Επιχειρώντας να κατατάξει κάποιος τα videogames αντιστοίχως της θεματολογίας τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε μια από τις θέσεις του podium -αν όχι στην πρώτη- θα συναντήσει αξιωματικά εκείνα που ασχολούνται ασφαλώς με τον… πόλεμο. Καθώς το τρίπτυχο «βία-αίμα-σπέρμα» πουλάει εκεί έξω όσο τίποτα στον κόσμο, μια πολεμική σύγκρουση παραμένει πάντοτε ένα από τα πιο εμπορικά θεάματα. Ίσως το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται, που συνιστά την απόλυτη μορφή βίας, τον στοχευμένο υπέρ πάντων αγώνα για την αφαίρεση της ζωής του άλλου ή/και την υπεράσπιση της δικής σου -για τα οποία μάλιστα στο τέλος θα δεχτείς και συγχαρητήρια, ίσως η γεωγραφική απόσταση που εγγυώνται σήμερα για τον «δυτικό» κόσμο οι πολεμικές επιχειρήσεις ανά τον πλανήτη, ίσως το γεγονός ότι δεν πρόκειται για τον βιασμό ή τη δολοφονία στη διπλανή πόρτα, είναι παράγοντες-σημεία που αμβλύνουν τη φρικαλεότητα του πολέμου· αναλόγως δε της τηλεοπτικής σκηνοθεσίας, την εξωραΐζουν, εξάπαντος τη μετατρέπουν σε ένα εντυπωσιακό και ως εκ τούτου θελκτικό θέαμα. Πόσοι δεν «απόλαυσαν» ένοχα(;), καθισμένοι αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού τους, με ποπ κορν και πατατάκια ανά χείρας, βλέποντας live πόλεμο και τη Βαγδάτη να βομβαρδίζεται από αέρος τον Μάρτιο 2003…
Η «μαγεία» της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου πόνου έγκειται στο ότι «πουλάει» σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, είτε όταν προβάλλεται υπό το πρόσχημα της ενημέρωσης, όπου εκεί ο μεσάζων δε χρειάζεται καν να προσποιηθεί ότι τον ενδιαφέρει, είτε όταν αναδεικνύεται προκειμένου να καταδικαστεί, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις για το θεαθήναι, είτε όταν έρχεται στο φως της δημοσιότητας γνωρίζοντας ότι θα γεννήσει μια ολόκληρη συζήτηση κοινωνικών και ανθρωπιστικών ταμπού και μη, η οποία θα εκτείνεται από το «καλά του/της έκανε – καλά να πάθει» έως τη λογική της αυτοδικίας των εξαγριωμένων πολιτών για κάποιο έγκλημα. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: η επισκεψιμότητα των ιστοσελίδων, η θεαματικότητα της τηλεόρασης, η ακροαματικότητα των ραδιοφώνων, η αναγνωσιμότητα των εντύπων, εκτινάσσονται στα ύψη.
Εύλογα, συνεπώς, η gaming βιομηχανία επενδύει -τουλάχιστον- εκατοντάδες εκατομμυρίων σε ετήσια βάση, μεταφέροντας κάθε πτυχή πραγματικού ή φανταστικού πολέμου σε κονσόλες και υπολογιστές και τελικά παρουσιάζοντας στους απανταχού gamers κορυφαίες ή λιγότερο καλές, αλλά οπωσδήποτε διασκεδαστικές εμπειρίες. Και ο λόγος γίνεται εν προκειμένω αποκλειστικά για τα μιλιταριστικού τύπου videogames, καθώς αν σκεφτεί κάποιος να επεκταθεί… θα χάσει τη μπάλα! Οι ναυαρχίδες της κατηγορίας είναι μάλλον δικαιωματικά οι σειρές Call of Duty και Battlefield, εν τούτοις οι προτάσεις που υπάρχουν σε επίπεδο ανάλογων franchises, πόσο μάλλον μεμονωμένων τίτλων, είναι πραγματικά αμέτρητες. Ενδεικτικά και μόνο μπορούν να αναφερθούν τα Tom Clancy's Rainbow Six, Tom Clancy's Ghost Recon, Operation Flashpoint και Medal of Honor. Τα δύο τελευταία είχαν να παρουσιάσουν τίτλο από το 2011 και 2012, αντίστοιχα, εν τούτοις το δεύτερο επανήλθε τον Δεκέμβριο 2020 με ένα VR παιχνίδι.
