By Professor_Severus_Snape on Wednesday, 10 March 2021
Category: GameWorld

Η Δημοκρατία της πληροφορίας

Σε μια προσπάθεια να αποδοθεί κυριολεκτικά η έννοια του εφιάλτη, είθισται συνήθως να γίνεται λόγος για ένα «κακό όνειρο»· κάτι που προκαλεί ενδεχομένως ανησυχία, άγχος, φόβο, τρόμο, έντονα αρνητικά συναισθήματα και σε κάθε περίπτωση δυσφορία. Παρότι η ιστορία του Εφιάλτη μας επιστρέφει στο 480 π.Χ. και την προδοσία του στη μάχη των Θερμοπυλών, ο εφιάλτης λαμβάνει πολλές μορφές καθημερινά. Είναι η ανημπόρια του γονέα να θρέψει το παιδί του, η αδυναμία ενώπιον μιας προσωπικής οικονομικής, φυσικής ή άλλης καταστροφής, η ασθένεια που μπορεί να «θερίσει» εκατομμύρια ψυχές ανά τον κόσμο, ο αδόκητος χαμός συγγενικού ή προσφιλούς προσώπου, η ανακοίνωση που θέτει ορίζοντα ζωής μερικών εβδομάδων για σένα ή κάποιον αγαπημένο σου, και αναρίθμητες άλλες καταστάσεις, άσχετες μεταξύ τους, όπως βιώνονται από τον καθένα ξεχωριστά, από κοινωνίες ή ακόμη και ολόκληρους πολιτισμούς.

Σε πολιτικό επίπεδο έχουμε την αίσθηση ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θα συμφωνούσε, περιγράφοντας ως εφιάλτη κάθε φασιστική διακυβέρνηση, που δε γνωρίζει περιορισμούς στα δικαιώματα της εξουσίας της, η οποία είναι απόλυτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο κόσμος βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει τέτοιου είδους καθεστώτα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, που με τη σειρά τους συνηθίζουν ενίοτε να ενδύονται τον μανδύα ενός «δημοκρατικού» πολιτεύματος. Αυτός, ωστόσο, αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ικανός να κρύψει τη γυμνή αλήθεια τους, αυτό που πραγματικά είναι. Οι εφιάλτες, λοιπόν, είναι εκείνοι που πάντοτε, ακόμη και εν υπνώσει, επαναφέρουν στο προσκήνιο το αρχέγονο -ίσως το πρώτο- συναίσθημα του ανθρώπου, το φόβο.

Ο φόβος αποτελεί μια πηγή έμπνευσης για κάθε μορφή τέχνης, μηδεμίας εξαιρουμένης. Άλλωστε τα ερεθίσματα απασών προέρχονται από την καθημερινότητα της ανθρωπότητας και στη σύλληψη του χαρισματικού δημιουργού δύνανται να παραγάγουν σπουδαία αποτελέσματα. Ενδεικτικά, στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας, ο εφιάλτης της απολυταρχίας έχει αποτελέσει εφαλτήριο για πραγματικά κειμενικά κομψοτεχνήματα. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο: ένα φασιστικό καθεστώς δε θα ανεχόταν ποτέ μία σειρά βιβλίων, τα οποία το ίδιο θα θεωρούσε ότι υπονομεύουν τις ποικίλες εκφάνσεις της λειτουργίας του. Άλλωστε η γνώση είναι δύναμη και ο έλεγχος της πληροφορίας και της πληροφόρησης, πρωταρχικό μέλημα κάθε αντίστοιχου συστήματος που σέβεται τον εαυτό του.

Το 2012 η άσημη εταιρία ανάπτυξης Camougflaj ζήτησε χρηματοδότηση μισού εκατομμυρίου δολαρίων από τον κόσμο, την οποία και έλαβε μέσω Kickstarter, για την ανάπτυξη ενός τίτλου ο οποίος επρόκειτο αρχικά να κυκλοφορήσει για iOS, σε μια προσπάθεια των δημιουργών «να βγει ένα πραγματικό παιχνίδι για κινητά». Από τον Δεκέμβριο 2013 έως τον Οκτώβριο 2014 κυκλοφόρησαν τα πρώτα τρία επεισόδια του, κάνοντας την εμφάνισή τους και στα PC το Φεβρουάριο 2015. Ο λόγος για το Republique, το παρθενικό videogame των συγκεκριμένων developers, οι οποίοι εμφανίστηκαν ξανά μόλις το 2020, έχοντας αναπτύξει το Iron Man VR, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει και η VR έκδοση του πρώτου εγχειρήματός τους.

