στοιχείο το οποίο προσέδωσε πολλούς πόντους στην ατμόσφαιρα του παρθενικού game του franchise, πλην όμως τώρα ήταν απόν. Περαιτέρω, το χιούμορ έδειξε πλέον να επικεντρώνεται περισσότερο στις -έξυπνες, ομολογουμένως, για μία ακόμη φορά- ατάκες του George και αισθητά λιγότερο σε εκείνες των υπολοίπων χαρακτήρων.
Από εκεί και πέρα, παρότι στο remaster του πρώτου Broken Sword, σε σχέση με το original, είχε αφαιρεθεί το χαρακτηριστικό του ενδεχόμενου θανάτου του πρωταγωνιστή σε περίπτωση λανθασμένης απόφασης, αυτή τη φορά διατηρήθηκε, παρότι οι συγκεκριμένες στιγμές είναι λιγότερες απ’ τις μισές του προκατόχου του. Το soundtrack υπογράφει για δεύτερη συνεχόμενη φορά ο Αυστραλός συνθέτης Barrington Pheloung, ο οποίος εν έτει 1992 ήταν υποψήφιος για BAFTA για τη μουσική του στην τηλεοπτική σειρά Inspector Morse, ενώ επρόκειτο να είναι ξανά το 1998 για το soundtrack στην ταινία Hilary and Jackie. Στο παιχνίδι μάλιστα συνεργάστηκε με τη Μητροπολιτική Ορχήστρα του Λονδίνου, η οποία μετρούσε τότε τρία χρόνια από τη σύστασή της. Ο ίδιος, ωστόσο, προτίμησε να επενδύσει μουσικά τον τίτλο της Revolution μέσα από διακριτικές «πινελιές», επιτρέποντας την ανάδειξη των ήχων του περιβάλλοντος και παρεμβαίνοντας εν πολλοίς όταν οι πρωταγωνιστές αλληλεπιδρούν με αντικείμενα ή αναπτύσσουν διαλόγους που συμβάλλουν ουσιαστικά στην εξέλιξη της ιστορίας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζει μια μεγαλύτερη μουσική ροή σε ορισμένες περιπτώσεις.
Εξερευνώντας ενδελεχώς τις περιοχές του project των Βρετανών developers και εξαντλώντας τις συζητήσεις με τους 60 και πλέον NPCs, χρειάστηκα λίγο πάνω από έντεκα ώρες προκειμένου να δω τα credits, διάστημα πολύ μικρότερο σε σχέση με τη Director’s Cut του Shadow of the Templars. Ανεξαρτήτως αυτού, το Broken Sword 2: The Smoking Mirror - Remastered ήταν ένα εξαιρετικό sequel, το οποίο κατόρθωσε στην αρχική κυκλοφορία του να διατηρηθεί στα υψηλά στάνταρ που παρέλαβε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα της ανάπτυξής του. Από τότε, όμως, και παρά την εμπορική επιτυχία των δύο πρώτων τίτλων του franchise, έπρεπε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια προκειμένου να υπάρξει συνέχεια, με τα δεδομένα πλέον να έχουν αλλάξει…