Στο διάστημα 1998-2002 έκανε την εμφάνισή του ένα ακόμη αντίστοιχο franchise υπό το γενικό τίτλο Spec Ops. Ξεκίνησε ως ένα third-person tactical shooter, κάποια στιγμή πέρασε και σε προοπτική πρώτου προσώπου, ενώ στην τελευταία του παρουσία, ως Spec Ops: Airborne Commando, η κάμερα έγινε isometric. Στην πλειοψηφία τους τα παιχνίδια εισέπραξαν μέτριες έως κακές κριτικές, συνεπώς δεν είναι να απορεί κάποιος που η σειρά διακόπηκε και σύντομα ξεχάστηκε. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να ξεθαφτεί από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, επιστρέφοντας εν έτει 2012 πλήρως ανανεωμένη, με το Spec Ops: The Line να σηματοδοτεί το reboot του franchise ως ένας καθαρόαιμος third-person shooter τίτλος. Με την 2K Games να κατέχει τα σχετικά δικαιώματα, το χρίσμα για την ανάπτυξη του τίτλου πήρε η άσημη γερμανική Yager Development, η οποία από την ίδρυσή της το 1999 είχε να παρουσιάσει έναν και μόνο τίτλο, το… Yager (2003), ένα combat flight simulator. Αυτό είναι αν μη τι άλλο ενδεικτικό του πόσο διατεθειμένη ήταν να επενδύσει η Take-Two διά της θυγατρικής της, 2K Games, δείχνοντας περισσότερο σα να δίνει μια ευκαιρία σχετικώς χαμηλού ρίσκου, τουλάχιστον όσον αφορά την προοπτική να το «κάψει», σε ένα franchise που είχε ούτως ή άλλως εξαφανιστεί.
Πράγματι, παρότι ποιοτικά το αποτέλεσμα έδειξε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που υπήρχαν, εμπορικά ο τίτλος απέτυχε παταγωδώς, καθιστώντας το μέλλον της σειράς πιο αβέβαιο από ποτέ, καθώς έκτοτε χάθηκε ξανά. Βεβαίως, δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι η Take-Two δεν έκανε και πολλά προκειμένου να προστατέψει το προϊόν της, καθώς ένα μήνα πριν από τη διάθεσή του είχε δρομολογήσει την κυκλοφορία ενός πολύ δυνατού «χαρτιού» της, θεωρητικά, και μάλιστα στην ίδια ακριβώς κατηγορία (third-person shooter). Έτσι, λοιπόν, η Rockstar Games, επίσης θυγατρική της, κυκλοφόρησε τον Μάιο 2012 το Max Payne 3, με μοιραίο αποτέλεσμα τα βλέμματα όλων να στραφούν προς το συγκεκριμένο, παρότι οι πωλήσεις και αυτού κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα δεδομένων των απαιτήσεων (λίγο πάνω από τρία εκ. αντίτυπα το πρώτο δίμηνο). Κάπως έτσι τα δύο franchises ξαναμπήκαν στον… πάγο.