Το Republique είναι ένα υβριδικό stealth action-adventure με ισομετρική προοπτική, όπερ σημαίνει fixed κάμερες στους τοίχους και τις γωνίες των εκάστοτε χώρων. Μάλιστα η ανταπόκριση των gamers ήταν προφανώς τέτοια που επέτρεψε στους developers να δώσουν συνέχεια στο project τους, έστω και αρκετό καιρό αργότερα. Τον Δεκέμβριο 2015 διατέθηκε στην αγορά το τέταρτο επεισόδιο του τίτλου -δηλαδή 14 μήνες μετά το τρίτο- και το καταληκτικό πέμπτο τον Μάρτιο 2016, δηλαδή 27 ολόκληρους μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου μέρους! Πρωταγωνίστρια είναι η έφηβη Hope και στο επίκεντρο η προσπάθεια απόδρασής της από την εγκατάσταση στην οποία βρίσκεται, όπως καθίσταται σαφές από την πρώτη στιγμή, καθώς κινδυνεύει να τη «διαγράψουν», βάσει όσων λέει απεγνωσμένα στη μπροστινή κάμερα ενός smartphone, μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται «Recalibration». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αρχίζει να αποκαλύπτεται στην πορεία.

Το σίγουρο είναι ότι στην αγωνιώδη απόπειρα της Hope, έχει ως πολύτιμο βοηθό έναν ανώνυμο φίλο, ο οποίος επικοινωνεί μαζί της μέσω αυτού του smartphone και την καθοδηγεί ανάλογα εποπτεύοντας -ενίοτε και κατοπτεύοντας- το εκάστοτε σημείο καθενός επιπέδου, αξιοποιώντας τις πολυάριθμες κάμερες αυτών. Τούτο το ρόλο αναλαμβάνει ο ίδιος ο gamer, αποκτώντας έτσι μια άμεση σχέση με την ηρωίδα, επιχειρώντας να την κατευθύνει με ασφάλεια. Σύντομα το παιχνίδι δίδει ένα γενικό περίγραμμα του κόσμου του: βρισκόμαστε λογικά κάποια στιγμή στο πολύ κοντινό μέλλον, σε ένα αγνώστων λοιπών στοιχείων οικοδόμημα, το οποίο υπάρχει κάπου επάνω στη γη. Η Δημοκρατία αποτελεί θεωρητικά τον διακριτικό τίτλο της ιδιότυπης αυτής Πολιτείας -της οποίας η άτυπη πρωτεύουσα(;) ονομάζεται Μεταμόρφωσις, όχι όμως και το πολίτευμά της. Στην πραγματικότητα υφίσταται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς υπό τη διοίκηση του Headmaster και την αστυνόμευση των Prizrak, οι οποίοι λαμβάνουν διαταγές και λογοδοτούν στην πρώτο. Στο πλαίσιο αυτό η Hope προσπαθεί να βρει ελπίδα και το δρόμο της προς την ελευθερία.

Το Republique επηρεάζεται από το 1984 του George Orwell και είναι σαφής η προσπάθειά του να διηγηθεί μια καλή και ενδιαφέρουσα ιστορία πρωτίστως, μέσα από απλούς stealth gameplay μηχανισμούς. Πλην όμως, έχω την αίσθηση ότι κάποια στιγμή παρεκκλίνει της πορείας του και το σενάριο χάνει τον προσανατολισμό του υπονομεύοντας ως ένα βαθμό τη δουλειά που έχει γίνει μέχρι ενός σημείου. Φρονώ ότι η υπόθεση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έως τη συμπλήρωση τουλάχιστον 3/5 του παιχνιδιού, καθώς το σενάριο εξακολουθεί να «χτίζει» μεθοδικά προσθέτοντας καινούρια στοιχεία κάθε φορά, τα οποία σε κάνουν να αναρωτιέσαι πού ακριβώς οδηγούν, αδημονώντας έτσι για τη συνέχεια.

