Απρίλιος 1945. Ο κλοιός στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα της Ναζιστικής Γερμανίας, έχει κλείσει ασφυκτικά καθώς οι Ρώσοι προελαύνουν ασταμάτητοι ισοπεδώνοντας τις τελευταίες άμυνες των Δυνάμεων του Άξονα. Ο Αδόλφος Χίτλερ εδώ και τρεις μήνες έχει καταφύγει στο Führerbunker, το οχυρό του, που είναι ένα σύμπλεγμα υπόγειων χώρων της πόλης, κινώντας από εκεί τα νήματα της μέχρι πρότινος πανίσχυρης πολεμικής μηχανής του. Η κατάσταση για τους Ναζί είναι απελπιστική. Ο θάνατος είναι η μοίρα που περιμένει όσους δεν παραδώσουν τα όπλα, ενώ είναι σίγουρο ότι κάποιοι δεν πρόκειται να τον αποφύγουν ούτως ή άλλως. Το πρώτο στιγμιότυπο επί της οθόνης θυμίζει προς στιγμήν τη μνημειώδη σκηνή που όλοι απόλαυσαν στην εκπληκτική ταινία «Der Untergang» (2004), αγγλιστί «Downfall», ελληνιστί «Η Πτώση»: Ενώ οι βομβαρδισμοί πάνω από τα κεφάλια τους συνεχίζουν με ολοένα εντεινόμενη ένταση, ο Χίτλερ κάθεται κλεισμένος στο γραφείο του και μπροστά του στέκουν καταπτοημένοι τέσσερις στρατηγοί του. Πλην όμως, ένας εξ αυτών κάνει το λάθος να του πει ότι ο πόλεμος είναι χαμένος και μόνη επιλογή πλέον η παράδοση. Ο Führer τον εκτελεί εν ψυχρώ και δίνει την ξεκάθαρη διαταγή: «Εκτελέστε το Σχέδιο Ζ».
Χωρίς να διευκρινίζεται πώς, δε φαίνεται να έχει και ιδιαίτερη σημασία άλλωστε, οι νεκροί στρατιώτες των Ναζί εγείρονται από τους τάφους τους ως zombies τώρα, αποκαλύπτοντας το έσχατο αλλά ισχυρότερο όλων μυστικό όπλο του Χίτλερ, το οποίο από μόνο του συνιστά πραγματική Αποκάλυψη. Καθώς ο Άξονας αντεπιτίθεται σε ολόκληρη την Ευρώπη μ’ αυτόν τον κατά τα άλλα αδιανόητο τρόπο, σχηματίζεται μία παράταιρη συμμαχία ονόματι «Survivor Brigade», αποτελούμενη από πολεμιστές όχι μόνο των Συμμαχικών Δυνάμεων (Αμερικανοί, Ρώσοι, Γάλλοι), αλλά και Γερμανούς, οι οποίοι για διαφόρους λόγους άλλαξαν στρατόπεδο. Η Ταξιαρχία αυτή φαντάζει πλέον η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας απέναντι στον όλεθρο που έχει εξαπολυθεί από ορδές απέθαντων με έμβλημα τη ματωμένη Σβάστικα.
Το Zombie Army Trilogy κυκλοφόρησε το 2015 συμπεριλαμβάνοντας τις remastered εκδόσεις των δύο Nazi Zombie Army αλλά και το πρωτοεμφανιζόμενο τρίτο και καταληκτικό μέρος της spin-off σειράς του Sniper Elite franchise. Τα πρώτα είχαν διατεθεί στην αγορά το 2013 ως stand-alone expansions του Sniper Elite V2 (2012). Η τριλογία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μια καλτ B-movie ταινία του μετρ του είδους, John Carpenter (Halloween, The Fog, Escape from New York, Escape from L.A., They Live, The Thing, Big Trouble in Little China κ.ά.), μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη αυτή τη σουρεαλιστική εναλλακτική πραγματικότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος βάσει του… σεναρίου του παιχνιδιού συνεχίζει να μαίνεται σε πλήρη ισχύ και έχοντας απόλυτη ανατροπή των δεδομένων μπαίνοντας στο Μάιο 1945.