Το Spec Ops: The Line είναι ένα παιχνίδι το οποίο απέσπασε πολύ καλές κριτικές και εκτιμήθηκε ακόμη περισσότερο από τους gamers που το δοκίμασαν. Με πολύ ενδιαφέρον setting, σε ένα μετα-αποκαλυπτικό Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, η Yager παρουσίασε μια έντονη εμπειρία της οποίας το πλέον δυνατό χαρακτηριστικό είναι η ιστορία· αυτή διαφοροποιεί κατά κόρον τον τίτλο σε σχέση με αναρίθμητους παρόμοιους, από τους οποίους μπορεί να μην έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτα, ούτε όμως και να προσθέσει κάτι παραπάνω ως gameplay. Το σενάριο υπογράφουν οι άσημοι Richard Pearsey και Walt Williams, με τον πρώτο να έχει προϋπηρεσία στην πλοκή των δύο expansions του πρώτου F.E.A.R. και τον δεύτερο δευτερεύοντα ρόλο στο Mafia II. Πιο πρόσφατα ο Pearsey έγινε γνωστός ως Narrative Consultant στο Resident Evil 7 (2017).
Όταν ένα videogame παρουσιάζει ένα μιλιταριστικό σκηνικό, η ιστορία έχει δείξει πως οι απαιτήσεις που αφορούν την πλοκή του, όσο καλή κι αν είναι, δε μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλές σε γενικές γραμμές. Αυτό διαπιστώνεται την τελευταία δεκαετία με αυξανόμενους ρυθμούς, καθώς η έκταση του single player campaign έχει μειωθεί δραματικά, ενώ κάποιες φορές εκλείπει εντελώς και όλο το βάρος πέφτει στην ανάπτυξη του multiplayer. Δεδομένης δε της «χρυσής» εποχής την οποία διανύει το τελευταίο λόγω της έξαρσης των battle royale games -είτε ως modes αρχικά, είτε πλέον και ως αυτοτελείς τίτλοι- στη μετά PlayerUnknown's Battlegrounds και Fortnite εποχή (2017 και εξής), το single player δείχνει να απασχολεί ολοένα και λιγότερους, οι οποίοι τείνουν να χαρακτηριστούν σήμερα… ρομαντικοί, για κάτι που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο.
Η δημιουργία της Yager κινείται επιτυχημένα προς μια διαφορετική κατεύθυνση προσφέροντας, πέραν της άφθονης δράσης, το ικανό περιθώριο στον gamer προκειμένου να σκεφτεί την ψυχοσύνθεση ενός πολεμιστή στο πεδίο της μάχης, όταν ο θάνατος παραμονεύει στην επόμενη γωνία, πίσω από τα σακιά με άμμο που είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, απέναντί του, ή οποιοδήποτε σημείο κάλυψης συναντά στο δρόμο του. Το στοιχείο που διαφήμισε περισσότερο το Spec Ops: The Line ήταν οι συνθήκες τις οποίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο πρωταγωνιστής, λαμβάνοντας πολύ δύσκολες αποφάσεις σε ακραίες καταστάσεις. Εν τούτοις, εφόσον υφίσταται μια τέτοια λογική, προσωπικά θα προτιμούσα μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών, καθώς στα πλαίσια της δραματοποίησης της ιστορίας -και προκειμένου να διηγηθεί αυτό που θέλει με τον τρόπο που θέλει- σε πολλά κομβικά σημεία δεν προσφέρεται καν η δυνατότητα μια άλλης τροπής των πραγμάτων. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα πολύ καλογραμμένο σενάριο, το οποίο δικαίως απέσπασε σειρά βραβείων και σχετικών υποψηφιοτήτων εκείνη τη χρονιά.