Περισσότερα ανακαλύπτει ο παίκτης μέσα από διάφορα collectables, όχι απαραίτητα για την κεντρική υπόθεση, αλλά για πράγματα τα οποία τον εισάγουν ακόμη καλύτερα στη δυστοπική ατμόσφαιρα της Republique ανεξαρτήτως όσων διατυμπανίζει ο Headmaster, όπως θα έπραττε κάθε «σωστός» δικτάτορας. Τα collectables αφορούν πρωτίστως απαγορευμένα βιβλία του καθεστώτος, τα οποία στο σύνολό τους είναι περισσότερα από 40(!), περιλαμβάνοντας αριστουργήματα συγγραφέων όπως -ενδεικτικά και μόνο- οι Orwell, Kafka, Βολταίρος, Nabokov, Μαρξ, Pasternak και Καζαντζάκης! Η εύρεση καθενός συνοδεύεται από αντίστοιχη περίληψη υπό το πρίσμα του Headmaster, η οποία παρουσιάζει ομολογουμένως εξαιρετικό ενδιαφέρον, για ευνόητους λόγους. Περαιτέρω, κασέτες που εντοπίζει ο gamer εξερευνώντας, συνδέονται σε μεγαλύτερο βαθμό με την κεντρική ιστορία, ενώ κι άλλες πληροφορίες δίνονται ανακαλύπτοντας, μέσω καμερών πάντα, μαρκαρισμένα σημεία ενδιαφέροντος. Όλα αυτά συμβάλλουν ιδιαιτέρως στη δημιουργία ενός εξαιρετικού υποβάθρου σε συνδυασμό με τη βαθμιαία εξέλιξη της ιστορίας. Πλην όμως, κάθε ικανό σενάριο, όσα θέματα κι αν «ανοίγει» στη διάρκειά του, κάποια στιγμή οφείλει να τα «μαζέψει» κάπως. Κι αν όχι να δώσει απαντήσεις επί παντός επιστητού, άλλωστε κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα το ζητούμενο -μάλλον το αντίθετο ισχύει, τουλάχιστον να στραφεί προς μία κατεύθυνση δίνοντας μια ουσιαστική διάσταση των πραγμάτων.

Αυτό που κάνει ο τίτλος της Camouflaj είναι να εξακολουθεί να «διευρύνεται» από επεισόδιο σε επεισόδιο και δη στο τέταρτο και στο πέμπτο, παρουσιάζοντας νέα δεδομένα, ακόμη κι αν στο τελευταίο προσπαθεί να τοποθετήσει εν κατακλείδι την ιστορία σε κάποιες ράγες ή έστω να την επαναφέρει στην τροχιά προηγούμενων. Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον αποτυγχάνει. Και τούτο διότι είναι λιγοστές οι περιπτώσεις στις οποίες δίνονται έστω κάποια ψήγματα απαντήσεων επί ζητημάτων που τέθηκαν νωρίτερα. Αντιθέτως και κατά βάση δημιουργούνται νέα ερωτήματα, και ξαφνικά ο gamer βρίσκεται στο τέλος του παιχνιδιού νιώθοντας περισσότερο «ξεκρέμαστος» από κάθε άλλη φορά μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Εάν το Republique ολοκληρωνόταν στην πρώτη τριπλέτα των επεισοδίων, παρά τις έως τότε ασάφειες, θα ήταν σαφώς περισσότερο καλυμμένο σεναριακά δίνοντας μια πιο συμπαγή εικόνα, τουλάχιστον σε σύγκριση με την τελική. Και τούτο διότι, κάνοντας μια ανασκόπηση, το videogame δείχνει να προσπαθεί να χωρέσει πολλές καλές -όχι πάντοτε πρωτότυπες- ιδέες μέσα στο σενάριό του, αδυνατώντας ωστόσο να τις συνδέσει εις τρόπον ώστε να δώσει ένα συγκροτημένο και συνεκτικό αποτέλεσμα, το οποίο στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί το σημείο αναφοράς του, καθώς είχε πραγματικά όλα τα εφόδια για κάτι τέτοιο. Η δε εμβάθυνση στους χαρακτήρες εξάπαντος δε γίνεται στο βαθμό που θα όφειλε, παρότι κάθε άλλο παρά αδιάφοροι είναι, όπως ασφαλώς και όλο το setting. Κι ενώ ανυπομονείς να μάθεις περισσότερα και γι’ αυτούς, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει επί της ουσίας ποτέ. Ακόμη, υπάρχουν κενά στον τρόπο με τον οποίο έχει προκύψει και λειτουργεί αυτό το ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά και η θέση του μέσα στον κόσμο. Και τούτο διότι στην πραγματικότητα δεν είναι πλήρως απομονωμένο από αυτόν, καθώς τουλάχιστον ο Headmaster διατηρεί άμεσες επαφές μαζί του, ενώ χρονολογικά τοποθετείται κάπου στο… σήμερα.