Το μεγάλο ατού του franchise είναι ότι στάθηκε «ειλικρινές» απέναντι στη gaming κοινότητα δίνοντάς της αυτό ακριβώς που της υποσχόταν και μόνο ως ιδέα. Κατόρθωσε να προσφέρει στη συσκευασία του ενός ανελέητη σφαγή ζόμπι που είναι συγχρόνως και Ναζί στρατιώτες, δηλαδή τις δύο πιο αγαπημένες κατηγορίες προς… εκτέλεση από τους gamers. Και ο κόσμος για τον ίδιο λόγο αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια, χαρίζοντάς της κατά κανόνα υψηλότερες βαθμολογίες από τα gaming sites παγκοσμίως, απολαμβάνοντας το μακέλεμα εκατοντάδων εχθρών. Το campaign της σειράς μάλιστα, παρότι κάποιος μπορεί να ασχοληθεί και single, στήθηκε έτσι ώστε να παίζεται κατά κανόνα σε co-op τεσσάρων ατόμων, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στο σύνολο των ελάχιστων cutscenes (15 λεπτά σε όλη την τριλογία!) εμφανίζονται τέσσερις χαρακτήρες κάθε φορά, με πρώτο τον πρωταγωνιστή των main Sniper Elite games, Carl Fairburne.
Το παιχνίδι παρέχει τη δυνατότητα να παίξεις συνολικά με 16 χαρακτήρες(!), οι οποίοι χωρίζονται σε δύο άτυπες κατηγορίες. Τους τέσσερις κεντρικούς (Αμερικανός, Ρώσος και δύο Γερμανοί, ενώ πέραν του προαναφερθέντος δεν έχει νόημα να μπούμε σε ονοματολογία) πλαισιώνουν πλέον και τέσσερις γυναικείοι χαρακτήρες (Αμερικανίδα, Γαλλίδα, Ρωσίδα, Γερμανίδα). Προσωπικά, και χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο τον τρόπο παιχνιδιού, επέλεξα τη Ρωσίδα, Anya Bochkareva. Από εκεί και πέρα, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της τριλογίας προστέθηκαν και οι οκτώ πρωταγωνιστές των δύο Left 4 Dead games, η θεματολογία των οποίων έχει επίσης φυσικά να κάνει με zombies, σε μια crossover σύμπραξη η οποία εκτιμήθηκε από τους fans αυτού του είδους παιχνιδιών.
Όσον αφορά την «ειλικρίνεια» των developers της Rebellion Developments -η οποία έχει πραγματικά… επαναστατικό χαρακτήρα αφού καταφέρνει να διατηρεί την ανεξαρτησία της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της (1992) και μη έχοντας μετατραπεί σε θυγατρική κάποιου κολοσσού του χώρου- αυτή έγκειται στο γεγονός ότι προσέφερε στο κοινό ένα -αν μη τι άλλο- πολύ διασκεδαστικό πακέτο, συνειδητά όχι κορυφαίων προδιαγραφών, το οποίο, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνει: αφενός τον τεχνικό τομέα -έστω και ρετουσαρισμένο όσον αφορά τα γραφικά- του Sniper Elite V2, ο οποίος ως προς το οπτικό σκέλος μπορεί όταν κυκλοφόρησε το τελευταίο να θεωρούταν ικανοποιητικός, αλλά το 2015 λογιζόταν μάλλον ανεπαρκής, την ίδια στιγμή που ο ήχος παρέμεινε στα ίδια μέτρια επίπεδα. Αφετέρου το gameplay του ίδιου παιχνιδιού, με τη μοιραία αφαίρεση του όρου «tactical» από το Third-person Shooter genre στο οποίο ανήκουν οι δύο σειρές, και το στιβαρό gunplay το οποίο χαρίζει μια ηδονική ευχαρίστηση κάθε φορά που η x-ray kill cam αναλαμβάνει να ακολουθήσει σε slow motion την τροχιά που διαγράφει η σφαίρα που πυροδοτείται από το εκάστοτε sniper-rifle διαπερνώντας εν συνεχεία τα… «ζωτικά» όργανα των ζόμπι· μια απολαυστική διαδικασία η οποία δεν καταφέρνει να… κουράσει ποτέ!
Το απολύτως βέβαιο είναι ότι το Zombie Army Trilogy σχεδιάστηκε με βασική προτεραιότητα, αν όχι αποκλειστικό στόχο, τη μέγιστη δυνατή διασκέδαση όσων το τιμήσουν. Ὀπως ήδη κατέστη κατανοητό, ο τίτλος απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί πρωτοκλασάτος. Αν τα Sniper Elite games κυμαίνονται βαθμολογικά από 7/10 και άνω, η συγκεκριμένη τριλογία είναι σαφώς κάτω από αυτόν τον αριθμό, χωρίς τούτο να συσχετίζεται με το πόσο εθιστική μπορεί να αποδειχτεί, ειδικά σε co-op με φίλους, υποθέτω. Θα μπορούσε το ίδιο το franchise να χαρακτηριστεί ως η επιτομή των… b-games αυτής της κατηγορίας, με εγγυημένα ελκυστικό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν παρουσιάζει αδυναμίες επί της ουσίας σε όλους τους τομείς!