Το παιχνίδι ξεκινά με μια εντυπωσιακή αερομαχία μεταξύ ελικοπτέρων, ενώ μετά την κατάληξή της μεταφερόμαστε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Πρωταγωνιστής είναι ο Captain Martin Walker, με τη μικρή ομάδα του να συναποτελείται από τους First Lieutenant Alphonso Adams και Staff Sergeant John Lugo, άπαντες μέλη της Delta Force των Η.Π.Α., οι οποίοι έχουν διαταχθεί να μεταβούν στο Ντουμπάι, που βάλλεται συστηματικά τους τελευταίους μήνες από καταστροφικές αμμοθύελλες και πλέον έχει επισήμως χαρακτηριστεί από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ως «no man’s land». Η αποστολή τους είναι μία και μοναδική: να εντοπίσουν την πηγή του σήματος που προέκυψε τις τελευταίες δύο εβδομάδες από τον Lieutenant Colonel John Konrad, ο οποίος την τελευταία φορά που είχε δώσει σημεία ζωής, επιχειρούσε την εκκένωση της πόλης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ παρενθετικά ότι τη φωνή του στον κεντρικό χαρακτήρα δανείζει ο πασίγνωστος Nolan North, ο οποίος είχε ήδη εκτιμηθεί για τη συνολική του παρουσία στη βιομηχανία και δη τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στη σειρά Uncharted, ως Nathan Drake, ενώ ο Bruce Boxleitner, γνωστός από το franchise Tron, υποδύεται τον Konrad.
Ο τελευταίος, ως διοικητής του 33ου Τάγματος Πεζικού, βρισκόταν σε διαδικασία αποχώρησης από το Αφγανιστάν, όταν προσέφερε εαυτόν και στρατιωτική δύναμη στην προσπάθεια εκκένωσης του Ντουμπάι ελέω της φυσικής καταστροφής. Το σημείο καμπής ήταν όταν διατάχθηκε να εγκαταλείψει, αλλά ο ίδιος αψήφησε τη διαταγή. Η τελευταία πληροφορία ανέφερε ότι ο Konrad είχε προσπαθήσει να οδηγήσει ένα καραβάνι επιζώντων εκτός πόλεως, έκτοτε ωστόσο κάθε ίχνος του εξαφανίστηκε, μέχρι προ δύο εβδομάδων όταν ανιχνεύθηκε το προαναφερθέν σήμα, με τον ίδιο να ομολογεί την αποτυχία της προσπάθειάς του και την ανυπολόγιστα μεγάλη απώλεια ανθρώπων. Ο Walker και η ομάδα του καλούνται τώρα να εντοπίσουν πιθανούς επιζώντες περί τον Konrad, μέχρι να έρθει το… ιππικό και οι ίδιοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Όλα αυτά βεβαίως δε δείχνουν να διαφέρουν από οποιαδήποτε τυπική ιστορία αναγνώρισης-διάσωσης που συναντά κάποιος σε ουκ ολίγες ανάλογες περιπτώσεις· όπως όμως ήδη υπογραμμίστηκε, το σημείο που κάνει τη διαφορά αφορά το δραματικό υπόβαθρο του σεναρίου καθ’ αυτό, το οποίο αποκαλύπτεται σταδιακά και προβληματίζει, όταν αποτυπώνεται τόσο παραστατικά πόσο λανθασμένη μπορεί να αποδειχθεί μια επιλογή που εν πρώτοις φάνταζε απολύτως σωστή, πάντοτε στα πλαίσια των αναγκών της αποστολής. Κι αυτό, βεβαίως, εάν και εφόσον αποδεχτούμε ορισμούς-ηθικούς περιορισμούς τύπου «σωστό-λάθος». Το σίγουρο είναι ότι ο τίτλος της Yager επιτυγχάνει ένα ικανό συναισθηματικό δέσιμο τόσο με τον κεντρικό πρωταγωνιστή όσο και με τους δύο συντρόφους του.
Το gameplay του Spec Ops: The Line αποδεικνύεται καταιγιστικό, ιδίως σε στιγμές μάχης, όπου οι σφαίρες σφυρίζουν ερχόμενες από κάθε κατεύθυνση και ο καλύτερος φίλος του Walker γίνεται κάθε φορά το σημείο κάλυψής του, η κλωστή που τον κρατά εκείνη τη στιγμή στη ζωή. Οι melee επιθέσεις μπορούν πάντοτε να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση αν ένας εχθρός έχει πλησιάσει σε απόσταση που… δε θα έπρεπε, ή θέλει να ξεπαστρέψει και τον τελευταίο που έχει πλέον απομείνει όρθιος, υπό την προϋπόθεση ότι δε θα προλάβει να τον ξαπλώσει εκείνος πρώτος. Εναλλακτικά, ο ήρωας μπορεί πάντοτε να δώσει την εντολή σε ένα από τα μέλη της ομάδας του να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένο εχθρό, με κίνδυνο βεβαίως να εκτεθεί σε περισσότερα πυρά.