Το gameplay είναι απλό και αφορά την ασφαλή καθοδήγηση της Hope στο εκάστοτε επίπεδο, έχοντας προηγηθεί ο σχετικός έλεγχος μέσω των καμερών για την αποφυγή των φρουρών. Δεν υπάρχουν σκοτωμοί, αλλά εάν συλληφθείς, το taser είναι βέβαιο. Πάντως ο βαθμός δυσκολίας είναι χαμηλός, ενώ το AI σίγουρα δε διεκδικεί δάφνες. Επιλέγοντας για την Hope το Student Outfit, δηλαδή το Survival Mode, στο οποίο δεν επιτρέπονται τα manual saves παρά μόνο χρησιμοποιώντας ορισμένες κασέτες που υπάρχουν σε κάποια σημεία των επιπέδων και σώζοντας σε συγκεκριμένα δωμάτια, συνελήφθην μόλις δύο φορές στα πέντε επεισόδια, στο τρίτο και το πέμπτο. Ο παίκτης συνεργάζεται με την πρωταγωνίστρια, η οποία έχει επίσης τη δυνατότητα να κλέψει αντικείμενα που φέρουν επάνω τους οι Prizrak, να χρησιμοποιήσει εναντίον τους σπρέι πιπεριού και όχι μόνο. Τα αντικείμενα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι παρά δισκέτες με σύγχρονα videogames(!), τα οποία επίσης συνοδεύονται από αντίστοιχα σχόλια, που όμως αυτή τη φορά γίνονται από τον Cooper: τον φρουρό ο οποίος στην αρχή του παιχνιδιού επιστρέφει για κάποιο λόγο στη Hope το smartphone, που με κάποιον τρόπο είχε περιέλθει στην κατοχή της.

Ένα αρνητικό στοιχείο της PC έκδοσης του παιχνιδιού είναι ότι κατά τα φαινόμενα αποτελεί port από τις φορητές συσκευές, καθώς το λανσάρισμά του συνοδεύτηκε εξ αρχής από bugs και ορισμένες glitches. Ως προς τα δεύτερα, αντιμετώπισα περιπτώσεις στις οποίες ο ήχος χανόταν κατά τη διάρκεια ορισμένων διαλόγων. Σχετικά με τα πρώτα, στην αρχή του πέμπτου επεισοδίου βρέθηκα μπροστά σε ένα gamebreaking bug, το οποίο με ανάγκασε να κάνω new game αξιοποιώντας τη δυνατότητα που ευτυχώς προσφέρεται, να παίξεις όποιο επεισόδιο επιθυμείς ανά πάσα στιγμή. Όλα συνέβησαν εξαιτίας του «εργαλείου» που προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης και καθοδήγησης της Hope μέσω των καμερών. Αυτό λέγεται «OMNI View» και κάθε φορά που χρησιμοποιείται, ο χρόνος παγώνει για μια καλύτερη διαχείριση του χώρου.