Γενικότερα, τα μέτρια production values γίνονται απροκάλυπτα εμφανή, πέραν όλων όσα ήδη επισημάνθηκαν, και στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά σ’ ολόκληρη την τριλογία, η οποία αποτελείται από 15 κεφάλαια ισομερώς κατανεμημένα, οι πρωταγωνιστές των -όπως προαναφέρθηκε- μόλις 15 λεπτών cutscenes εν συνόλω (συνήθως στην αρχή και το τέλος κάθε επιπέδου), δεν ανταλλάσσουν ούτε μία κουβέντα μεταξύ τους, δε μονολογούν καν! Το voice acting είναι ανύπαρκτο όσον αφορά αυτούς. Οι περισσότερες ατάκες ακούγονται κυρίως μέσα από ραδιοφωνικούς ασυρμάτους, οι οποίοι εκπέμπουν σε ορισμένους χώρους και κατά βάση στα safe rooms. Με τον τρόπο αυτό αποκτάται μια κατά το δυνατόν σαφέστερη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στον κόσμο του παιχνιδιού, καθώς ο πρωταγωνιστής (έστω, και οι τέσσερις) διεισδύει όλο και βαθύτερα στις γραμμές του εχθρού προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του κακού, που έχει νεκραναστήσει τους Ναζί σε εφαρμογή του «Σχεδίου Ζ».
Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε πράγματι «Σχέδιο Ζ» επί εποχής Χίτλερ, αλλά προφανώς ουδεμία σχέση είχε με ζόμπι(;). Συγκεκριμένα, αφορούσε την προγραμματισμένη αναβάθμιση του πολεμικού ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας, την οποία ο ηγέτης της είχε διατάξει στις αρχές του 1939. Απώτερος στόχος του Φύρερ ήταν η αμφισβήτηση της βρετανικής κυριαρχίας στο συγκεκριμένο χώρο, ενώ το όλο project στόχευε στην ολοκλήρωσή του έως το 1948, αντανακλώντας συν τοις άλλοις τα σχέδια της Υψηλής Διοίκησης του γερμανικού πολεμικού ναυτικού κατά τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν όμως ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος το Σεπτέμβριο 1939, και καθώς τίποτα σχεδόν απ’ όσα προέβλεπε το «Σχέδιο Ζ» αναφορικά με την παραγωγή συγκεκριμένου αριθμού και είδους πολεμικών πλοίων δεν είχε προχωρήσει (με εξαίρεση μόλις δύο), η ανάγκη μετατόπισης του κέντρου βάρους της σχετικής βιομηχανίας των Ναζί υποχρέωσε την Kriegsmarine (πολεμικό ναυτικό) -η οποία μαζί με τις Heer (στρατός ξηράς) και Luftwaffe (πολεμική αεροπορία) συναποτελούσαν τη Wehrmacht (γερμανικές ένοπλες δυνάμεις)- να ματαιώσει το κατασκευαστικό πρόγραμμά της υπό την επωνυμία «Plan Z».
Το στοιχείο της επανάληψης υπάρχει αρκετά έντονο σε όλη τη διάρκεια του playthrough, καθώς ο πρωταγωνιστής μεταβαίνει από το ένα checkpoint στο άλλο αντιμετωπίζοντας ολόκληρες στρατιές από ζόμπι, τα οποία είτε ξεπηδούν μέσα από το έδαφος είτε εμφανίζονται στο βάθος του επιπέδου πλησιάζοντας κατά κύματα με το χαρακτηριστικό τους βηματισμό. Παρά ταύτα, η απόλαυση την οποία χαρίζει απλόχερα ο τίτλος, καθ’ εκάστη φορά που η σφαίρα ταξιδεύει από το sniper του ήρωα προς το κρανίο του εχθρού (καθώς μόνο έτσι ο τελευταίος παραμένει… νεκρός), δεν ελαχιστοποιείται ούτε κατά διάνοια. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις τα επίπεδα συμπεριλαμβάνουν ένα σωρό αντικείμενα που ενδείκνυνται για ένα… εκρηκτικό αποτέλεσμα, κυριολεκτικά, όπως μπιτόνια με βενζίνη, φιάλες αερίων, «ύποπτα» κουτιά κ.ά., τα οποία μπορούν να εξοντώνουν ακόμη και δεκάδες απέθαντους εάν αυτοί βρίσκονται σε ακτίνα βολής. Για ακόμη δραστικότερα μέτρα, ο ήρωας έχει πρόσβαση σε μια πλούσια γκάμα εκρηκτικών, όπως χειροβομβίδες, νάρκες, δυναμίτες και παγίδες εδάφους.