Το παιχνίδι προσφέρει πραγματική ηχητική πανδαισία, απογειώνοντας τον οπτικοακουστικό τομέα στο σύνολό του. Με περισσότερα από 35 όπλα που κάνουν την εμφάνισή τους (pistols, shotguns, submachine guns, rifles, grenade launchers, light και heavy machine guns), ουδείς μπορεί να βαρεθεί, καθώς καθένα έχει διαφορετική συμπεριφορά και χαρακτηριστικά, ενώ κάποια εξ αυτών μπορούν να τροποποιηθούν υποστηρίζοντας κάποιο πρόσθετο εξάρτημα (σιγαστήρα, λέιζερ, στόχαστρο, τη δυνατότητα βολών κατά ριπάς ή όχι κ.ο.κ.). Περαιτέρω, τριών ειδών χειροβομβίδες υπόσχονται να δώσουν λύσεις σε κρίσιμες στιγμές, οι οποίες μόνο λίγες δεν είναι. Ο βαθμός πρόκλησης του παιχνιδιού είναι ιδιαιτέρως υψηλός. Υπάρχουν τέσσερα επίπεδα δυσκολίας, το τελευταίο εκ των οποίων (FUBAR) γίνεται διαθέσιμο μετά το πρώτο playthrough, όπου δίνεται η αίσθηση ότι τα πράγματα θα είναι απελπιστικά σε κάποιες περιπτώσεις.
Παίζοντας, λοιπόν, σε Suicide Mission difficulty level (το υψηλότερο επιλέξιμο αρχικά) χρειάστηκα περίπου 11 ώρες προκειμένου να δω τα credits ενός σύντομου, αλλά άκρως ατμοσφαιρικού τίτλου, στο οποίο η άμμος και η σκόνη αποτελούν τα δύο κυρίαρχα στοιχεία της περιοχής. Το εξαιρετικό soundtrack του παιχνιδιού κοσμούν με την παρουσία τους, μεταξύ άλλων, τραγούδια των Deep Purple, Jimi Hendrix, Björk και Inner Circle. Τις υπόλοιπες πολλές -και απολύτως σύμφωνες προς το όλο κλίμα- συνθέσεις, στις οποίες κυριαρχούν οι «προσεγμένες» ηλεκτρικές κιθάρες κι όχι απλώς ένας «ηλεκτρικός θόρυβος», υπογράφει ο Τσεχοσλοβάκος Elia Cmiral· κορυφαία στιγμή του υπήρξε το score στο κινηματογραφικό Ronin (1998), με πρωταγωνιστές ηθοποιούς όπως οι σπουδαίοι Robert De Niro, Jean Reno, Sean Bean, Stellan Skarsgård και Jonathan Pryce. Καταλήγοντας, το Spec Ops: The Line αποδεικνύεται ένας αξιολογότατος τίτλος στην κατηγορία του, που αδικήθηκε κατάφορα από τις πωλήσεις που δεν έκανε, με συνέπεια κάθε αρχική σκέψη για ένα νέο project στο ίδιο franchise να τεθεί μοιραία στο περιθώριο. Η εμπειρία όμως που υπόσχεται, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι, με πολλές brutal στιγμές οι οποίες δεν ενδιαφέρονται να σοκάρουν, αλλά να περιγράψουν δυνητικά υπαρκτές καταστάσεις που επηρεάζουν καταλυτικά την ψυχική κατάσταση των πολεμιστών μέσα στη φρίκη μιας εμπόλεμης ζώνης.