Το OMNI View ξεκινάει από version 0.5 και όσο το παιχνίδι προχωρά, αναβαθμίζεται, προκειμένου να μπορείς να ξεκλειδώσεις πόρτες με αυξημένο level ασφαλείας. Μάλιστα υπάρχει και η δυνατότητα απόκτησης πρόσθετων abilities, πουλώντας τα data που συγκεντρώνει ο gamer εντός των επιπέδων διά της εξέτασης των προαναφερθέντων σημείων ενδιαφέροντος. Στην περίπτωσή μου, ξεκινώντας το τελευταίο part και ενώ θα έπρεπε να έχω τουλάχιστον OMNI View 4.0, βρέθηκα ξαφνικά ξανά με την πρώτη έκδοσή του, πράγμα το οποίο με οδήγησε πολύ σύντομα σε αδιέξοδο, μη έχοντας τη δυνατότητα ούτε να προχωρήσω ούτε να γυρίσω πίσω. Το κατάλαβα αφού πέρασα μια μέρα μάταιων προσπαθειών να βρω τη λύση, καταφεύγοντας τελικά σε walkthroughs προκειμένου απλώς και μόνο να διαπιστώσω το παράδοξο πρόβλημα που αντιμετώπιζα και το οποίο με έκανε να σπαταλήσω τόσες ώρες δίχως λόγο και αιτία.

Στο voice acting έχει γίνει πολύ καλή δουλειά συνολικά, ωστόσο την παράσταση κλέβουν δύο σπουδαία ονόματα στο χώρο της gaming βιομηχανίας, ηθοποιοί οι οποίοι έδωσαν επίσης το πρόσωπό τους στους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν. Αφενός η Jennifer Hale, στο ρόλο της Mireille Prideaux, υπεύθυνης των εφήβων της Μεταμόρφωσης όπως η Hope. Η Hale εκείνη την εποχή είχε πλέον γίνει κορυφαία επιλογή μετά την ερμηνεία της ως Jane Shepard στην Mass Effect τριλογία. Αφετέρου ο David Hayter, ο οποίος είχε δώσει επανειλημμένως τα διαπιστευτήρια του στη σειρά Metal Gear Solid ως Solid Snake. Φωνή και πρόσωπο δανείζει επίσης ο Khary Payton, ως Quinn Derringer, επικεφαλής των Prizrak. Ενδεχομένως τότε να μην ήταν ιδιαίτερα γνωστός, έγινε ωστόσο όταν από το 2016 και εξής εισήλθε στην τηλεοπτική σειρά The Walking Dead στο χαρακτηριστικό ρόλο του Ezekiel. Όσον αφορά την ικανοποιητική απόδοση της Hope, η τελευταία δανείζεται τη φωνή της από την άσημη Rena Strober, της οποίας οι γραμμές είναι αμφίβολο αν είναι περισσότερες απ’ όσων ήδη αναφέρθηκαν… και όχι μόνο.

Προκειμένου να φτάσω στους τίτλους τέλους χρειάστηκα 16-17 ώρες, χωρίς να συνυπολογίζεται βεβαίως η άσκοπη ταλαιπωρία ελέω του bug. Η διάρκεια των επεισοδίων δεν είναι ίδια ακριβώς, καθώς παρουσιάζουν αποκλίσεις και τα δύο τελευταία είναι μάλλον τα μικρότερα. Προσωπικά, το πέμπτο το ολοκλήρωσα περίπου σε 100 λεπτά. Το Republique είναι ένα ιδιαίτερα όμορφο και θελκτικό αισθητικά videogame. Εν τούτοις, οι ημιτελείς σεναριακές ιδέες του είναι τελικά αυτές που δυστυχώς το χαντακώνουν. Έως και το τρίτο επεισόδιο -υπό προϋποθέσεις ακόμη και το τέταρτο, καθώς σε τελική ανάλυση τα πάντα εξαρτώνται από την καταληκτική διάστασή τους- όλα όσα «χτίζει» προοδευτικά αυξάνουν το ενδιαφέρον του παίκτη, διότι δείχνουν ότι πίσω από την κλειδωμένη πόρτα υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο ανυπομονείς να ανακαλύψεις. Όταν όμως η πόρτα αυτή ανοίγει, δεν υπάρχει τίποτα…

Leave Comments