Γενικότερα, το διαθέσιμο οπλοστάσιο δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο συμπεριλαμβάνοντας, εκτός των προαναφερθέντων, πληθώρα αυθεντικών sniper-rifles, αυτόματα, shotguns και πιστόλια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία βεβαίως έρχονται ως έχουν από το Sniper Elite franchise. Προσωπικά, από Primary Weapons έδειξα ιδιαίτερη προτίμηση στο αμερικανικό M1 Carbine, από Secondary Weapons χρησιμοποίησα κυρίως το πολωνικό πυροβόλο Blyskawica, ενώ από πιστόλια επέλεξα αρχικά το βρετανικό revolver Webley Mk. IV και εν συνεχεία το κλασικό αμερικανικό Colt M1911. Πάγιος, αλλά όχι αποκλειστικός, ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά γίνεται σε κάθε safe room, το χώρο στον οποίο ο πρωταγωνιστής-gamer παίρνει τις απαραίτητες ανάσες πριν ριχτεί ξανά στη μάχη. Επιπλέον, ακόμη και εντός των levels μπορεί κάποιος να βρει εκρηκτικά ή σφαίρες για τα όπλα του, ενώ δύναται πάντοτε να lootάρει κι από τα… ξανασκοτωμένα ζόμπι, πριν αυτά εξαϋλωθούν. Από εκεί και πέρα, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι σε τρεις περιπτώσεις στην τριλογία έχουμε επαναφορά των ίδιων επιπέδων που συναντήσαμε στο Sniper Elite V2, έστω και όχι στο σύνολό τους, πλην όμως η υποτυπώδης υπόθεση ανοίγεται ως ένα βαθμό σε περιβάλλοντα με μεγαλύτερη ποικιλία από όσα ήδη γνωρίσαμε εκεί.
Όσον αφορά τα είδη των εχθρών, δε μπορεί να μιλήσει κάποιος για μεγάλη ποικιλία, είναι όμως ικανοποιητική. Για να αποφευχθούν τα spoilers θα περιοριστούμε μόνο στις πιο βασικές κατηγορίες τους που είναι τα απλά ζόμπι, οι σκελετοί, οι ζόμπι snipers και τα elite ζόμπι. Τα τελευταία αποτελούν κατά κάποιο τρόπο mini bosses, τα οποία συνήθως εμφανίζονται μαζί με δεκάδες δεκάδων εχθρών, κινούνται μεν αργά, αλλά χρειάζονται πολλές βολές στο κεφάλι για να πέσουν. Σα να μη φτάνει αυτό, το όπλο τους είναι ένα MG 42, πολυβόλο το οποίο προκαλεί πολύ μεγάλο damage και που, αν δεν καλύπτεσαι, είναι ικανό να σε στείλει στον άλλο κόσμο εν ριπή οφθαλμού. Η διάρκεια του παιχνιδιού είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, χωρίς να συνυπολογίζω το horde mode με το οποίο δεν ασχολήθηκα. Το campaign δεσμεύεται μια χορταστική εμπειρία η οποία, σε ό,τι με αφορά, δε με κούρασε στιγμή. Άλλωστε στο παρελθόν είχα τερματίσει τα Sniper Elite V2 και Sniper Elite III (που κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν από την τριλογία που εξετάζουμε), τα οποία μου άρεσαν πολύ, συνεπώς δε θα μπορούσα να αρνηθώ την ευκαιρία για πολλαπλάσια kills, ιδίως με την απολαυστική x-ray cam.
Προσωπικά, παίζοντας σε sniper elite difficulty level (το ανώτερο), στο οποίο τόσο η βαρύτητα όσο και ο άνεμος επηρεάζουν την τροχιά που θα διαγράψει η σφαίρα φεύγοντας από το sniper-rifle, χρειάστηκα οριακά περισσότερο από 20 ώρες προκειμένου να ολοκληρώσω τα 15 κεφάλαια των τριών επεισοδίων, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές αναλώθηκαν στο πρώτο μέρος. Ο λόγος ήταν η πιο συντηρητική προσέγγιση εκ μέρους μου, η οποία δεν αποδείχθηκε η καλύτερη καθώς ο τίτλος ενθαρρύνει την τακτική «λιγότερη σκέψη, περισσότερη δράση». Για το δεύτερο και τρίτο μέρος χρειάστηκα έξι και πέντε ώρες, αντίστοιχα. Στο διάστημα που αφιέρωσα συνολικά, απόλαυσα τη σφαγή 4187 εχθρών εκ των οποίων οι 3398 έπεσαν από το sniper μου, ενώ 183 φορές… κατόρθωσα να πέσω εγώ. Το Zombie Army Trilogy υπόσχεται εγγυημένη διασκέδαση σε οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί ότι ένα παιχνίδι μπορεί να έχει μέτρια ποιοτικά χαρακτηριστικά σχεδόν σε κάθε τομέα, αλλά παρά ταύτα να παραμένει ένα καλό παιχνίδι.